Είχαμε σε μεγάλη υπόληψη ώς σήμερα τον στίχο του Τάκη Σινόπουλου «Η φωτιά στο ξύλο τι γράφει» που εννοεί προφανώς ότι κανείς δεν πρόκειται να μάθει ποτέ τι «γράφει» η φωτιά πάνω σε ένα ξύλο που καίγεται. Κάτι περισσότερο ακόμη: θα ήταν αδύνατο να υποθέσει ακόμη κι ένας εξαιρετικά ευαίσθητος άνθρωπος τις διαδοχικές μεταμορφώσεις που υφίσταται ένα ξύλο που καίγεται καθώς ο ακαριαίος τους χαρακτήρας τις κάνει όχι απλά δυσανάγνωστες, αλλά αδιευκρίνιστες για πάντα. Μπορεί να σκεφτεί κανείς πως όσο παραστατική κι αν είναι η εικόνα που αποτυπώνει ο στίχος του Σινόπουλου, μοιάζει να αδυνατεί να συγκριθεί με την εικόνα της φωτιάς όταν «γράφει» η τελευταία πάνω σε σώματα ανθρώπων. Αν και είναι ένα γεγονός που έχει συμβεί λίγες ώρες πριν, που το γράφουμε και το συζητάμε, που κάνει αδύνατον το να μπορούμε να συγκεντρώσουμε το μυαλό μας σε κάτι άλλο, ωστόσο η συνείδησή του αντί να βαθαίνει μέσα μας, προσπαθούμε να το ξορκίσουμε ωραιοποιώντας το με το τι θα μπορούσε να έχει γίνει ή τι χρειάζεται να γίνει για να μην επαναληφθεί κάτι αντίστοιχο στο μέλλον.

Ντροπή! Οι εβδομήντα έξι νεκροί (ώς αυτή την ώρα) είναι μια αμετακίνητη πραγματικότητα και δεν μπορεί οποιαδήποτε ευχή ή οποιοδήποτε υποψήφιο μέτρο να τους μεταβάλει σε πρόσχημα για κάτι που είναι βέβαιο πως δεν θα γίνει. Και δεν θα γίνει γιατί προκειμένου να υλοποιηθεί οτιδήποτε χρειάζεται το σύνολο μιας κοινωνίας για να αλλάξει ριζικά συμπεριφορά και αντί να κάθεται μπροστά στην τηλεόραση να αγωνιά ανέξοδα με όσα συμβαίνουν, θα έπρεπε να συμμετέχει δυναμικά στα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί.

Οσο κι αν φαίνεται ουτοπικό, θα ήθελε να γνωρίζει κανείς πόσοι αλήθεια συμπολίτες μας που συμβαίνει να είναι σε διακοπές αποφάσισαν να μην τις συνεχίσουν και επέστρεψαν ή επιστρέφουν στην Αθήνα, έστω κι αν δεν μπορούν άμεσα να βοηθήσουν, μόνο και μόνο για να είναι κοντά σε ανθρώπους που υποφέρουν. Το γράφουμε γιατί δεν είναι καθόλου απίθανο να ακούσει κανείς αυτές τις ώρες κι αυτές τις μέρες κάποιον να του λέει «θα επιστρέψω στην Αθήνα όταν θα έχουν ηρεμήσει τα πράγματα».