Η Ευρώπη χρειάζεται «υπερεθνική συνείδηση» με βάση τη συλλογική ταυτότητά μας ως Ευρωπαίων, η οποία βασίζεται στον κοινό ευρωπαϊκό πολιτισμό, και εδώ η Ελλάδα, τόσο η αρχαία όσο και η νεότερη, μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο, λέει ο Ρόντρικ Μπίτον, κάτοχος επί τρεις δεκαετίες της Εδρας Κοραή στο King’s College του Λονδίνου. Ο διακεκριμένος, ομότιμος πλέον καθηγητής της Νεοελληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας, μίλησε στα «ΝΕΑ» εν όψει της συμμετοχής του στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών στις αρχές Μαρτίου. Ο βρετανός φιλέλληνας είναι μέλος στην επιτροπή Ελλάδα 2021, αρμόδια για τους εορτασμούς για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. «Η επέτειος αποτελεί ευκαιρία για την επανεκτίμηση του παρελθόντος, όπως και για την αναθεώρηση των προτεραιοτήτων για το μέλλον. Ελπίζω ότι από τον «εορτασμό» των επιτευγμάτων της Ελλάδας τα τελευταία 200 χρόνια θα προκύψει μια γενικότερη αναμέτρηση με την παραδομένη εθνική αφήγηση» δηλώνει.

Η Ευρώπη διανύει μια εποχή-ορόσημο, θα μπορούσε κανείς να πει, με την αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας. Εσείς ως ακαδημαϊκός, και μάλιστα με αντικείμενο μελέτης που αφορά μια άλλη χώρα, την Ελλάδα, πώς βιώνετε τις εξελίξεις αυτές;

Οδυνηρά! Η Ελλάδα και η Μεγάλη Βρετανία είναι δύο χώρες όπου παλιά μιλούσαν για την «Ευρώπη» ως μια χωριστή οντότητα, «εμείς και οι Ευρωπαίοι», «θα κάνουμε τις διακοπές μας στην Ευρώπη» κ.λπ. Τώρα, στην Ελλάδα, απ’ ότι κατάλαβα, δεν χωράει πια αμφιβολία ότι οι Ελληνες είναι Ευρωπαίοι. Ενώ στην Αγγλία έγινε ακριβώς το αντίθετο. Αψηφώντας τα βασικά στοιχεία τόσο της ιστορίας μας όσο και της γεωγραφίας, οι θιασώτες του Brexit είναι άνθρωποι φαντασμένοι που βαστιούνται από την ιδέα της απόλυτης ιδιαιτερότητας της Αγγλίας, και εδώ μιλάμε για «Αγγλία» κυριολεκτικά, γιατί στη Σκωτία και στη Βόρεια Ιρλανδία σκέφτονται διαφορετικά.

Εσείς οι Ελληνες έχετε πράγματι υποφέρει από τα λάθη και την αδιαλλαξία της ΕΕ, ενώ η Αγγλία τη γλίτωσε. Σε μας τη «λιτότητα» του 2010-2018 την επέβαλε η δική μας κυβέρνηση, με δική της θέληση, όχι οι τραπεζίτες ή οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών. Αλλά στη λαϊκιστική συνείδηση κάποιος πάντοτε πρέπει να φταίξει, και έτσι βρέθηκε η ΕΕ ως η αιτία όλων των δεινών. Και έτσι φεύγουμε. Αλλά προς τι; Τι θα σημαίνει στο μέλλον μια Αγγλία μόνη της στον κόσμο, ενώ οι νέες Μεγάλες Δυνάμεις είναι η Ευρώπη, η Κίνα, η Αμερική;

Πώς θα μπορούσε η Ευρώπη να γίνει πιο ελκυστική στους πολίτες; Ως φαίνεται, η οικονομία δεν αρκεί πλέον ως στοιχείο συνένωσης.

Χρειάζεται μια «υπερεθνική» συνείδηση, δηλ. κάτι αντίστοιχο με την παραδοσιακή εθνική συνείδηση, αλλά με βάση τη συλλογική ταυτότητά μας ως Ευρωπαίων. Γιατί να μην υπάρξει αυτό; Αλλά φαινομενικά λίγοι αισθάνονται έτσι, προς το παρόν, τουλάχιστον. Εκ των υστέρων φαίνεται ότι λάθος έκαναν οι πρωτεργάτες της ΕΕ όταν εστίασαν την προσοχή τους, και όλων μας, στη νομισματική ένωση, προφανώς με την ελπίδα ότι από κει θα προκύψει σιγά-σιγά η πολιτισμική και η πολιτική. Αφού η πολιτική ταυτότητα (identity politics) είναι παντού πανίσχυρη, χρειάζεται και γρήγορα να διαμορφωθεί μια ταυτότητα ευρωπαϊκή, ώστε να την ενστερνιστούν και να την υπερασπίζονται οι πολίτες. Αλλά μήπως είναι αργά για κάτι τέτοιο;

Μήπως η λύση βρίσκεται στον πολιτισμό; Τι ρόλο θα μπορούσαν να παίξουν η Ελλάδα και ο πολιτισμός της;

Βέβαια. Η συνείδηση που σας λέω λογικά βασίζεται στον πολιτισμό. Και ήδη πιο εύκολα μιλάμε για «ευρωπαϊκό πολιτισμό», με την έννοια ότι όλοι συμμετέχουμε, παρά για ενιαία πολιτική. Αρα, καλό θα είναι να ξεκινήσουν από κει, άρα και από την Ελλάδα, αρχαία αλλά και, επιμένω, τη νεότερη.

Είστε στην επιτροπή για τους εορτασμούς για τα 200 χρόνια από το 1821. Ποια θεωρείτε μπορεί να είναι η πιο ενδεδειγμένη προσέγγιση της επετείου αυτής στην εποχή μας;

Η επέτειος αποτελεί ευκαιρία για την επανεκτίμηση του παρελθόντος, όπως και για την αναθεώρηση των προτεραιοτήτων για το μέλλον. Ελπίζω ότι από τον «εορτασμό» των επιτευγμάτων της Ελλάδας τα τελευταία 200 χρόνια θα προκύψει μια γενικότερη αναμέτρηση με την παραδομένη εθνική αφήγηση. Φέρνω για παράδειγμα την επιμονή στην αρχαιότητα. Ναι μεν δεν θα υπήρχε νεότερη Ελλάδα αν δεν προϋπήρχε η αρχαία, ναι μεν ο Παρθενώνας και ο Πλάτων είναι σύμβολα για όλη την Ευρώπη, και μάλιστα για όλη την ανθρωπότητα, αλλά την Ελλάδα που τη γνωρίζουμε και την αγαπάμε σήμερα, έτσι όπως διαμορφώθηκε από το 1821 και μπρος, δεν την έφτιαξαν οι αρχαίοι. Τη φτιάξατε εσείς, οι νεότεροι. Και επιτρέψτε μου να πω, να τους καμαρώνετε!

Υπάρχουν κοινά στοιχεία μεταξύ των Ελλήνων της Επανάστασης, των Ελλήνων της μεταπολίτευσης και της σημερινής εποχής;

Μα πώς δεν υπάρχουν. Από τους ήρωες του 1821 μέχρι και σήμερα η πολιτική, μπορεί και η κοινωνική ζωή των Ελλήνων, διχάζεται ανάμεσα στους αντίστοιχους προσανατολισμούς προς την Ανατολή ή προς τη Δύση. Τα χρόνια της Επανάστασης ένα ιδεολογικό χάσμα χωρίζει τους πολιτικούς ηγέτες, Μαυροκορδάτο, Κωλέττη, Καποδίστρια, από τους οπλαρχηγούς, Κολοκοτρώνη, Ανδρούτσο, Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Και ακριβώς την ίδια αντιπαράθεση την αντιμετωπίζουμε αργότερα, με τον Χαρ. Τρικούπη και τον Δηλιγιάννη, με τον Βενιζέλο και τον Κωνσταντίνο Α’, τον Κ. Καραμανλή και τον Ανδρέα Παπανδρέου, να μη φτάσουμε ακόμα πιο κοντά στις μέρες μας.

Στην εποχή της ψηφιοποίησης και του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού οι ανθρωπιστικές σπουδές, και δη οι σπουδές σε Ιστορία, Λογοτεχνία, μπορούν να αντέξουν; Πώς θα μπορούσαν να αγκαλιαστούν οι νεοελληνικές σπουδές, για παράδειγμα;

Η ψηφιοποίηση αποτελεί πολύτιμο εργαλείο για την έρευνα αλλά δεν την αντικαθιστά, κάθε άλλο. Χάρη στις σύγχρονες μεθόδους ο ερευνητής έχει πρόσβαση σε ολοένα και περισσότερα δεδομένα που γίνονται το αντικείμενο της έρευνας. Οπως και σε άλλους τομείς, πιστεύω ότι και στην επιστήμη, και μάλιστα στις ανθρωπιστικές σπουδές, η τεχνολογία δημιουργεί καινούργιες απαιτήσεις και καινούργιες δυνατότητες, στις οποίες μόνο εμείς οι άνθρωποι μπορούμε να απαντήσουμε.