Η θέση του Γενικού Γραμματέα Ενημέρωσης και Επικοινωνίας είναι μία από τις πιο νευραλγικές. Ούτως ή άλλως οι γενικοί γραμματείς παίζουν κομβικό ρόλο στην εκπόνηση και κυρίως στην εκτέλεση του κυβερνητικού έργου, αφού αυτοί αναλαμβάνουν να παρακολουθούν πολιτικά την πορεία του εν λόγω έργου στο πεδίο ευθύνης του υπουργείου τους, κάνουν εισηγήσεις προς το υπουργείο και έχουν την ευθύνη για τη διαρκή επικοινωνία με το προσωπικό και τη διοικητική ιεραρχία του.

Ειδικά, όμως, ο χώρος της ενημέρωσης και της επικοινωνίας, που αφορά ουσιαστικά τον τρόπο με τον οποίο η Πολιτεία εγγυάται την απρόσκοπτη λειτουργία της ενημέρωσης αλλά και την τήρηση των κανόνων του παιχνιδιού, τόσο ως προς το γραπτό Τύπο αλλά και ως προς το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, είναι ένας χώρος δύσκολος, ιδίως σε μια εποχή που υπάρχουν ανοιχτές προκλήσεις.

Με αυτή την έννοια εντύπωση προκάλεσε η απόφαση του αρμόδιου υπουργού Νίκου Παππά να διορίσει στη θέση του Γενικού Γραμματέα Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, η οποία είχε μείνει κενή μετά την τοποθέτηση του Λευτέρη Κρέτσου σε θέση υφυπουργού και την πολύ γρήγορη παραίτηση του Γιώργου Κρικρή, τον τέως δημοσιογράφο της Αυγής και νυν στέλεχος του γραφείου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, Χρήστο Σίμο.

Προφανώς και θα μπορούσε να το αποδώσει στη γενική τάση της κυβέρνησης να τοποθετούν σε θέσεις γενικών και ειδικών γραμματέων νεότερα στελέχη, αν και ηλικιακά στα 41 του ο Χρήστος Σίμος δεν ανήκει πλέον στη γενιά των τριαντάρηδων.

Καθαρά κομματικός

Το πρόβλημα βρίσκεται στο ότι η κυβέρνηση επιλέγει για μια τόσο νευραλγική θέση και μάλιστα εντός μιας προεκλογικής περιόδου που άτυπα –αλλά όχι γι’ αυτό λιγότερο ουσιαστικά– έχει ήδη ξεκινήσει, διαλέγει για μια σημαντική θέση, έναν άνθρωπο που εκφράζει μια κατεξοχήν κομματική και παραταξιακή αντίληψη για την ενημέρωση.

Γιατί στην πραγματικότητα ο Χρήστος Σίμος ουδέποτε κινήθηκε ή δραστηριοποιήθηκε έξω από μια στενά κομματική οπτική. Ανήκων στην ομάδα των «53» αλλά και πολύ κοντά τελευταία στην «προεδρική φρουρά», ως δημοσιογράφος εργάστηκε κυρίως ως υπεύθυνος για το left.gr και στην Αυγή, δηλαδή σε ένα κομματικό έντυπο και στη συνέχεια μεταπήδησε στο γραφείο Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ.

Με άλλα λόγια, ένας άνθρωπος που κυρίως πολιτικοποιήθηκε αλλά και άσκησε τη δημοσιογραφία σε ένα στενό κομματικό περιβάλλον, γαλουχημένος στη λογική και πρακτική της κομματικής τοποθέτησης, της ατάκας, της προσπάθειας με κάθε τρόπο να δικαιώνεται η κομματική γραμμή και η κυβερνητική πολιτική, που προτίμησε να αφήσει τη μάχιμη δημοσιογραφία, με τις κοπιώδεις προκλήσεις της, για την εργασία στο κόμμα, που έχει σπουδές σημαντικές αλλά όχι στο αντικείμενο των ΜΜΕ, που δεν έχει κάνει κάποιες ιδιαίτερες δημόσιες παρεμβάσεις που να αποπνέουν μια πιο στρατηγική οπτική για το τι σημαίνει σήμερα ενημέρωση και επικοινωνία, που δεν έχει ιδιαίτερη γνώση δημόσιας διοίκησης (προσόν σημαντικό έστω και εάν όχι τυπικά αναγκαίο για τις θέσεις γενικών γραμματέων), θα παίζει πλέον σημαντικό ρόλο σε αυτόν τον τομέα και θα μοιράζεται ένα μέρος της πολιτικής ευθύνης για τα όσα θα συμβαίνουν σε αυτό το χώρο.

Για να είμαστε δίκαιοι, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το πρώτο κόμμα που χρησιμοποιεί τις θέσεις των γενικών γραμματέων στα υπουργεία για να βολέψει κομματικά στελέχη ή απλώς για να έχει έναν παραπάνω κομματικό έλεγχο. Ιδίως σε μια προεκλογική περίοδο όπου και οι υπουργοί ενίοτε ασχολούνται περισσότερο με τα της περιφέρειάς τους παρά με την καθ’ ημέρα διαχείριση του υπουργείου.

Όμως, όπως και να το κάνουμε η εικόνα της επιλογής για τη θέση αυτή ενός ανθρώπου που προέρχεται κατεξοχήν από τα χαρακώματα της κομματικής επικοινωνίας (ποιος μπορεί να ξεχάσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το πρώτο κόμμα που επένδυσε στο να έχει ένα στρατό από «τρολ»), στέλνει ένα σαφές μήνυμα ότι η κυβέρνηση εξακολουθεί να σκέφτεται περισσότερο με όρους χειραγώγησης της ενημέρωσης παρά με όρους τήρησης των κανόνων του παιχνιδιού.