Η Αγία Σοφία, «το μέγα μοναστήρι» για το βυζαντινό και μεταβυζαντινό φαντασιακό, είναι και μέγα σκάνδαλον – ιδιαίτερα για τους Τούρκους, ήδη από τον μεσαίωνα. Ο επιβλητικός χριστιανικός ναός είχε ανέκαθεν την αξία απόλυτου συμβόλου της πολιτισμικής και θρησκευτικής υπόστασης των Χριστιανών, κυρίως, αλλά όχι μόνο, της ανατολικής Ρωμαϊκής (κατά βάσιν και επισήμως, ήδη από τον 7ον αι., ελληνόφωνης) Αυτοκρατορίας. Από το θρυλούμενο «Νενίκηκά σε Σολομών» (σκάνδαλον ο ναός του Σολομώντος για τον Χριστιανό αυτοκράτορα Ιουστινιανό!) περάσαμε στο φαντασιακό «Νενίκηκά σε Ιουστινιανέ» του Μωάμεθ Β΄ και όλων των πραγματικών ή, τηρουμένων των αναλογιών, ιδεολογικών του διαδόχων, μέχρι τον Ερντογάν, με ένα διάλειμμα εννέα περίπου δεκαετιών εκκοσμικευτικών φιλοδοξιών.

Αλλά γιατί περί «σκανδάλου» εδώ ο λόγος; Εξηγούμαι: Ο γνωστός κοινωνιολόγος, φιλόσοφος και ιστορικός Ρενέ Ζιράρ (1923-2005) στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών, τις διαπροσωπικές και δια-κοινοτικές σχέσεις, ανέπτυξε το ερμηνευτικό μοντέλο της «μιμητικής επιθυμίας». Η επιθυμία κάποιου υποκειμένου για ένα αντικείμενο διαμορφώνεται, υποστήριζε, ως μίμηση της επιθυμίας που έχει ένα άλλο, ανταγωνιστικό, εν τέλει, υποκείμενο (το «μοντέλο», όπως το αποκαλεί, της επιθυμητικής ενέργειας) για το ίδιο αντικείμενο.

Το εμπόδιο

Στην τριγωνική αυτή διαδικασία, το μοντέλο, o «άλλος», αντιμετωπίζεται από το μιμούμενο υποκείμενο, λέγει ο Ζιράρ, ως σκάνδαλον, με την έννοια της λέξης στα ελληνικά της ύστερης αρχαιότητας, δηλαδή ως πρόσκομμα, εμπόδιο το οποίο πρέπει να εξαλειφθεί, να βγει από τη μέση, προκειμένου να μην επιθυμεί κανείς άλλος το ίδιο πράγμα. Σε τελική ανάλυση, αυτό που κάποιος επιθυμεί δεν είναι μόνο το αντικείμενο της επιθυμίας κάποιου άλλου, αλλά η ίδια η υπόσταση του άλλου. Αν και το μάλλον πεσσιμιστικό αυτό σχήμα δεν πρέπει, βέβαια, να θεωρείται ως ερμηνευτική πανάκεια, βοηθά ενίοτε στην κατανόηση συγκεκριμένων λειτουργιών των ανθρώπινων κοινωνιών, ειδικά σε περιόδους κρίσης.

Σύμφωνα με τον Ζιράρ, η ανταγωνιστική αυτή σχέση και η αντιμετώπιση του άλλου ως «σκανδάλου» καθορίζει τη δυναμική όλων των ανθρώπινων σχέσεων σε όλα τα επίπεδα. Οι καταστροφικές συγκρούσεις στις οποίες αναπόφευκτα θα οδηγούσε ο κλιμακούμενος ανταγωνισμός μεταξύ επιθυμούντος υποκειμένου και «μοντέλου»/σκανδάλου αποφεύγονται μέσω της  ανάπτυξης σύνθετων δομών υπέρβασής τους που συναπαρτίζουν αυτό που ονομάζουμε «πολιτισμό» ή μέσω του μηχανισμού της απέλασης/εξόντωσης συγκεκριμένων, κατά κανόνα θεωρούμενων ως περιθωριακών και δυνάμει επικίνδυνων, υποκειμένων, που αναλαμβάνουν τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου.

Στην περίπτωση της Αγίας Σοφίας, ο εμβληματικός ναός επέχει, λοιπόν, μετωνυμικά, τη θέση του κατεξοχήν θρησκευτικού αλλά και πολιτισμικού σκανδάλου, του «άλλου», για τον Ερντογάν και τους υποστηρικτές της επιλογής του – οι οποίοι, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των συμπολιτών του (πράγμα όχι καθησυχαστικό…). Αλλά τα πράγματα, ισχυρίζομαι, είναι ακόμη πιο σύνθετα, στον βαθμό που έχουμε να κάνουμε με μία συμβολική χειρονομία (την εξάλειψη του σκανδάλου-συμβόλου της θρησκευτικής/πολιτισμικής ετερότητας μέσω της μεταμόρφωσης του ναού/μουσείου σε ισλαμικό τέμενος), η οποία έχει γερά ερείσματα στο ευρύτερο τουρκικό (στην παρούσα φάση, νέο-οθωμανικό) φαντασιακό της γείτονος.

Η μετατροπή αυτή καταδεικνύει ότι οι πολιτισμικοί μηχανισμοί αφομοίωσης και υπερκέρασης του σκανδάλου καταργούνται από τον Ερντογάν: το μουσείο (εμβληματικός τόπος πολιτισμικής εκκοσμίκευσης και θρησκευτικής ουδετερότητας), μετατρέπεται εκ νέου σε συμβολικό τόπο εξόντωσης του «άλλου». Εχουμε, επομένως, επιστροφή στη λογική του κλιμακούμενου ανταγωνισμού.

Ο ευαίσθητος και διακριτικός Ορχάν Παμούκ πρόσφατα δήλωσε ότι η απόφαση αυτή του αρχηγού του τουρκικού κράτους να υπονομεύσει τον κοσμικό χαρακτήρα της χώρας του αφαιρεί από αυτόν (τον Παμούκ) και όσους σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο την «τουρκική τους υπερηφάνεια». Παραδόξως, στη διαδικασία αυτή, ο Ερντογάν επιλέγει να διατηρήσει και τη λειτουργία του αποδιοπομπαίου τράγου. Αποδιοπομπαίος τράγος είναι όχι οι – έτσι κι αλλιώς σχεδόν αφανισμένοι πια από την Τουρκία – Ρωμιοί, αλλά ο ίδιος ο ιδρυτής της σύγχρονης Τουρκίας, ο Κεμάλ Ατατούρκ. Πρόκειται για πατροκτονία που, είμαι βέβαιος, αν ζούσε ο Φρόυντ θα ανέλυε εκτενώς στη συζήτησή του περί τοτέμ και ταμπού!

Η παγίδα

Αλλά τα πράγματα είναι, πάλι, ακόμη πιο σύνθετα. Μία άλλη σημασία, η αρχική, του σκανδάλου, που αγνόησε ο Ζιράρ, είναι και αυτή της «παγίδας» για το ζώο ή τον εχθρό που κάποιος θέλει να εξουδετερώσει. Η τραγική ιστορική ειρωνεία (και η ιστορία ειρωνεύεται κάποτε, όχι μόνο η φιλοσοφία…) είναι, διατείνομαι, ότι στην παγίδα του καινούριου του σκανδάλου έχει πέσει ο ίδιος ο θαυματουργός εξισλαμιστής της Αγίας Σοφίας, αφού, εμμέσως, πλην σαφώς, δηλώνει με τον ηχηρότερο δυνατό τρόπο πως, έξι αιώνες σχεδόν μετά την άλωση του Βυζαντίου, δεν δύναται να υπερβεί την προφανώς εκτυφλωτική, γι’ αυτόν, αίγλη του σκανδάλου της συγκεκριμένης θρησκευτικής και πολιτισμικής ετερότητας, την οποία αναγνωρίζει ως άξια σκανδαλωδέστατου σφετερισμού.

Αλλά, αναρωτιέμαι, τι σημαίνει σφετερισμός («σημαίνει και η Αγία Σοφία»…), αν όχι, εν τέλει, ομολογία αδυναμίας να εμπιστευθεί κανείς την αξία και την αυτοτέλεια του εαυτού του και των οικείων του πραγμάτων και συμβόλων, την ίδια την υπόστασή του; Μήπως, τελικά, αυτό είναι σήμερα το «μέγα σκάνδαλον» που η Ayasofya σημαίνει;

Ο Παναγιώτης Ροϊλός είναι καθηγητής Ελληνικών Σπουδών, κάτοχος της Εδρας Γ. Σεφέρη, επιστημονικός εταίρος στο Κέντρο Διεθνών Σχέσεων Weatherhead, Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ