Το φετινό Πάσχα είναι το πιο παράξενο εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες. Είναι μια γιορτή που δεν επηρεάζεται περίπου από τίποτα: ούτε από τα πολιτικά δράματα, ούτε από πτωχεύσεις, ούτε από διεθνείς εξελίξεις. Οι εορτασμοί του Πάσχα άντεξαν σε εκτροπές, σε χούντες, σε απειλές εξόδου από το ευρώ, σε capital controls, εν μέρει άντεξαν ακόμα και σε πολέμους. Δεν άντεξαν στην Κατοχή – γιατί και με τι να γιορτάσεις στην Κατοχή; Και, τώρα, δεν άντεξαν στην πανδημία. Οχι ότι αυτό πρέπει να οδηγήσει σε ένα γελοίο συμπέρασμα ότι συγκρίνονται τα δύο, ούτε κατά διάνοια. Δείχνει απλώς το μέγεθος του προβλήματος. Και, μάλιστα, δείχνει απλώς το μέγεθος μέχρι σήμερα. Για το μετά δεν λέει τίποτα.

Ομως, το μετά, θα είναι πολύ πιο δύσκολο από το τώρα: γιατί εκεί θα φανεί η ζημιά που έχει επέλθει από τα αναγκαστικά μέτρα περιορισμού που έπρεπε να παρθούν καθώς άλλη λύση δεν υπήρχε. Από τα δύο δεινά επελέγη, ορθώς, το μικρότερο: και αυτό είναι η βλάβη στην οικονομία. Το άλλο, θα ήταν μαζικοί θάνατοι και, εν τέλει, και βλάβη στην οικονομία και στην κοινωνία μακράν σοβαρότερη από αυτή που έχουμε σήμερα μπροστά μας. Οπότε, ας μείνει στην άκρη η εντελώς ανεύθυνη, επιπόλαιη, εν τέλει ανάξια λόγου, κριτική για το αν έπρεπε ή όχι να επιβληθούν οι περιορισμοί. Αφού αδυνατούν να δουν τη μεγάλη εικόνα, ας σκεφτούν αυτοί που το λένε ότι χωρίς τα μέτρα οι ίδιοι και οι δικοί τους μπορεί να έχαναν τις ζωές τους χωρίς λόγο.

Η ουσία είναι ότι φέτος η Ανάσταση αργεί. Στις εκκλησίες, έστω και χωρίς κόσμο (ευτυχώς έβαλαν έστω και αργά μυαλό οι διαφωνούντες και δεν θα τις μετατρέψουν σε εργοστάσια παραγωγής νεκρών) η Ανάσταση θα γίνει στην ώρα της. Ομως στην οικονομία και στην κοινωνία θα αργήσει πολύ. Η ζημιά που έχει ήδη γίνει και εκείνη που επίκειται, είναι τεράστια.

Πρώτα απ’ όλα, μία σειρά από δραστηριότητες πυλώνες της ελληνικής οικονομίας θα δεχθούν πλήγμα απίστευτης ισχύος. Ο τουρισμός είναι φυσικά το πρώτο μεγάλο θύμα. Και τουρισμός δεν σημαίνει μόνον αφίξεις: σημαίνει οτιδήποτε γεννά εισόδημα και δραστηριότητα γύρω από αυτές τις αφίξεις.

Η επίδραση του κλονισμού του θα απλωθεί πολύ πέρα από τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται και τους εργαζομένους που απασχολούνται σε αυτόν με τη στενή έννοια. Θα διαπεράσει όλους τους κλάδους που τον τροφοδοτούν με οτιδήποτε. Η ελπίδα όλων είναι τώρα να σωθεί, όπως όπως, ο Αύγουστος – οι προηγούμενοι μήνες θεωρούνται ήδη χαμένοι.

Πλήθος θα είναι όμως και οι άλλες επιπτώσεις: παραγωγή, μεταφορές, εξαγωγές, υπηρεσίες, αγοραπωλησίες, ό,τι μπορεί και δεν μπορεί να φανταστεί κανείς θίγεται άμεσα ή έμμεσα. Και όλα θα καταλήξουν στην αγορά εργασίας και σε δραματική συρρίκνωση του ΑΕΠ, που θα προστεθεί σε εκείνη της πτώχευσης.

Ταυτόχρονα, λείπουν οι απαραίτητοι πόροι για την ανάταξη της καταστροφής. Το αποτέλεσμα είναι ότι όταν θα φτάσουμε στη στιγμή να μπούμε στη νέα περίοδο, από τον Σεπτέμβριο, η ύφεση θα είναι σε νούμερα που σήμερα δεν μπορεί να υπολογιστούν. Αρα η χώρα, που είναι πάντοτε σε πρόγραμμα διεθνούς εποπτείας, θα βρεθεί να σχεδιάζει προϋπολογισμό με όρους που δεν θα έχουν καμία σχέση με τα δεδομένα πριν από την πανδημία. Και, όλα αυτά, με την ελπίδα ότι μέχρι τότε θα υπάρξει κάποιο είδος φαρμακευτικής αντιμετώπισης για τον ιό αλλά και ότι το δεδομένο επόμενο φθινοπωρινό κύμα του, θα είναι, για κάποιο λόγο, πιο ασθενές.

Αυτή είναι η πραγματικότητα. Και απαιτεί ατσάλινες αντοχές, ισχυρότερες και από εκείνες της πτώχευσης.