Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει μια μακρά παράδοση συμβιβασμών, που συνήθως έρχονται με σημαντική καθυστέρηση. Το άλλο χαρακτηριστικό αυτών των συμβιβασμών είναι ότι συνήθως ισοδυναμούν με αναβολή της ουσιαστικής αναμέτρησης με το πρόβλημα.

Σε ένα ιδιότυπο σύστημα αποφάσεων όπου ήδη από την εποχή του Προέδρου Ντε Γκωλ θεωρείται δεδομένο ότι κανείς πρέπει να ξεκινάει από την άρνηση, είναι συχνό το φαινόμενο να παρουσιάζεται ως πετυχημένος συμβιβασμός αυτό που στην πραγματικότητα ήταν ήδη εφικτό και το οποίο μπορούσε ούτως ή άλλως να δρομολογηθεί. Και βέβαια την ίδια στιγμή να αναβάλλεται για το μέλλον η συζήτηση πάνω σε αυτό που είναι το πραγματικά επίδικο.

Στην περίπτωση της συνεδρίασης του Eurogroup στις 9 Απριλίου το ζήτημα δεν ήταν η ενεργοποίηση των συγκεκριμένων εργαλείων, που ανήκαν στο ισχύον οπλοστάσιο της ΕΕ, αλλά το εάν και με ποιο τρόπο θα συνέβαλε η ΕΕ στην χρηματοδοτική κάλυψη της τεράστιας υποχώρησης της οικονομικής

δραστηριότητας, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος η υγειονομική κρίση να γίνει οικονομική και τελικά κοινωνική κρίση.

Τα όρια του συμβιβασμού

Σε αυτό το φόντο, το βασικό «ξεμπλοκάρισμα» στο Eurogroup της 9ης Απριλίου ήταν η απόφαση να μην υπάρχουν όροι στις πιστωτικές γραμμές, ύψους μέχρι 2% του ΑΕΠ, που θα μπορούσαν οι χώρες να πάρουν από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.

Ο μόνος όρος που συναποφασίστηκε ήταν αυτός ο δανεισμός να χρησιμοποιηθεί μόνο για την αντιμετώπιση της ίδιας της υγειονομικής κρίσης και όχι ως ένας γενικός δανεισμός. Αντίθετα, δεν θα τεθούν άλλοι όροι, δηλαδή οι δανεισμοί αυτοί δεν θα συνοδεύονται από κάποιου είδους «μνημόνιο», παρότι αυτό ήταν μέσα στη λογική του μηχανισμού.

Η απόφαση αυτή διευκολύνει σημαντικές χώρες να πάρουν αυτά τα χρήματα και να στηρίξουν άμεσα τα συστήματα υγείας τους και να καλύψουν επείγουσες ανάγκες σχετιζόμενες με την πανδημία με σχετικά χαμηλό κόστος δανεισμού.

Αυτό το πακέτο μπορεί να φτάσει έως και τα 240 δισεκατομμύρια ευρώ και πάνω σε αυτό ήταν ο βασικός συμβιβασμός αφού υποχώρησαν οι βόρειες χώρες και δεν έθεσαν παραπάνω όρους.

Το δεύτερο μέτρο, στο οποίο ούτως ή άλλως υπήρχε συμφωνία εξαρχής, ήταν να δοθούν δάνεια ύψους 200 δισεκατομμυρίων σε επιχειρήσεις από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μέσα από την παροχή των σχετικών εγγυήσεων.

Και το τρίτο, στο οποίο υπήρχε επίσης μια αρχική συμφωνία αφορούσε 100 δισεκατομμύρια ευρώ για την επιδότηση θέσεων εργασίας, με επίκληση του άρθρου 122 της Συνθήκης της Ένωσης, που επιτρέπει τέτοιες μορφές ενίσχυσης. Και εδώ η μορφή του σχεδίου, που ήταν πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπή και έχει το όνομα SURE (Support to mitigate Unemployment Risk in an Emergency) θα είναι δάνεια της ΕΕ προς τα κράτη μέλη με ευνοϊκούς όρους.

Σε όλα προστίθεται και το πακέτο μέτρων της ΕΚΤ, ουσιαστικά μια μεγάλη επέκταση των μέτρων «ποσοτικής χαλάρωσης» που για φέτος θα ξεπεράσει το ένα τρισεκατομμύριο ευρώ, μέτρο που θα προσφέρει σημαντική ρευστότητα αλλά δεν καλύπτει καθαυτό το πραγματικό κενό χρηματοδότησης της οικονομίας.

Μέτρα που δεν επαρκούν

Το μέγεθος των μέτρων που ελήφθησαν είναι σημαντικό και είναι βέβαιο ότι οι κυβερνήσεις θα προσπαθήσουν να παρουσιάσουν τον συμβιβασμό ως επιτυχία, κάτι που φάνηκε και στις πρώτες αντιδράσεις των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.

Βέβαια κοινή παραδοχή είναι ότι τα μέτρα αυτά δεν επαρκούν. Η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ανέφερε ότι οι προβλέψεις αυτή τη στιγμή για την ύφεση στην ΕΕ για το 2020 αγγίζουν το -10%, κάτι που συνιστά τη μεγαλύτερη ίσως συρρίκνωση από την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό σημαίνει ότι κατά την εκτίμηση της ΕΚΤ οι πραγματικές χρηματοδοτικές ανάγκες για το 2020 και το 2021 αγγίζουν τα 2,5 τρισεκατομμύρια ευρώ (1,5 τρισ. το 2020 και άλλο 1 τρισ. το 2021).

Ο λόγος είναι ότι όπως έχει φανεί και σε άλλες χώρες χωρίς μεγάλη κρατική δαπάνη που ουσιαστικά να υποκαθιστά την απώλεια οικονομικής δραστηριότητας, να καλύπτει μισθούς και εισοδήματα και να αποτρέπει τον κίνδυνο το τωρινό «πάγωμα» της οικονομικής δραστηριότητας να αποτελέσει καταλύτης για μεγάλο κύμα καταστροφής επιχειρήσεων, η πανδημία θα αφήσει πίσω της μια κοινωνική κρίση χωρίς προηγούμενο. Και αυτό επιτείνεται από το ότι δεν γνωρίζουμε ακόμη την τελική της διάρκεια, ούτε το εάν θα υπάρξει και «δεύτερο κύμα».

Δημιουργική ασάφεια και βαθιά ρήγματα για τα παραπέρα μέτρα και τα ευρωομόλογα

Το ανακοινωθέν έχει και μια αναφορά σε ένα «ταμείο ανασυγκρότησης» (recovery fund), όμως η διατύπωσή της αποτελεί μνημείο δημιουργικής ασάφειας, εφόσον η μορφή του και οι όροι που θα το διέπουν παραπέμπονται ουσιαστικά στο μέλλον, όπως και το κυριότερο, δηλαδή οι τρόποι χρηματοδότησης.

Μόνο που αυτό είναι το πρόβλημα. Με τα χαρακτηριστικά που έχει η αρχιτεκτονική της ΕΕ και της Ευρωζώνης, εάν τα κράτη αφεθούν απλώς να καλύψουν όλες τις τεράστιες επιπλέον των μέτρων χρηματοδοτικές ανάγκες με ακόμη μεγαλύτερο δανεισμό, κινδυνεύουν να βρεθούν σε μια πολύ δύσκολη συνθήκη υπερχρέωσης, ιδίως κράτη όπως η Ιταλία ή η Ισπανία που αυτή τη στιγμή έχουν υψηλούς δείκτες χρέους / ΑΕΠ.

Επιπλέον, τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης δεν έχουν καταστατικά τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν εργαλεία όπως ο απευθείας δανεισμός από την Κεντρική Τράπεζα (αυτό που κάποιες φορές παρουσιάζεται ως «τύπωμα χρήματος»), όπως π.χ. ετοιμάζεται να κάνει η βρετανική κυβέρνηση.

Σε αυτό ακριβώς στηρίζονται όσοι επιμένουν στην ανάγκη κοινών εργαλείων χρέους, που θα επέτρεπαν στα κράτη μέλη να έχουν χρηματοδότηση με χαμηλότερο κόστος δανεισμού και χωρίς τον ορίζοντα της υπερχρέωσης. Όμως, σε αυτό αντιδρούν οι χώρες του Βορρά που αρνούνται κάθε εκδοχή «αμοιβαιοποίησης του κινδύνου» και αρνούνται πεισματικά τη συζήτηση για τα «κορονα-ομόλογα».

Μόνο που με αυτό τον τρόπο, παρατείνεται ένα ιδιότυπο αδιέξοδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όσο παρατείνεται η υγειονομική κρίση και μεγαλώνει και το μέγεθος της επερχόμενης συνολικής ύφεσης, τόσο περισσότερο τα κράτη θα έχουν ανάγκη να βρουν χρηματοδοτικά εργαλεία για να αποτρέψουν μια καταστροφή που θα αφήσει πληγές που μόνο παροδικές δεν θα είναι.

Όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αναδεικνύεται στο μηχανισμό που μπορεί να συμβάλει στην αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης πραγματικά και μένει σε συμβιβαστικά ημίμετρα, την ώρα που απαιτεί μεσοπρόθεσμα δημοσιονομική πειθαρχία ανταγωνιστική προς το ξεπέρασμα της κρίσης, τόσο περισσότερο το ενδεχόμενο μικρότερων ή μεγαλύτερων ρήξεων μέσα στην ΕΕ θα αυξάνει, καθώς οι κυβερνήσεις θα βρίσκονται αντιμέτωπες με την ανάγκη να λάβουν μέτρα. Και αυτό μπορεί να σημαίνει μια συνολικότερη και βαθύτερη στροφή σε «εθνικές» λύσεις.