Ονειρευόσασταν αυτό που γίνατε;

Να μπαρκάρω ήθελα όταν ήμουν έφηβος –όπως οι περισσότεροι. Αλλά για να μπαρκάρεις σε αυτή την ηλικία έπρεπε να υπογράψει ο πατέρας σου. Πήγαινα στο Αστυνομικό Τμήμα στον Βύρωνα και με ρωτούσαν «γιατί δεν έρχεται ο πατέρας σου εδώ;». Είχα έτοιμη την απάντηση: «Πού να τον φέρω τον άνθρωπο εδώ; Είναι άρρωστος, έχει καρκίνο». Ο πατέρας μου ήταν ζωγράφος, αντέγραφα την υπογραφή του από τους πίνακές του και την πλαστογραφούσα στα δικαιολογητικά που χρειάζονταν για να μου δώσουν το φυλλάδιο. Τώρα που το σκέφτομαι, έχει πάρα πολλή πλάκα. Το Αστυνομικό Τμήμα ήταν στην οδό Βύρωνος. Κάποια στιγμή πήραν τηλέφωνο τον πατέρα μου και όταν επέστρεψα σπίτι μού λέει: «Τα έμαθες; Κάποιος θέλει να μπαρκάρει από δω μέσα». Το μάθημα από αυτή την εμπειρία είναι ότι τίποτα δεν μπορεί να σε σταματήσει όταν κάτι το επιθυμείς βαθιά.
Το πρώτο σας μπάρκο το θυμάστε;

Φυσικά, ήταν ένα ποντοπόρο πλοίο, το οποίο πήρα από τον Πειραιά. Εκανα έξι μήνες τζόβενο κι έπειτα έγινα ναύτης. Τότε μελετούσα πολύ τα βιβλία που μου έστελναν. Αυτή η συνήθεια της επτάωρης ή οκτάωρης μελέτης που απέκτησα εκεί με ακολουθεί πάντα. Ξέρετε, εγώ δεν τελείωσα το Γυμνάσιο. Είχα μια απέχθεια κυρίως ως προς τον τρόπο που γινόταν η διδασκαλία. Αγάπησα όμως το διάβασμα στο πλοίο. Εκεί ένιωσα τη μοναξιά, τη δημιουργική μοναξιά, και την υπομονή.
Τι σημαίνει δημιουργική μοναξιά; Εχει μια πολυτέλεια έτσι όπως το περιγράφετε.

Μπα, ποτέ δεν μ’ άρεσε η πολυτέλεια. Το καράβι είναι δύσκολη υπόθεση. Η δουλειά είναι πάρα πολύ σκληρή. Δεν αναφέρομαι μόνο στη θάλασσα, αλλά στο ίδιο το καράβι και στις δουλειές που έχει. Δεν το έβαλα όμως κάτω, εννοείται.
Ηταν λίγο περίεργη η διαδρομή σας. Γεννηθήκατε σε μια λαϊκή γειτονιά, μεγαλώσατε στο Κολωνάκι.

Μεγάλωσα σε μια λαϊκή οικογένεια στην Καισαριανή. Μόλις σκοτώθηκε η μητέρα μου –ήμουν 9 ετών -, ο πατέρας μου που ήταν ζωγράφος μάς κατέβασε να ζήσουμε στο Κολωνάκι –ήταν το ατελιέ του εκεί.
Ταξική μετακόμιση προς τα πάνω.

Ναι, αλλά ξέρετε κάτι; Εχω σχέση με την τάξη του. Δεν μ’ αρέσει να την ξεπερνάω και πιστεύω ότι όσοι θέλουν να ξεπεράσουν τάξη, είναι βαθιά τραυματισμένοι γιατί επιθυμούν κάτι άλλο. Πηγαίνω συχνά στην Καισαριανή. Πρόσφατα μάλιστα μου έκαναν και μια ειδική βραδιά και με βράβευσαν. Είναι η γειτονιά μου και θα είναι πάντα.
Τα πιο ευαίσθητα και καθοριστικά χρόνια της ζωής σας, εκείνα στα οποία σμιλέψατε την προσωπικότητά σας, τα ζήσατε στο Κολωνάκι. Πώς πετύχατε αυτήν τη «συμφιλίωση»;

Εχετε απόλυτο δίκιο. Και δεν το έχω σκεφτεί. Η ζωή μου στο σπίτι στο Κολωνάκι –στην Ηροδότου βρισκόταν –ήταν γεμάτη από τη συναναστροφή μου με τους μεγάλους ποιητές οι οποίοι έρχονταν στο ατελιέ του πατέρα μου. Αυτή ήταν η underground πλευρά της λογοτεχνίας τότε: ο Κώστας Ταχτσής –που ήταν συνέχεια στο σπίτι μας -, ο Αλέξης Ακριθάκης, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Νίκος Καρούζος. Θυμάμαι το υπόγειο στη Σούτσου όπου έμενε ο Νίκος (σ.σ.: Καρούζος) και βλέπαμε τις ρόδες των αυτοκινήτων που περνούσαν. Αναπολώ συχνά πολλές ιστορίες τρέλας και απίστευτου γέλιου.
Πείτε μου μία.

Οταν έπινε ο Καρούζος, μου έκανε κάτι φρικτό. Αρχιζε να φωνάζει «φέρτε μου τον Μίλτο μου (σ.σ.: τον Σαχτούρη), φέρτε μου την αγάπη μου». Τον έπαιρνα τηλέφωνo εγώ και μου έλεγε: «Γιώργο, είσαι σίγουρος;». Οταν ξυπνούσε βέβαια ο Καρούζος και του έλεγα να ετοιμαστεί να πάμε στον Σαχτούρη, γινόταν έξαλλος και άρχιζε να ωρύεται. Δεν θυμόταν τίποτα. Επειδή όμως ο Σαχτούρης μ’ αγαπούσε, μου έλεγε «σ’ τα ‘λεγα εγώ». Αλλά αγαπιούνταν πολύ και αυτή ήταν, ας πούμε, μια πλευρά της ιδιότροπης αγάπης τους.
Μποέμ ζωή.

Ετσι ζούσαν. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι είχα στην καθημερινότητά μου όλα αυτά τα ιερά τέρατα. Νόμιζα απλώς ότι έκανα παρέα και μεγάλωνα με γέρους. Τους αγαπούσα βέβαια. Θυμάμαι ότι με είχαν κάνει taxiboy. Πήγαινα με ένα ταξί και τους μάζευα από όπου ήταν γιατί δεν μπορούσαν να μετακινηθούν στην κατάσταση που βρίσκονταν. Αυτή η γενιά έπινε πολύ και όχι μόνο αλκοόλ. Αλλά και εκείνοι με φρόντιζαν. Ο Αλέξης Ακριθάκης, για παράδειγμα, πολύ. Και ήξερε ότι μεγαλώνοντας θα τον φροντίσω εγώ.
Ετσι έγινε;

Χωρίσαμε για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα και όταν επέστρεψα είχαν αρχίσει τα προβλήματά του. Είχε πάει στο Δρομοκαΐτειο. Εγώ φρόντισα να πάει σε ένα δωματιάκι στο βάθος του ιδρύματος. Ελάχιστοι ξέρουν ότι υπάρχει ένα πανέμορφο δάσος και μικρά δωματιάκια. Η σχέση μου με το Δρομοκαΐτειο είχε και άλλη πλευρά. Πριν από κάποια χρόνια μού ζήτησε η Μαρία Παπαλιού να βγάλουμε ένα βιβλίο για την ιστορία της τρέλας στο Δρομοκαΐτειο. Μου έδωσε το αρχείο των καλλιτεχνών που νοσηλεύτηκαν εκεί. Εχω βρει καταπληκτικά πράγματα, όπως για παράδειγμα το αποβιωτήριο του Βιζυηνού. Οταν το διάβασα, έβαλα τα κλάματα. Εγραφε: «Γεώργιος Βιζυηνός, νοσηλεύτηκε από τότε μέχρι τότε, λόγος θανάτου μαρασμός, εμαράθη». Από κει μέσα είχε περάσει ο Μήτσος Παπανικολάου. Ο Λαπαθιώτης δεν πρόλαβε να περάσει από εκεί γιατί αυτοκτόνησε. Αυτή η εργασία ήταν από τις δυνατές εμπειρίες στη ζωή μου.
Τι σας δίδαξε;

Βεβαιώθηκα ότι η τρέλα είναι ένα ταξίδι. Κάποια στιγμή αποφασίζει κάποιος να κάνει αυτό το άλμα. Αν θέλει να παρατείνει τον χρόνο του μέσα σε αυτό το άλμα, δεν είναι δικαίωμά μας να τον σταματήσουμε. Και ξέρετε, στη δύσκολη και απελπιστική στιγμή της ζωής μου συνδέθηκα με αυτό που σας περιγράφω.
Πώς;

Οταν έγινε η διάγνωση ότι έχω καρκίνο. Στην αρχή τα έχασα, αλλά η Λητώ, η γυναίκα μου, άρχισε να μου λέει: «Τι κάνεις τώρα; Δεν είναι τίποτα αυτό». Ηταν συνέχεια δίπλα μου. Εκανα τρία χρόνια θητεία στον καρκίνο και πέρασα από διάφορες φάσεις με σκαμπανεβάσματα. Από τη βαθιά αναστάτωση πέρασα σε μια απάθεια. Σε όλη αυτή την περιπέτεια, με τα μπες – βγες στα νοσοκομεία, τις χημειοθεραπείες, τις επεμβάσεις, δεν παραπονέθηκα ούτε μία φορά από ένα σημείο και μετά. Ημουν σαν Βούδας. Πέρασα κάπου αλλού, σε μια ακινησία, σε μια απάθεια σχεδόν. Ηταν το ίδιο συναίσθημα με μια άλλη δύσκολη περίοδο της ζωής μου.
Ποια ήταν αυτή;

Πριν από 35 χρόνια, όταν κυκλοφόρησε το πρώτο μου βιβλίο. Ημουν ένας διαλυμένος άνθρωπος και σερνόμουν στους δρόμους. Τότε γνώρισα τη Λητώ και με κινητοποίησε. Με βοήθησε να κατανοήσω τον κόσμο. Εγινε ο μεσάζων με την πραγματικότητα. Αλλά από τον καρκίνο με έσωσε η τρέλα μου. Δεν καταδέχθηκα βέβαια να με καταβάλει, τη χρησιμοποίησα.
Αρα και ο ναρκισσισμός σας.

Βέβαια! Οταν ήρθαν τα δύσκολα, άρχισα να συνομιλώ με τον εαυτό μου και απαίτησα από αυτόν να αποδείξει ότι άξιζα τη ζωή που είχα ζήσει, ότι άξιζα τους ανθρώπους που είχα συναντήσει και με καθόρισαν. Ημουν στο νοσοκομείο και κοιτούσα την τοιχογραφία της ζωής μου. Ημουν εξουθενωμένος. Κοιμάμαι, ξυπνάω και όλα είχαν αλλάξει. Οι γιατροί μού περιέγραφαν την κατάσταση κι εγώ τους απάντησα αυστηρά: «Κάντε εσείς τη δουλειά σας κι εγώ θα κάνω τη δική μου». Ετσι κι έγινε.