Σε ισόβια κάθειρξη καταδίκασε ομοσπονδιακό δικαστήριο της Γερμανίας τη Μπεάτε Τσέπε, μοναδική επιζήσασα μιας νεοναζιστικής ομάδας που διέπραξε δέκα φόνους με ρατσιστικό κίνητρο, αφού την έκρινε ένοχη για δέκα ανθρωποκτονίες.

Το δικαστήριο του Μονάχου έκρινε την 43χρονη Τσέπε ένοχη για συμμετοχή στην ομάδα Εθνικό Σοσιαλιστικό Υπόγειο Ρεύμα (NSU), τα τρία μέλη της οποίας σκότωσαν οκτώ Τούρκους μετανάστες, έναν Έλληνα και μία Γερμανίδα αστυνομικό από το 2000 ως το 2007. Επίσης της στέρησε το δικαίωμα να ζητήσει την υπό όρους απελευθέρωσή της έπειτα από 15 χρόνια εξαιτίας «της ιδιαίτερης σοβαρότητας» των πράξεών της.

Η Τσέπε δικάζεται από τον Μάιο του 2013. Έχει παραμείνει σιωπηλή στη μεγαλύτερη διάρκεια της δίκης, όμως έχει αρνηθεί ότι συμμετείχε στους φόνους αυτούς που διαπράχθηκαν σε διάφορες περιοχές της Γερμανίας. Ωστόσο έχει δηλώσει, μέσω του δικηγόρου της, ότι νιώθει ηθικά υπεύθυνη επειδή δεν τους σταμάτησε, ενώ πρόσφατα παραδέχθηκε ότι η ακροδεξιά ιδεολογία «δεν έχει πια καμία σημασία για εκείνη».

«Σας παρακαλώ μην με καταδικάσετε για κάτι που δεν θέλησα και δεν διέπραξα», είπε πρόσφατα απευθυνόμενη στον πρόεδρο του δικαστηρίου Μάνφρεντ Γκελτς.

Η Τσέπε καταδικάστηκε επίσης για δύο επιθέσεις εναντίον κοινοτήτων μεταναστών και 15 ληστείες τραπεζών, τις οποίες διέπραξε μαζί με τους Ούβε Μπένχαρντ (34 ετών) και τον Ούβε Μούντλος (38 ετών), που ανήκαν επίσης στην οργάνωση NSU, με τους οποίους έζησε επί 14 χρόνια στην παρανομία.

Άλλοι τέσσερις νεοναζιστές που δικάζονταν μαζί με την Τσέπε επειδή προσέφεραν επιμελητειακή στήριξη στην ομάδα καταδικάστηκαν σε ποινές από δυόμιση έως και δέκα χρόνια κάθειρξη.

Τον Νοέμβριο του 2011 ο Μούντλος και ο Μπένχαρντ βρέθηκαν νεκροί από την αστυνομία σε ένα τροχόσπιτο, λίγο πριν συλληφθούν. Οι αστυνομικοί πιστεύουν ότι αυτοκτόνησαν ή ότι ο ένας από αυτούς σκότωσε τον συνεργό του και στη συνέχεια αυτοκτόνησε.

Η υπόθεση αυτή είχε συγκλονίσει την κοινή γνώμη της Γερμανίας και έφερε στο φως τις δυσλειτουργίες των υπηρεσιών Πληροφοριών Εσωτερικού, αλλά και τους κινδύνους των δικτύων της ακροδεξιάς.

Επίσης έφερε σε δύσκολη θέση τη γερμανική κυβέρνηση, καθώς οι δολοφόνοι κατάφεραν να δρουν ανενόχλητοι επί χρόνια. Η Γερμανίδα καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ εξέφρασε την «ντροπή» της χώρας της για τα εγκλήματα αυτά.

Στη διάρκεια των χρόνων που διήρκησε η έρευνα οι οικογένειες των θυμάτων κατηγορήθηκαν αδίκως, ενώ οι αρχές δεν εξέτασαν ποτέ σοβαρά το ενδεχόμενο κίνητρο για τους φόνους να είναι ρατσιστικό.

Συγγενείς των θυμάτων κατέθεσαν στη δίκη ότι έπεσαν θύματα παρενόχλησης από τους αστυνομικούς, οι οποίοι πίστευαν ότι οι φόνοι είχαν σχέση με ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ εμπόρων ναρκωτικών ή με ξέπλυμα χρήματος.

Σημαντικά έγγραφα καταστράφηκαν προτού ολοκληρωθεί η έρευνα.

Το κοινοβούλιο σύστησε ειδική επιτροπή έρευνας για τις δυσλειτουργίες της αστυνομίας και της δικαιοσύνης. Την εποχή εκείνη ο πρόεδρος της Μπούντεσταγκ είχε κάνει λόγο «για ιστορική καταστροφή άνευ προηγουμένου», ενώ κατήγγειλε «τη μαζική αποτυχία των αρχών» στην έρευνα που διήρκησε περισσότερα από δέκα χρόνια.

Χθες, μία ημέρα πριν την ανακοίνωση της απόφασης του δικαστηρίου, συγγενείς των θυμάτων εξέφρασαν τη λύπη τους που στη διάρκεια των πέντε ετών που διήρκησε η δίκη δεν μπόρεσε να πέσει άπλετο φως στην υπόθεση.

«Είμαι 100% σίγουρος ότι υπάρχουν και άλλοι συνεργοί», δήλωσε ο Αμπντουλκερίμ Σιμσέκ, ο γιος του πρώτου θύματος, ενός ανθοπώλη που σκοτώθηκε μπροστά από το κατάστημά του.

«Περίμενα επί χρόνια απαντήσεις και τώρα έχω απογοητευθεί βαθιά», επεσήμανε η κόρη ενός άλλου θύματος, της Γκαμζέ Κουμπασίκ.