Η πιο πρόσφατη παρουσία των Active Member ήταν στο Δίστομο, στην επέτειο του Ολοκαυτώματος του χωριού από τους ναζιστές. Εκεί η εικόνα του Μιχάλη Μυτακίδη (BD Foxmoor) να δακρύζει την ώρα που διαβάζονταν τελετουργικά τα ονόματα των νεαρών θυμάτων της θηριωδίας ήταν μια δυνατή στιγμή. Μια στιγμή αντίστιξης θα έλεγε κάποιος βλέποντας το γνωστότερο συγκρότημα low bap στην Ελλάδα να ανακατεύει τις μουσικές και τα λόγια του με μια δυνατή εικόνα μνήμης – που διοργάνωσε το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα. Μια στιγμή αυτονόητη θα έλεγε κάποιος που ξέρει λίγο καλύτερα τον Μιχάλη, την κοινωνική του έγνοια, την πολιτική του στάση.

Τώρα, 28 χρόνια από την ίδρυση του συγκροτήματος, ο Μυτακίδης μας μιλάει για την εξέγερση στις ΗΠΑ με αφορμή τη δολοφονία του Φλόιντ. Ας μην ξεχνάμε πως και η αρχική ίδρυση του γκρουπ έγινε παράλληλα ή στον απόηχο μιας άλλης εξέγερσης της μαύρης κοινότητας, στο Λος Αντζελες το 1992. Μιας μιλάει για ποίηση, για τις συμπράξεις και σχέσεις του με τον Ξαρχάκο, ή τον Μάνο Ελευθερίου, το Πέραμα που εκείνος και η ομάδα του έθεσε στον χάρτη εκ νέου τη δεκαετία του ’90 όχι απλώς ως τόπο της εργατιάς αλλά και ως σημείο και αιτία να γραφτεί ποίηση και να δημιουργηθούν μια σειρά νέα γκρουπ.

Μιας μιλάει για τον κορωνοϊό, τη φαμίλια του, το στήριγμά του τη Γιολάντα. Ο Μυτακίδης είναι ένας βαθιά πολιτικός καλλιτέχνης μα και ένας δημιουργός που μπορεί με ευκολία να διυλίζει την εποχή, να μιλάει σκληρά για εκείνη αλλά και να στέκεται όρθιος στο μεγάλο στοίχημα του Ποιητικού Ρεαλισμού (και όχι της συναισθηματικής διάρροιας). Κουβαλώντας το Πέραμα, τις πιο φωτεινές παραδόσεις των ΗΠΑ, το λαϊκό του Περάματος (και όχι το νεολαϊκό), την ποίηση του Ελευθερίου, του Λυκιαρδόπουλου, του Σαίξπηρ.

Είδα όλη την παράστασή σας στο Μαυσωλείο στο Δίστομο με αφορμή τη μαύρη επέτειο του Ολοκαυτώματος που έκαναν οι ναζιστές. Κρατώ μια φράση σας. Αυτά που σκαλίζετε έχουν ξεπεραστεί; Ποιος το λέει αυτό και θέλω να μας πείτε αν ισχύει…

Οι ευνοημένοι του χρόνου, οι βλάκες. Μόνο αυτοί μπορεί να πλατσουρίζουν στα λασποτόπια της μνήμης και να αφήνουν «αλήθειες» νάρκες για τους ασώπαστους. Εδώ θα ήθελα να συνεχίσω με στίχους μου από το πρότζεκτ «Εδώ είναι Δίστομο»:

Η λήθη, βλέπεις, ακριβοθρέφει τα σφαχτάρια

και διαολοστέλνει τους απόκοτους όπως τα γιαλοπούλια.

Διώχνει απ’ του πλάτανου τον ίσκιο τα ψυχάρια

κι ασβεστώνει τα ματωμένα της πεζούλια.

Κάθε φορά ντρέπομαι και πιο πολύ, σε κάθε φτυάρισμα

φέρνω επάνω όλο και κάτι κρυμμένο κι αθησαύριστο.

Ολο και κάποιο άθυμο των δίβουλων μαγάρισμα.

Σε κάποιο αβύζαχτο λεχούδι, σε κάποιο όνειρο αφορμάριστο.

Γιατί να με βαραίνει κι εμένα αυτή η εκκρεμότητα;

Να μάθω ήθελα, και θύελλες αντίκρισα.

Ξέρασα πάνω σ’ αυτά που τιμήθηκαν με κάθε λαμπρότητα

κι όσα είχα ανάγκη, μέσα μου με κόπο τα συγύρισα.

Κι έχει τόσο θόρυβο γύρω, ακόμα πνίγονται οι ψίθυροι

κι η αλήθεια χάνει τη χρησιμότητά της.

Μπροστά στης Ιστορίας την εκκλησιά την τρίθυρη

παραμένω απροσκύνητος στην αγιότητά της.

Να μάθω ήθελα, και θύελλες αντίκρισα.

Κι όσα είχα ανάγκη, μέσα μου με κόπο τα συγύρισα.

Είδα επίσης πως δακρύσατε κατά τη διάρκεια της παράστασης-συναυλίας σας όταν διαβάστηκαν τα ονόματα των θυμάτων παιδιών. Τι αισθήματα σας γέννησε ο χώρος και γιατί επιλέξατε να πάτε εκεί; Αν θέλετε μας λέτε αν θα έχει και συνέχεια σε άλλες μαρτυρικές από τους ναζιστές πόλεις και χωριά…

Ημασταν ήδη με βαλαντωμένη την ψυχή μας από τότε που ξεκίνησε αυτό το βάθεμα. Είχαμε κανονίσει να γίνει θεατρική παράσταση με μας επί σκηνής και τα παιδιά από το θεατρικό εργαστήρι Διστόμου «Θεατροφρένεια». Με όλα όμως τα γνωστά γεγονότα δεν καταφέραμε να το οργανώσουμε για μέσα στο καλοκαίρι αλλά θα βρούμε χρόνο να το κάνουμε. Θέλουμε να το ταξιδέψουμε σε κάθε μαρτυρική πόλη της Ευρώπης.

Τάσσεστε και με το αίτημα των γερμανικών οφειλών που χρόνια διεκδικεί το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα;

Για μένα οι αποζημιώσεις δεν σημαίνουν κάτι εκτός από την αποδοχή του εγκλήματος. Θα ήθελα όμως να δοθούν και με το παραπάνω γιατί ξέρω ότι το οικονομικό σημαίνει πολλά στην εταιρεία που λέγεται Γερμανία.

Τελικά έχουμε κίνδυνο εκ νέου να ξαναζήσουμε κάτι τόσο εφιαλτικό; Μια αναγέννηση του ναζισμού ή του φασισμού;

Μα το ζούμε εδώ και δυο δεκαετίες τουλάχιστον με άλλη φυσιολογικά πρακτική, με άλλον τρόπο, με άλλη σημειολογία. Κάποτε, το 2001 είχα γράψει ένα τραγούδι που λέγεται «Καλά κρασιά». Τότε πάλι κάποιοι μου έλεγαν τι θέλω και τα σκαλίζω όλα αυτά, έχουν τελειώσει, τα ‘χει ξεπεράσει η ανθρωπότητα.

Oλες αυτές τις ημέρες της εξέγερσης στις ΗΠΑ για τη δολoφονία του Τζορτζ Φλόιντ, μου έρχεστε στον νου. Σκέφτομαι πως σκάσατε μύτη τότε, περίπου παράλληλα με την εξέγερση στο LA το 1992. Και πως τώρα, είστε πια 25 χρόνια στην ποίηση και τη μουσική, πατέρας, 50άρης. Τι μας διδάσκει ο ξεσηκωμός στις ΗΠΑ;

Η ασταμάτητη βία στους δρόμους όλα αυτά τα χρόνια με κορύφωση τα χρόνια του «μαύρου» Ομπάμα, μας διδάσκει πολλά. Η συγκεκριμένη εξέγερση όπως λέτε δεν μου λέει και πολλά. Ξέρουμε όλοι, αλλά δεν τo αναφέρουμε όλοι, ποιοι είναι οι χρηματοδότες πίσω από το «black lives matter». Ξέρουμε ότι εργαλειοποιείται ξανά ένα έγκλημα για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους. Θα ήθελα να μου θυμίσετε πόσες εξεγέρσεις έγιναν στα χρόνια του μαύρου προέδρου. Φυσικά και τώρα με αυτόν τον σαλτιμπάγκο για πρόεδρο είναι πιο βολικό. Είμαι από αυτούς που λαχταρώ το τέλος της αυτοκρατορίας της Εσπερίας.

Τα εκεί φαινόμενα ρατσισμού, φυλετισμού, εμφιλοχωρούν και σε Ευρώπη και Ελλάδα ή εδώ έχουμε άλλες αντιστάσεις και άλλη κοινωνική συνοχή;

Αφήστε με να αφηγούμαι ότι δεν είμαστε σαν τα μούτρα τους. Οποιος έχει ζήσει εδώ έστω και λίγο (φτάνει να ‘χει ζήσει) έχει την ευχή του λιόπετρου και της λευτεριάς το χάδι.

Διανύουμε από την άλλη, τη μεγάλη συλλογική περιπέτεια της πανδημίας. Γράψατε και τραγούδι γι’ αυτό. Το «Ω Γλυκύ μου Εαρ». Υπάρχει μια άποψη από στοχαστές όπως ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν πως ο κορωνοϊός έχει και μια βιοπολιτική διάσταση, μια χειραγώγηση εκ μέρους της εξουσίας κατά των λαών με περιορισμούς κ.λπ. Τι λέτε;

Η αμηχανία που μας κυρίευσε για άλλη μια φορά από το χάος και την πολυπλοκότητα ήταν καθολική. Κανείς δεν ήξερε, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί, απ’ όλους όμως εργαλειοποιήθηκε. Ετσι μας απέδειξε για μια φορά ακόμα η ζωή πόσο κουτοί και λίγοι είμαστε. Από τους «σπουδαίους» επιστήμονες μέχρι τις τηλεκαφετζούδες όλοι αμήχανοι. Απειρες θεωρίες συνωμοσίας και πολλά πραγματικά που χανόντουσαν στα φανερά. Προφητείες, χρησμοί, στατιστικές και κραυγές από το νεκροπούλι κι όλα αυτά… Μέχρι την πρώτη προαύλιση, το πρώτο μπανάκι κι η πριγκίπισσα «Καυλάντα» επέστρεψε. «Τέτοιοι είναι» που έλεγε κι ο Χριστιανόπουλος.

Εσείς πώς περάσατε την καραντίνα;

Μ’ όλη τη φαμίλια στην αγαπημένη μας Ξηρονομή. Σκαρώνοντας τραγούδια συνέχεια, γράφοντας τον «Alivas», η Γιολάντα, το στήριγμα αυτής της φαμίλιας, έκλεβε λίγο χρόνο από τη φροντίδα της σε μας για κάνα παραμύθι. Αλλά όλα αυτά τα όμορφα σκεπασμένα από την ίδια σκιά που πλανιέται ακόμα από πάνω μας. Επίσης κάτι σημαντικό ήταν ότι κράτησα στενή επαφή με αγαπημένους και σπουδαίους ανθρώπους μόνο. Στην επόμενη καραντίνα θα τους ήθελα παρέα μου.

Εχουν περάσει πια δεκαετίες από τη σκηνή όπου και εσείς συμβάλατε ή μάλλον διαμορφώσατε πρωταγωνιστικά. Χιπ χοπ/Low Bap. Σήμερα πάντως κυριαρχεί ένα άλλο είδος, το trap. Πώς το βλέπετε; Εκδίκηση των φτωχών, πολιτικό τραγούδι ή κακή εκδοχή απεικόνισης κακού μοντέλου ζωής;

Δεν είμαι ειδικός. Από το Πέραμα φεύγω τον περισσότερο χρόνο γιατί δεν αντέχω τη βρώμα από τα λύματα στην Ψυττάλεια κάθε νοτιά. Ετσι νωρίς την έκανα μακριά από την μπόχα των κάλπηδων και παρατηρώ από τον βάλτο μου τους βράχους από ζάχαρη.

Τα τελευταία χρόνια, επίσης, μοιάζει να έχετε κάνει ένα άνοιγμα. Να συμπράττετε με άλλα είδη και δημιουργούς από άλλα είδη. Π.χ. Ξαρχάκο, αείμνηστο Μάνο Ελευθερίου, συχωρεμένο Στέλιο Βαμβακάρη κ.λπ. Τα κουβαλούσατε μέσα σας τα λαϊκά απ’ το Πέραμα ή τα ανακαλύψατε εκ των υστέρων; Τι κρατάτε από τον καθένα εξ αυτών των δημιουργών;

Μάλλον άνοιγμα έκαναν εκείνοι. Βρήκαν τρόπο να μας δουν και να μας μελετήσουν, κάτι που οι περισσότεροι αποφεύγουν. Εχω μεγαλώσει με λαϊκή μουσική και το λέω χωρίς να υποκλίνομαι στην έννοια «λαός». Έχω πρόσωπα κι αφηγήσεις χαραγμένες στη μνήμη μου. Κάποιες απ’ αυτές μ’ έφεραν στο τώρα. Οταν αναγνωρίζεται ο τρόπος σου από τους σπουδαίους έχεις ξεκινήσει ήδη έναν αιώνιο διάλογο που άσχετοι εκεί δεν χωρούν.

Στο Πέραμα, ο Πάνος Κουτρουμπούσης κάποτε κατέγραψε περίφημες εικόνες από λαϊκά κέντρα, στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Ναύτες, μπουζούκια, κέντρο του Αλογάκου, γυναίκες. Αναρωτιέμαι αν τον απόηχο τον έχετε ως εμπειρία και αν όλο αυτό το κλίμα έπαιξε ρόλο στην τέχνη σας.

Σίγουρα με έχει σημαδέψει ο «τόπος της φυγής» όπως λέω από το ’90 τουλάχιστον το Πέραμα. Ομως θα μοιραστώ μαζί σας μια κουβέντα του πατέρα μου, του μαστρο-Σωτήρη του καραβομαραγκού. Μου είπε λίγες εβδομάδες πριν πεθάνει, άρρωστος ήδη κι έχοντας επιλέξει να πεθάνει στο πατρικό του, όπως έτυχε να φύγουν κι οι γονείς του (εδώ να αναφέρω ότι τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής του τα πέρασε ως αυτοεξορία στην κοντινή όμως Αίγινα και μάλιστα από σημείο που στο βάθος απέναντι φαινόταν το Πέραμα). Μου είπε λοιπόν τότε ότι ποτέ δεν ταυτίστηκε με την αναφορά των προηγούμενων προσφύγων για τις χαμένες πατρίδες. Γι’ αυτόν χαμένη πατρίδα ήταν το Πέραμα και πονούσε πολύ.

Σήμερα πώς είναι το Πέραμα;

Είναι πια εκείνο το μικρό μέρος που φαίνεται ίσα ίσα (ανάμεσα από δυο κυπαρίσσια) από τον τάφο του πατέρα μου στη Σουβάλα.

Γιατί στο Δίστομο είπατε πως δεν έχετε πατρίδα και πως θα θέλατε να είχατε;

Είμαι από προσφυγική οικογένεια. Οι «αυτόχθονες» μας έλεγαν μέχρι και στα χρόνια μου Τουρκόσπορους. Παρ’ όλα αυτά ένιωθα τρομερή οικειότητα με τα λόγια του Ρήγα, του Σολωμού, του Παπαδιαμάντη κι άλλων πολλών. Πάντα ήθελα να νιώθω ότι έχω απάγκειο. Δεν τα κατάφερα όμως όσο καλή θέληση και να ‘χα. Ζηλεύω αυτούς που έχουν πατρίδα. Αυτούς που αγωνίζονται για τον τόπο τους. Ολοι οι ήρωές μου είχαν τόπο, ή βρήκαν τόπο. Από τον Βίκτωρα Ουγκό και την εξορία του στο Γκέρνσεϊ μέχρι και τον Μάνο Ελευθερίου και τις περιγραφές του για τη Σύρο. Ακόμα και τα λόγια στη Λαμία του Αρη για τις πεζούλες αυτές. Δεν υπήρξα ποτέ Διεθνιστής γιατί πολύ απλά δεν είχα την τύχη να υπάρξω πριν Εθνικός. Πιστεύω ότι γύρω απ’ όλα αυτά υπήρξε η μεγαλύτερη παρεξήγηση ως τώρα στην ανθρωπότητα. «Η γενιά των αποήχων», όπως λέει κι ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, έβαλε για τα καλά το χεράκι της. Αυτή λοιπόν η συνθήκη κράτησής μου με οδήγησε να γράψω μια ιστορία με τίτλο «Alivas» και να σχηματίσω έναν τόπο όπου βασικό ιδανικό παραμένει η επιλογή. Αν είναι αυτό το έργο ζωής μου, θα ικέτευα τη ζωή να προλάβω να πιω μια τζούρα.

Σας λέω ένα όνομα και μου λέτε ό,τι θέλετε: Σαίξπηρ. Αληθεύει πως τον μελετάτε;

Ηταν ένας από τους ήρωές μου στη ραψωδία «Armarima» που βγήκε πριν από λίγα χρόνια από το «Εντευκτήριο» και πήγε άκλαφτη όπως τα περισσότερα που φτιάχνω και θέλω να τα μοιράζομαι πάνω στη βιάση μου. Απλά αυτό είμαι. Πάντα η βιάση μου διάλεγε για μένα. Καλή ζωή.