Η πρόσφατη ανοιχτή επιστολή 153 συγγραφέων και διανοουμένων – ανάμεσά τους οι Μάργκαρετ Ατγουντ, Σαλμάν Ρούσντι, Φράνσις Φουκουγιάμα – ήταν ο τελευταίος σταθμός στη μεγάλη δημόσια συζήτηση για τα όρια της πολιτικής ορθότητας. Ως ποιο σημείο η έννοια συμβολίζει την προστασία απέναντι στους «αδύναμους» της κοινωνίας και πότε μετατρέπεται σε ασφυκτικό έλεγχο της έκφρασης;

Στον εφιαλτικό κόσμο του George Orwell

Του Μιχαήλ Πασχάλη

Θα φτάσουν άραγε οι σημερινές δυτικές κοινωνίες σε ένα εφιαλτικό μέλλον, όπου θα ελέγχεται όχι μόνον η ελευθερία της έκφρασης αλλά και η ελευθερία της σκέψης, από μια νέα «Αστυνομία της σκέψης» («Thought Police») για τη διάπραξη «εγκλημάτων σκέψης» («thoughtcrimes»), όπως συμβαίνει στο δυστοπικό σύμπαν του George Orwell («1984»); Εχουμε πάρει ήδη μια γεύση του φαινομένου από το κίνημα «Me too»: ξεκίνησε από τη σωστή επιδίωξη να σταματήσει τη σεξουαλική εκμετάλλευση των γυναικών, ανέσυρε από τη λήθη (;) «ανάρμοστες» συμπεριφορές που συνέβησαν προ τεσσαρακονταετίας και έφτασε να συμπεριλάβει ακόμη και το ερωτικό υπονοούμενο, δηλαδή την «ανάρμοστη» σκέψη. Πολύ δύσκολο να ορίσει κανείς τα όρια της «σεξουαλικής παρενόχλησης» («harassment») αλλά πολύ εύκολο να χάσει κάποιος τη δουλειά του για ένα αστείο. Την αστυνόμευση της έκφρασης και της συμπεριφοράς δεν καθορίζει τόσο η αρχική επιδίωξη ενός κινήματος όσο η άδηλη συνέχεια και η ανυπαρξία ορίων, ειδικά αφού στην πορεία το εναγκαλίζονται η συμπλεγματική συμπεριφορά, η μικρονοϊκότητα, η ιδιοτέλεια και η επιδίωξη αυτοπροβολής.

Εκεί όμως όπου ο Orwell επιβεβαιώνεται σίγουρα είναι όσον αφορά την αναθεώρηση της ιστορίας. Στην κοινωνία του «1984» «όλα τα αρχεία καταστρέφονται ή παραχαράσσονται, τα βιβλία ξαναγράφονται, οι πίνακες επιζωγραφίζονται, τα αγάλματα και οι δρόμοι μετονομάζονται, οι χρονολογίες αλλοιώνονται». Ζήσαμε πρόσφατα και συνεχίζουμε να ζούμε φραστικές και έμπρακτες παρεμβάσεις στην ιστορία, στο πλαίσιο των αντιδράσεων κατά της αστυνομικής βίας εναντίον των μαύρων πολιτών των ΗΠΑ. Ούτε σε αυτή την περίπτωση υπάρχουν όρια: για ορισμένους υποστηρικτές του κινήματος, οι περισσότεροι πρωταγωνιστές της ιστορίας είναι δυνάμει «ρατσιστές». Δυστυχώς, η αναθεώρηση της ιστορίας πραγματοποιείται ήδη αθόρυβα, εδώ και πολλά χρόνια, στη λογοτεχνία και την τέχνη, μέσω της αναδρομικής επιβολής της σημερινής κοινωνικής πραγματικότητας: βλέπουμε π.χ. μαύρους να πρωταγωνιστούν ισότιμα με τους λευκούς σε εποχές όπου αυτό ήταν αδιανόητο (και δεν εννοώ τον Οθέλλο).

Η έκκληση που απηύθυναν οι «153» υπέρ του πλουραλισμού στην έκφραση με βρίσκει λοιπόν απολύτως σύμφωνο. Ειδικά στις ΗΠΑ η δυσανάλογη «προστασία» των μειονοτήτων έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, μία από τις οποίες είναι η όχι σπάνια στελέχωση των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων με κύριο κριτήριο όχι την αξιοκρατία αλλά το φύλο, το χρώμα του δέρματος και τη σεξουαλική κλίση των υποψηφίων. Κατά ειρωνική σύμπτωση τη χώρα-λίκνο της πολιτικής ορθότητας κυβερνά σήμερα ένας πρόεδρος που ποδοπατά βάναυσα, λόγω και συχνά έργω, κάθε ατομικό και συλλογικό δικαίωμα και ελευθερία.

Ο Μιχαήλ Πασχάλης είναι ομότιμος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

Είτε είναι αχρείαστη, είτε επικίνδυνη

Του Γιώργου Καραβοκύρη

Στην πλούσια συζήτηση για τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης τα επιχειρήματα σπανίως είναι καθαρά νομικά. Αντιθέτως, εισχωρούν οι ηθικοπολιτικές μας παραστάσεις και θολώνει η διάκριση ανάμεσα στο επιτρεπτό και το παράνομο. Ετσι, η θεωρία και η νομολογία της ελευθερίας της έκφρασης συχνά παρασύρονται στη ρητορική της ηθικής ή της ορθής θέσης, αντί να εστιάσουν στην προσβολή ή τη βλάβη που προκαλεί ο λόγος.

Το παράδειγμα της «πολιτικής ορθότητας» είναι χαρακτηριστικό: με αυτόν τον ευρύτατο όρο αντιλαμβανόμαστε κυρίως τις συμπεριφορές και εκφράσεις που υποτιμούν ή αποκλείουν και εν γένει θίγουν, με έμφαση στα ταυτοτικά τους χαρακτηριστικά, κοινωνικές ομάδες που υφίστανται διακρίσεις. Πρόκειται για μια σειρά από ενεργήματα που κρίνουμε ότι δεν πρέπει να λέγονται γιατί είναι αντικειμενικώς ψευδή ή προσβλητικά και βρίσκονται εκτός του «ορθού λόγου». Η αντικειμενική αξιολόγηση των επίμαχων προτάσεων, που υπερβαίνει το πλαίσιο εκφοράς τους (π.χ. αν πρόκειται για μια πολιτική δήλωση ή ένα έργο τέχνης ή μια αποστροφή λόγου χάρη) αλλά και τον ίδιο τον φορέα τους (εφόσον ο καθένας από μας, ανεξαρτήτως θέσης και ιδιότητας, μπορεί, για οποιονδήποτε λόγο, να εκφραστεί ανάρμοστα), αξιώνει την προστασία των αδυνάτων της δημόσιας σφαίρας. Από την άλλη, όμως, ισοπεδώνει την πραγματολογική σημασία και αξία του λόγου. Δεν μπορεί ο αυστηρός κανόνας του ήθους και της αλήθειας της πολιτικής ορθότητας να ξεχωρίσει «το αστείο» ή τον σαρκασμό ή την καλοπροαίρετη πρόκληση, να ανεχθεί το ζιζάνιο του ανορθολογισμού που δοκιμάζει τις αισθητικές και ηθικές μας αντοχές και υπηρετεί, έστω αντιδραστικά, την κοινότητα του λόγου. Με την επίκληση της ισότητας, η πολιτική ορθότητα εξωραΐζει την αντι-διαλογική φύση της, καθώς επιχειρεί να εξαφανίσει κάθε «ενοχλητική» επιτέλεση και «διαφορά» του λόγου. Είναι δηλαδή ακόμη μια θεωρία κατά της εξουσίασης και της εργαλειοποίησης που κρύβει μοιραία τον δικό της μηχανισμό επιβολής, την αστυνόμευση της αποκλίνουσας άποψης.

Η ελευθερία του λόγου δεν (μπορεί να) είναι απεριόριστη: ακόμα και στις ΗΠΑ της ιερής 1ης τροποποίησης κανείς δεν μπορεί να φωνάξει «φωτιά!» σε γεμάτο θέατρο, μόνο και μόνο για να προκαλέσει τον πανικό. Στην Ευρώπη, το νομικό μας οπλοστάσιο διαθέτει μια σειρά από ισχυρές ρυθμίσεις: την προστασία της αξίας του ανθρώπου, τη συσχέτιση λόγου και πράξης, την αντι-ρατσιστική νομοθεσία. Η ερμηνεία τους από τα δικαστήρια πρέπει να είναι στενή, ώστε να μην ενεργοποιηθεί το «πάγωμα» του λόγου (chilling effect) και να μην εκνομικεύεται η δημόσια σφαίρα. Αυτό, ωστόσο, φαίνεται να πετυχαίνει η πολιτική ορθότητα: ενισχύει τον πατερναλισμό του (κυρίαρχου) ερμηνευτή του λόγου και τη νομική καταστολή, ενώ υπονομεύει, ως κώδικας άμεμπτης διαγωγής, την ελεύθερη, στο πεδίο της κοινωνικής ηθικής, έκφραση και επικοινωνία μας. Με δυο λέξεις, είναι είτε αχρείαστη, είτε επικίνδυνη.

Ο Γιώργος Καραβοκύρης είναι επίκουρος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νομικής ΑΠΘ