Πολλά τουριστικά αξιοθέατα και κυρίως μνημεία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO σε Ιταλία, Κροατία και Ελλάδα απειλούνται από την κλιματική αλλαγή, αναφέρει έρευνα του Πανεπιστημίου του Κιέλου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature Communications και επικεφαλής της οποίας είναι ο έλληνας καθηγητής Νάσος Βαφείδης.

Από τα συνολικά 49 ιστορικά μνημεία που μπήκαν στο μικροσκόπιο των ερευνητών και τα οποία βρίσκονται σε παραθαλάσσιες περιοχές με χαμηλό υψόμετρο, τα 37 απειλούνται από ενδεχόμενη «μεγάλη πλημμύρα», με το ρίσκο να υπολογίζεται ετησίως στο 1%.

Την ίδια ώρα, 42 μνημεία αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο λόγω πιθανής διάβρωσης των ακτών. Μέχρι το 2100 ο κίνδυνος πλημμύρων στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου μπορεί να αυξηθεί έως και κατά 50%, ενώ ο κίνδυνος διάβρωσης κατά 13%.

«Δεν υπάρχει σχέδιο αντιμετώπισης των κινδύνων»

Σύμφωνα με τους επιστήμονες, ο αυξημένος κίνδυνος πλημμύρων και διάβρωσης των ακτών δεν σημαίνει ότι θα αφανιστούν ολόκληρες πόλεις. Ενδεχομένως όμως να χαθούν κάτω από τη θάλασσα κομμάτια των μνημείων.

Ιδιαίτερα αυξημένος είναι ο κίνδυνος πλημμύρων στη βόρεια Αδριατική και συγκεκριμένα στη Βενετία, στην πόλη της Αναγέννησης Φεράρα στο δέλτα του Πάδου αλλά και στην Ακυληία.

Στην Κροατία περιλαμβάνονται η ιστορική πόλη του Τρογκίρ αλλά και ο Καθεδρικός Ναός του Αγίου Ιακώβου στο Σίμπενικ. Ο δε κίνδυνος διάβρωσης αφορά περισσότερο την Τύρο στον Λίβανο, το Πυθαγόρειο και το Ηραίο της Σάμου, την Εφεσο στην Τουρκία και την Ταραγόνα στην Ισπανία.

Οπως διευκρίνισε μιλώντας στην Deutsche Welle ο επικεφαλής της έρευνας Νάσος Βαφείδης, στην Ελλάδα υψηλό βαθμό επικινδυνότητας εμφανίζουν επίσης η Δήλος, η παλιά πόλη της Κέρκυρας αλλά και η μεσαιωνική πόλη της Ρόδου.

Παρότι η χώρα όμως είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένη, ο ίδιος δεν διακρίνει μακροπρόθεσμο πολιτικό σχέδιο αντιμετώπισης των πιθανών κινδύνων.

«Λόγω της εκτεταμένης ακτογραμμής αλλά και της συγκέντρωσης πληθυσμού και κεφαλαίου (με την ευρύτερη έννοια, π.χ. εγκαταστάσεων, δικτύων, κτιριακών υποδομών κλπ.), η Ελλάδα είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένη στην άνοδο της στάθμης των υδάτων ακόμα και υπό αισιόδοξα σενάρια αύξησης της μέσης στάθμης της θάλασσας.

Παρά τον υψηλό αυτό βαθμό έκθεσης, δεν υπάρχει μακροχρόνιος πολιτικός σχεδιασμός για την αντιμετώπιση των κινδύνων (πλημμύρων, διάβρωσης ακτών) που σίγουρα θα προκύψουν στο (άμεσο) μέλλον», εκτιμά ο καθηγητής.

Μέτρα προστασίας

Οι επιστήμονες αναδεικνύουν διάφορες δυνατότητες αντιμετώπισης του φαινομένου. Αυτό που προέχει είναι να δημιουργηθεί καταρχήν κοινή αντίληψη για τον κίνδυνο και τις πιθανές συνέπειές του. Οπως επισημαίνεται, οι άνθρωποι θα πρέπει να καταλάβουν τι σημαίνει να χάνεται κυριολεκτικά μια τοποθεσία ή ένα ιστορικό μνημείο.

Πέραν αυτού, υπάρχει πάντοτε η ιδιαίτερα μεγάλου κόστους δυνατότητα βελτίωσης της προστασίας των ακτών. Στη Βενετία, για παράδειγμα, δημιουργούνται ηλεκτρονικά φράγματα τα οποία μπορούν να υψώνονται σε περίπτωση πλημμύρων.

Σε ποιο βαθμό όμως μπορούν να βοηθήσουν τέτοια μέτρα; «Τη Βενετία θα τη χάσουμε, αυτό δεν το αμφισβητεί κανείς», εκτιμά ο Αντερς Λέβερμαν από το Ινστιτούτο του Πότσνταμ για τις Συνέπειες της Κλιματικής Αλλαγής.

Σύμφωνα με τον ίδιο, το ερώτημα είναι απλώς πότε θα γίνει αυτό. «Ισως χρειαστούν αιώνες», αλλά η εξέλιξη είναι μη αναστρέψιμη, σύμφωνα με τον ειδικό.

Τι πρέπει να γίνει;

Τι πρέπει να γίνει όμως για να προστατευτούν τα μνημεία στην Ελλάδα; Ποια μέτρα απαιτούνται;

«Η προστασία των μνημείων στις περισσότερες περιπτώσεις δεν μπορεί να επιτευχθεί με τα συνηθισμένα μέτρα που χρησιμοποιούνται ευρέως για την προστασία των ακτών», εξηγεί ο Νάσος Βαφείδης.

Και προσθέτει: «Για παράδειγμα, κοινά φράγματα για την προστασία από πλημμύρες δεν θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ευρέως καθώς η παρουσία τους μπορεί να αλλοιώσει τον χαρακτήρα των μνημείων και να θέσει σε κίνδυνο τον χαρακτηρισμό τους ως μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς από την UNESCO.

Πιστεύω πως είναι απαραίτητη η διεξαγωγή λεπτομερών μελετών για κάθε μνημείο που είναι εκτεθειμένο στην άνοδο της μέσης στάθμης της θάλασσας και η εξεύρεση εξειδικευμένων λύσεων για κάθε μνημείο από ομάδες ειδικών (αρχιτεκτόνων, αρχαιολόγων, μηχανικών) ώστε να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε όλες τις πλευρές του πολυσύνθετου αυτού προβλήματος».