Στην εποχή όπου συχνά η πολιτική εικόνα αποκτά μεγαλύτερη σημασία από τον πολιτικό λόγο και η πολιτική επικοινωνία παίρνει τα ηνία από την πολιτική στρατηγική, εύλογο είναι να αποκτά ξεχωριστή σημασία το ζήτημα της επιλογής προσώπων.

Βέβαια, μια αναγκαία συμπλήρωση θα ήταν ότι όλα αυτά ισχύουν πολύ περισσότερο σε μια ιστορική φάση όπου τα συστημικά πολιτικά κόμματα βρέθηκαν να συγκλίνουν περισσότερο παρά ποτέ στον πυρήνα πολιτικών που συνηθίσαμε να αποκαλούμε «νεοφιλελεύθερες» και όπου έγιναν ασαφείς οι κάποτε αρκετά βαθιές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στη συντηρητική ή φιλελεύθερη κεντροδεξιά και την σοσιαλδημοκρατική κεντροαριστερά.

Σε αυτό το πλαίσιο και με δεδομένο ότι την ίδια «μετατόπιση» προς μια αρκετά κλασικού τύπου κεντροαριστερά έκανε και ο ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως στη διάρκεια τη κυβερνητικής του θητείας, δεν είναι παράλογο που και στον ΣΥΡΙΖΑ τα «πρόσωπα» άρχισαν να αποκτούν βαρύτητα με τρόπο ανάλογο των «αστικών» κομμάτων.

Αυτό ακριβώς αποτυπώθηκε και στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ στις 6 Σεπτεμβρίου.

Τα νέα πρόσωπα και ο έλεγχος από την ηγετική ομάδα

Στον ΣΥΡΙΖΑ ο ρόλος του γραμματέα δεν είναι τόσο σημαντικός όσο στα «κλασσικού τύπου» κομμουνιστικά κόμματα, όπου ο γενικός γραμματέας είναι η πιο σημαντική θέση. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθώντας εδώ στα βήματα του Συνασπισμού, είχε προκρίνει το «προεδρικό μοντέλο», που είχε τον πρόεδρο ως πραγματικό ηγέτη του κόμματος και τον γενικό γραμματέα ως ένα στέλεχος που κυρίως «έτρεχε» τον κομματικό μηχανισμό.

Αυτό είχε φανεί και στις διάφορες επιλογές που είχαν υπάρξει στο παρελθόν για αυτή τη θέση, είτε με την επιλογή του Δημήτρη Βίτσα, είτε αυτή του Παναγιώτη Ρήγα.

Η επιλογή του Πάνου Σκουρλέτη, από την άλλη, αντανακλούσε μια ορισμένη πολιτική ισορροπία στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, όπου στην αντιπαράθεση ανάμεσα σε όσους υποστήριζαν την ηγετική ομάδα γύρω από τον Αλέξη Τσίπρα και την ομάδα των 53+, είχε μπει σφήνα η ομάδα των τριών στελεχών που προέρχονταν από τον «Ρήγα», δηλαδή ο Νίκος Βούτσης, ο Νίκος Φίλης και ο Πάνος Σκουρλέτης και η οποία επίσης προσπαθούσε να αρθρώσει μια πιο κριτική στάση απέναντι σε πλευρές της κεντρικής γραμμής.

Σε εκείνη τη φάση η επιλογή του Πάνου Σκουρλέτη εκπροσωπούσε την ανάγκη να υπάρξουν ισορροπίες, ενώ έλαβε χώρα σε μια στιγμή όπου οι θέσεις προβολής ήταν οι κυρίως οι υπουργικές και σε μικρότερο βαθμό οι κομματικές.

Τώρα, όμως, τα πράγματα φαίνεται ότι αλλάζουν. Ο Αλέξης Τσίπρας δείχνει να θέλει να κάνει σαφές ότι διαθέτει πλήρως τον έλεγχο του κόμματος. Ας μην ξεχνάμε ότι τα αποτελέσματα των εκλογών και η τρέχουσα σύνθεση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ σηματοδότησαν μια σχετική υποχώρηση της βαρύτητας των όποιων αριστερών αντιπολιτεύσεων, την ώρα που η έξοδος από τον κυβερνητικό και κρατικό μηχανισμό σήμαινε ότι έλαβε τέλος και η ιδιότυπη συνθήκη όπου «δεν περίσσευε κανείς».

Αντίθετα, τώρα ο Αλέξης Τσίπρας δείχνει να υιοθετεί μια γραμμή όπου σε πρώτο προσκήνιο θα είναι στελέχη που πρόσκεινται σε αυτόν και θα αναβαθμιστούν έστω και συμβολικά τα στελέχη τα σχετικά πεπερασμένης μέχρι τώρα διεύρυνσης. Αυτό δείχνουν οι επιλογές και του Δημήτρη Τζανακόπουλου και του Νάσου Ηλιόπουλου για τη θέση του γραμματέα και του εκπροσώπου Τύπου αντίστοιχα.

Τα στελέχη της «εποχής Τσίπρα»

Όμως, δεν είναι απλώς θέμα γεωγραφίας των εσωκομματικών τάσεων. Είναι και θέμα φυσιογνωμίας.

Με τη βαρύτητα των «ιστορικών» γενιών της Αριστεράς να υποχωρεί και στην κοινωνία και στην ίδια την Αριστερά, αποκτούν βαρύτητα τα στελέχη που πολιτικοποιήθηκαν στην εποχή ΣΥΡΙΖΑ και πιο ειδικά στην «εποχή Τσίπρα». Στελέχη που μπορούν να συνδυάζουν τις όποιες αναμνήσεις από την κουλτούρα της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ της δεκαετίας του 2000 (με την έντονη «ριζοσπαστική αριστερή» ρητορική) με την πλήρη υιοθέτηση της λογικής ενός «αντιμνημονιακού μετώπου» όπου «όλοι χωρούν» και τελικά τον ιδιότυπο «μεταμορφισμό» που μπορούσε ανερυθρίαστα να παρουσιάζει το τρίτο Μνημόνιο ως «αριστερή πολιτική».

Για τον Αλέξη Τσίπρα που δείχνει να έχει δεδομένο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αμφισβητείται από τα αριστερά του (άλλωστε ο εκλογικός εκβιασμός προς τα αριστερά του απέδωσε ακόμη και το 2019) και κυρίως νοιάζεται για τη διεύρυνση προς το κέντρο και την πλήρη εφαρμογή μιας λογικής «νέο ΠΑΣΟΚ», τέτοια στελέχη δίνουν τα εχέγγυα ότι θα συμφωνούν με την νέα γραμμή αλλά και ταυτόχρονα θα μπορούν να την παρουσιάσουν ως «σύγχρονη ηγεμονική αριστερά» και όχι ως «πασοκοποίηση», την ώρα που υποτίθεται ότι θα μπορούν να επικοινωνήσουν καλύτερα με νεώτερες γενιές.

Η απουσία στρατηγικής

Όμως, όλα αυτά γίνονται στο έδαφος μιας εντυπωσιακά ισχνής εσωκομματικής προγραμματικής συζήτησης.

Είναι ως εάν στον ΣΥΡΙΖΑ να θεωρούν δεδομένο ότι σε αυτή την περίοδο αρκεί να κάνουν κριτική στην κυβέρνηση για οτιδήποτε κάνει και αυτό συνιστά από μόνο πολιτική πρόταση για την έξοδο της χώρας από μια βαθιά κρίση. Εκτός βέβαια και εάν απλώς επιλέγουν σε αυτή τη φάση απλώς να εκμεταλλευτούν την όποια κυβερνητική φθορά.

Και το προγραμματικό κενό γίνεται ακόμη πιο σαφές από το πώς η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει ότι δεν έχει πρόβλημα να «τσιμπολογάει» από διαφορετικές – και σε ορισμένες περιπτώσεις ανταγωνιστικές μεταξύ τους – κατευθύνσεις στην αναζήτηση αντιπολιτευτικών επιχειρημάτων.

Έτσι μπορεί κανείς να βλέπει παραδοσιακές θέσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς για θέματα δημοκρατικών δικαιωμάτων, να συνδυάζονται με απόπειρες αντιγραφής μιας «πατριωτικής γραμμής» τύπου ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1980 για τα ελληνοτουρκικά, κλασικές φιλεργατικές τοποθετήσεις και κριτικές στην κυβέρνηση γιατί δεν εκμεταλλεύεται όσο πρέπει το «ευρωπαϊκό πλαίσιο».

Ωστόσο, πέραν των απαραίτητων υψηλών αντιπολιτευτικών τόνων δυσκολεύεται κανείς να διακρίνει το περίγραμμα μιας άλλης πολιτικής. Η κριτική για τις υπαρκτές και σημαντικές ανεπάρκειες του κυβερνητικού έργου στο χώρο της υγείας δεν υποστηρίζεται από ένα σχέδιο για την αναβάθμιση του ΕΣΥ. Η πολεμική κατά των παρεμβάσεων της κυβέρνησης σε ζητήματα εργασιακών σχέσεων, κατώτερου μισθού, ή προστασίας έναντι των απολύσεων δεν υποστηρίζεται από ένα οικονομικό πρόγραμμα που να δείχνει γιατί μια επόμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν θα συνθηκολογήσει ξανά με τις απαιτήσεις της λιτότητας και της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Οι ρητορικές εξάρσεις ως προς την κυβερνητική ενδοτικότητα στα ελληνοτουρκικά δεν συνοδεύονται από κάποια πιο συνολική πρόταση ως προς το διεθνή προσανατολισμό της χώρας, ούτε από κάποια αποτίμηση για το ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ τις ίδιες γεωπολιτικές συμμαχίες με τη ΝΔ είχε προκρίνει.

Η δύσκολη σχέση με την κοινωνία

Την ίδια στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να μην έχει τις κοινωνικές γειώσεις που θα αναλογούσαν σε ένα κόμμα της δικής του εκλογικής δυναμικής.

Αυτό αντανακλάται στα όρια των συνδικαλιστικών εκπροσωπήσεών του, της παρουσίας του στην τοπική αυτοδιοίκηση αλλά και της πραγματικής του οργανωτικής ανάπτυξης.

Και ακόμη και εάν δεχτεί κανείς ότι ζούμε σε μια εποχή που τα κόμματα στηρίζονται περισσότερο στην επικοινωνιακή απεύθυνση και λιγότερο στην οργανωτική τους ανάπτυξη με παραδοσιακούς όρους, είναι σαφές ότι χωρίς πραγματικές ρίζες στην κοινωνία των πολιτών ένα κόμμα, ιδίως της αριστεράς, δύσκολα μπορεί να διεκδικήσει την εξουσία.

Η λογική ότι αυτό το κενό θα το κάλυπτε η διεύρυνση από το χώρο του ΠΑΣΟΚ, μέχρι τώρα δεν έχει αποδώσει και άρα το ερώτημα του πώς το εκλογικό ακροατήριο μετατρέπεται σε ενεργό κομματικό δυναμικό παραμένει ανοιχτό.

Τα όρια των συμβολισμών

Σε αυτό το φόντο, η πολιτική των συμβολισμών που δείχνει να κυριαρχεί στον ΣΥΡΙΖΑ, οι μάχες χαρακωμάτων γύρω από ζητήματα όπως η «πασοκοποίηση» που ποτέ δεν τίθενται στη συνολική τους διάσταση, και τώρα και η λογική ότι οι αλλαγές προσώπων σηματοδοτούν καθαυτές «πολιτικό στίγμα» ή «πολιτική παρέμβαση» δεν θα πρέπει να θεωρηθούν παρά ως η έκφραση μιας βαθύτερης αμηχανίας, από έναν πολιτικό σχηματισμό που κάλυψε πολύ γρήγορα την απόσταση από το κόμμα διαμαρτυρίας στο κόμμα διακυβέρνησης, χωρίς ωστόσο να έχει προσφέρει μέχρι τώρα μια συνεκτική αποτίμηση των διδαγμάτων που αποκόμισε από αυτή την εμπειρία.