Από το ιρακινό Κουρδιστάν φτάνεις στη Βόρεια Συρία – Ροζάβα, διασχίζοντας μια πλωτή γέφυρα του μηχανικού στον Τίγρη. Μεσημέρι, λοιπόν, μπαίνουμε στη Ροζάβα, καλεσμένος από παλιούς και καινούργιους φίλους, μια σχέση που κρατάει από το 1997 και γίνεται όλο και πιο γερή. Γρήγορη θεώρηση διαβατηρίου, τσάι και φεύγουμε για Καμισλί, την πρωτεύουσα, δυόμισι ώρες με το τζιπ, σε έναν τραυματισμένο από τον πόλεμο δρόμο.

Μπορέσαμε να ταξιδέψουμε οπουδήποτε και να επισκεφτούμε ό,τι ζητήσαμε. Δεν υπήρξε καμία απαγόρευση εκτός από το αίτημά μας για το Αφρίν, για λόγους ασφαλείας. Αντίθετα η «Διοίκηση» και η Τοπική Αυτοδιοίκηση διευκόλυνε με κάθε μέσον την αποστολή και δεν παρενέβη στις συζητήσεις μας με κατοίκους, μετανάστες, πρόσφυγες, γιατρούς. Σε κάποιες διαδρομές μάς συνόδευε ένοπλη φρουρά για λόγους ασφαλείας και κάθε βράδυ κοιμόμασταν και σε διαφορετικό ασφαλές σπίτι.

Μας δέχθηκε η Τοπική Αυτοδιοίκηση στη Μανμπίτζ, το Κομπάνι, τη Ράκκα. Επισκεφθήκαμε camps προσφύγων και μεταναστών καθώς και τα στρατιωτικά και πολιτικά νοσοκομεία.

Λόγω του πολέμου και της κατοχής έχουμε συγχρόνως την εικόνα καταστροφής στη Ράκκα και ανάπτυξης στο Κομπάνι, τη Μανμπίτζ. Δύο κόσμοι αντίθετοι.

Στο Κομπάνι είχα βρεθεί ως γιατρός το 2015, στον πόλεμο. Ηταν όλο κατεστραμμένο, βομβαρδισμένο. Σήμερα, τρία χρόνια μετά, η πόλη ανοικοδομείται, οι λειτουργίες της έχουν μια κανονικότητα, το νοσοκομείο έχει ελλείψεις αλλά είναι λειτουργικό, οι δουλειές και το εμπόριο λειτουργούν κανονικά. Νομίζω ότι η ταχύτητα ανοικοδόμησης στο Κομπάνι δείχνει τη θέληση αυτού του λαού να ζήσει και να αναπτυχθεί εν ειρήνη, στηριγμένος στις δικές του δυνάμεις.

Αντίθετα, στη Ράκκα κυριαρχεί ακόμη η εικόνα της καταστροφής. Υπήρξε η πρωτεύουσα του ISIS, στην κεντρική πλατεία γίνονταν οι αποκεφαλισμοί, που βλέπαμε στην τηλεόραση. Η πόλη, που απελευθερώθηκε πριν μερικούς μήνες, έχει σήμερα κατεστραμμένα κτίρια, δρόμοι, υποδομές, ολόκληρες περιοχές βομβαρδισμένες. Ωστόσο, κι εδώ η ζωή αρχίζει πάλι μέσα στην καταστροφή. Μαγαζάκια που ανοίγουν στα ισόγεια βομβαρδισμένων πολυκατοικιών, συνεργεία αυτοκινήτων στα χαλάσματα, σχολεία που ξαναλειτουργούν. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι άρχισαν να επιστρέφουν στην πόλη, κάτοικοι που είχαν διαφύγει στην κατοχή ή έμεναν στους καταυλισμούς.

Η Μανμπίτζ, πάλι, ελευθερώθηκε από τον ISIS τον Αύγουστο του ’16 και πλέον είναι μια πόλη που ανοικοδομήθηκε πλήρως. Είχα την τιμή να συμμετάσχω σε συνεδρίαση του Περιφερειακού Συμβουλίου της περιοχής. Ενα είναι το κύριο πρόβλημα: Ο φόβος εισβολής από την Τουρκία, η μετατροπή της περιοχής σε Αφρίν. Γι’ αυτό και είναι σε συζητήσεις με τον Ασαντ για εγκατάσταση συριακού στρατού στα σύνορα, υπό όρους διατήρησης της αυτονομίας τους.

Η προσπάθεια ανάκαμψης είναι αξιοθαύμαστη

Μετά από πέντε χρόνια πολέμου – κατοχής, το σύστημα υγείας και οι υγειονομικές δομές βρίσκονται σε κρίση, την ώρα που οι υγειονομικές ανάγκες του πληθυσμού έχουν αυξηθεί. Η προσπάθεια ανάκαμψης, όμως, είναι αξιοθαύμαστη, άλλωστε, οι υγειονομικές δομές έχουν προτεραιότητα στην ανοικοδόμηση.

Επισκέφθηκα το δημόσιο νοσοκομείο στο Κομπάνι και στο Καμισλί. Η κτιριακή υποδομή έχει ανακατασκευαστεί άψογα, υπάρχουν, όμως, μεγάλες ελλείψεις  σε υλικά, φάρμακα, προσωπικό. Μου είπαν πως έχει δοθεί προτεραιότητα αλλά μου φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να καλυφθούν οι ανάγκες χωρίς εξωτερική βοήθεια. Αυτό που εντυπωσιάζει θετικά, πάντως, είναι οι ακούραστες και αποτελεσματικές προσπάθειες του προσωπικού για καθαριότητα, αντιμικροβιακή προστασία, συντήρηση υποδομών, μηχανημάτων, εργαλείων. Ακούραστοι και αποτελεσματικοί στο να διατηρήσουν εν λειτουργία ό, τι λειτουργεί.

Μάλιστα, στο Καμισλί επισκεφθήκαμε ένα καρδιολογικό και οφθαλμολογικό νοσοκομείο που θα λειτουργήσει σε έναν μήνα. Είναι άψογο από άποψη συνθηκών, εξοπλισμού, προσωπικού. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι ενώ χτίζεται με χρήματα από τη Διοίκηση, θα λειτουργήσει με μεικτά δημοσιο-ιδιωτικά κριτήρια.

Στη διάρκεια του πολέμου αναπτύχθηκαν στρατιωτικά νοσοκομεία, κοντά στο μέτωπο. Κι επειδή η κατάσταση συνεχίζει να είναι αμφίβολη, κάποια παραμένουν σε λειτουργία.

Ενα τέτοιο νοσοκομείο επισκέφθηκα. Τίποτα απ’ έξω δεν θύμιζε νοσοκομείο. Μέσα έλαμπε από καθαριότητα, σε πολύ κακές κτιριακές συνθήκες. Εχει 40 κρεβάτια, ορθοπεδικά χειρουργεία ενώ δουλεύουν 31 γιατροί και 45 νοσηλεύτριες. Σε καιρό ειρήνης δέχεται περί τους 10 τραυματίες την ημέρα. Ηταν γεμάτο τραυματίες με κομμένα πόδια από νάρκες, παραπληγικούς από σφαίρες. Νέα παιδιά. Την ίδια ώρα που θυμώνεις, σου έρχεται να βάλεις τα κλάματα. Εχουν πολύ καλή διατροφή, φροντίδα και νοσηλεία, αλλά οι ίδιοι οι ασθενείς είναι αμήχανοι, απορημένοι, αλλά αποφασισμένοι.

Από το στρατιωτικό νοσοκομείο οι ασθενείς μεταφέρονται σε κέντρα αποκατάστασης – θεραπείας. Επισκέφθηκα ένα αγροτόσπιτο, που δεν το βάζει ο νους σου για τέτοιο κέντρο. Οι ασθενείς χωρίς πόδια, παραπληγικοί, με αναπηρίες από σφαίρες. Μιλάω μαζί τους. Βέβαιοι ότι η θυσία άξιζε, για τη νίκη, την ειρήνη, την αποδοχή τους από την κοινωνία. Οχι φανατισμένοι. Με ήσυχη, χαμηλή φωνή που διακρίνεις την αρχή μιας αισιοδοξίας.

Ωστόσο, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα αποτελεσματικότητας στην αποκατάσταση, λόγω έλλειψης μέσων και εξειδικευμένου προσωπικού. Πέρα από την ενίσχυση τέτοιων κέντρων θα πρέπει να ανοίξει κι ένας δρόμος για τη μεταφορά αυτών των ασθενών σε κέντρα του εξωτερικού (και στην Ελλάδα).

Να ενισχυθούν από την ΕΕ τα camps

Στη Βόρεια Συρία – Ροζάβα υπάρχουν πάνω από 800.000 εσωτερικοί μετανάστες από σημεία της ευρύτερης περιοχής που έχουν καταστραφεί από τον πόλεμο καθώς και πρόσφυγες, κυρίως από το Ιράκ. Από αυτούς, οι 200.000 φιλοξενούνται στα camps ενώ οι υπόλοιποι διαμένουν σε συγγενικά σπίτια. Παραμένουν στην περιοχή με τη θέλησή τους, ελπίζοντας ότι τώρα που τελείωσε ο πόλεμος θα γυρίσουν στα σπίτια τους. Ηδη, μάλιστα, ένα μικρό κομμάτι το πραγματοποιεί.

Τα camps είναι με σκηνές, σε κακή κατάσταση. Θυμίζουν τα δικά μας, τους πρώτους μήνες του 2016 με τις ανύπαρκτες υποδομές. Από τα οχτώ αυτά camps έχουν περάσει τους μήνες του πολέμου περισσότεροι από 500.000 άνθρωποι. Εχουν ανεπαρκή ιατρική περίθαλψη, σε κάποια δίνουν καλάθια με τρόφιμα στους μετανάστες – πρόσφυγες και σε άλλα χρηματικό βοήθημα.

Αυτό που νομίζω ότι απαιτείται είναι να ενισχυθούν από την Ευρώπη τα camps, ώστε όσοι δεν θέλουν να φύγουν από τη Β. Συρία να βελτιωθούν οι συνθήκες διαμονής τους εκεί. Στο πλαίσιο της πολιτικής της ΕΕ, θα πρέπει, λοιπόν, να δημιουργηθούν αξιοπρεπείς δομές στις χώρες απ’ όπου προέρχονται οι άνθρωποι αυτοί, εφόσον υπάρχουν συνθήκες ασφάλειας. Διότι αν η κατάσταση χειροτερέψει, τότε θα δημιουργηθεί ένα νέο κύμα προσφύγων που θα κινηθεί στην Ευρώπη.

Συνολικά 4.000 είναι οι συλληφθέντες μη Σύροι του ISIS. Επισκέφθηκα δύο camps, που είναι κλειστά, και στα οποία διαμένουν περίπου 3.000 γυναίκες και παιδιά των συλληφθέντων αυτών. Η Διοίκηση της Βόρειας Συρίας ζητά για τους μη Σύρους του ISIS, να τους πάρουν και να τους δικάσουν στις χώρες τους κάτι που, όμως, δεν γίνεται. Το ίδιο, δυστυχώς, ισχύει και για τα γυναικόπαιδα του ISIS, που μένουν στα… αζήτητα. Είναι, λοιπόν, προς όφελος της Ευρώπης τόσο για ανθρωπιστικούς λόγους, αλλά και για λόγους «χτυπήματος» των δουλεμπόρων και της μη ελεγχόμενης μεταναστευτικής και προσφυγικής ροής, οι άνθρωποι αυτοί να παραμείνουν στη χώρα τους με αξιοπρεπείς συνθήκες. Αλλωστε, τα ανθρώπινα δικαιώματα οφείλουμε να τα παρέχουμε εκεί όπου τα χρειάζονται και όχι εφόσον έρθουν στην Ευρώπη.

Θα πρέπει να επισημάνω πως ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τους κατοίκους της περιοχής είναι η απειλή εισβολής της Τουρκίας μετά την απόσυρση της Αμερικής. Η Ευρώπη οφείλει σε αυτούς τους ανθρώπους να κάνει διπλωματικές ενέργειες ώστε να αποτραπεί οποιαδήποτε διάθεση εισβολής στη Βόρεια Συρία – Ροζάβα, να διασφαλίσει, δηλαδή, την ειρήνη στην περιοχή. Μία εισβολή πέρα από τις τραγικές συνέπειες ανανέωσης του πολέμου σε έναν τόπο που προσπαθεί να ορθοποδήσει, θα είχε αποτέλεσμα τη μαζική φυγή και μετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων προς την Ευρώπη. Κι αυτό αποτελεί πολιτική ευθύνη που πρέπει να αναλάβει η ΕΕ Προτίθεμαι να ενημερώσω την Κομισιόν για την κατάσταση στην περιοχή και να καταθέσω προτάσεις.

Ας πούµε δυο λόγια για τη Β. Συρία – Ροζάβα

Η περιοχή αφορά το 1/3 της Συρίας και έχει το 70% των πετρελαίων και το 40% του φυσικού αερίου της χώρας και μεγάλο μέρος της αγροτικής παραγωγής.

Η Ροζάβα, περιοχή στα σύνορα με την Τουρκία, κατοικείτο κατεξοχήν από Κούρδους. Μετά την κατοχή από τον ISIS, τον πόλεμο και την απελευθέρωση υπήρξε διεύρυνση της εδαφικής περιοχής της Ροζάβα και έτσι σήμερα μιλάμε για Βόρεια Συρία. Παράλληλα, υπήρξε αύξηση των κατοίκων από 4 σε 8 εκατομμύρια και συνυπάρχουν πλέον, αρμονικά Κούρδοι, Αραβες, Τσερκέζοι, Οθωμανοί.

Δεν υπάρχει πια εμφανής πόλεμος, παρότι η περιοχή διατηρεί τα χαρακτηριστικά της εμπόλεμης ζώνης. Σποραδικές είναι οι εμφανίσεις μικρών συμμοριών του ISIS. Ετσι εξηγείται και η φανερή παρουσία στρατιωτικών περιπόλων στις πόλεις.

Η συνοριακή γραμμή με την Τουρκία είναι στην κυριολεξία μια γραμμή. Σε πολλές περιπτώσεις τα σπίτια της Τουρκίας αποτελούν συνέχεια των σπιτιών της Β. Συρίας – Ροζάβα.

Η σχέση με τον Ασαντ είναι εχθρική έως πολεμική, τον κατηγορούν για συνεργασία με τον ISIS. Παρ’ όλ’ αυτά παραμένει πάντα ανοιχτή. Κύριος εχθρός θεωρείται η Τουρκία, από όπου φοβούνται εισβολή.

Ο Γιάννης Μουζάλας είναι γιατρός και πρώην υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής