Στην καριέρα του έχει δοκιμαστεί συνολικά έξι φορές σε αριστοφανικούς ρόλους, τους οποίους έχει υπερασπιστεί διαφοροποιώντας την κωμική περσόνα με την οποία τον έχει ταυτίσει το κοινό. Την παρασκευή και το Σάββατο ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος δοκιμάζεται σε έναν νέο ρόλο από το αριστοφανικό ρεπερτόριο. Θα υποδυθεί τον Πλούτο στην ομότιτλη παράσταση που ανεβάζει το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο, σε συμπαραγωγή με το Εθνικό Θέατρο Βελιγραδίου και σκηνοθεσία Νικίτα Μιλιβόγεβιτς. «Για τον «Πλούτo» προετοιμάζομαι όπως και για κάθε ρόλο. Είναι κάτι καινούργιο στη ζωή μου, με καινούργιες σκέψεις σκηνοθετικές και πρώτη συνεργασία με τον Νικίτα Μιλιβόγεβιτς και πολλούς άλλους συντελεστές. Κι αυτό κάθε φορά σε ξανανιώνει. Νιώθεις πάλι από την αρχή ότι είσαι ένας άπειρος ηθοποιός, που πρέπει να μάθει κατ’ αρχάς τα λόγια του καλά. Από κει και πέρα πρέπει να προσπαθήσεις να πείσεις τους θεατές ότι αυτός ο κόσμος είναι ο πραγματικός κόσμος του χαρακτήρα» τονίζει ο ηθοποιός μιλώντας στο «Νσυν».

Η παραγωγή που ανεβαίνει στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Επιδαύρου είναι μια σύμπραξη ελλήνων και σέρβων δημιουργών – κυρίως στον Χορό – ευελπιστώντας να αφήσουν ενδιαφέρον αποτύπωμα στην Επίδαυρο. «Αν εξαιρέσεις τη γλώσσα που είναι διαφορετική, αν κλείσεις τον ήχο που λένε, δεν θα πίστευες ότι είναι αυτοί Σέρβοι κι εμείς Ελληνες. Ηταν σαν να είμαστε όλοι Ελληνες ή όλοι Σέρβοι. Εχουμε ίδια νοοτροπία, παρόμοιο χιούμορ, αυτοί με τους οποίους συνεργαζόμαστε είναι δημιουργικοί. Αυτή η συνύπαρξη δίνει άλλη ματιά στην αρχαία ελληνική κωμωδία, όχι επειδή είναι ο Νικίτα άλλης εθνικότητας. Οποιοσδήποτε σκηνοθέτης καταπιάνεται για πρώτη φορά με ένα έργο έχει αναπόφευκτα μια άλλη ματιά. Το θέμα είναι κατά πόσο θα ενδιαφέρει τον κόσμο αυτή η καινούργια ματιά. Κατά τη γνώμη μου, έχει πολύ ενδιαφέρον η σκέψη του σκηνοθέτη για τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη: ότι ο πλούτος είναι ένα θέμα το οποίο εκτός από διαχρονικό του Αριστοφάνη, στην περίπτωσή μας είναι και διαβαλκανικό. Είμαστε από τις πλέον μικρές χώρες, έτσι κι αλλιώς πιο αδύναμες οικονομικά, πράγμα που σημαίνει ότι εξαρτιόμαστε από τις μεγάλες δυνάμεις. Από αυτό που θα μας πετάξει ο κάθε Πλούτος. Ετσι κι αλλιώς ο Πλούτος μπορεί να μην είναι ακριβώς τυφλός, μπορεί να εθελοτυφλεί, μπορεί να παίζει κάποιο παιχνίδι και να μοιράζει όπου μοιράζει πραγματικά τον πλούτο του».

ΚΥΝΗΓΙ ΘΗΣΑΥΡΟΥ. Στην παράσταση που κάνει πρεμιέρα στην Επίδαυρο (13/7) αλλά στη συνέχεια κάνει άλλες τέσσερις στάσεις στην Ελλάδα, καταλήγοντας τον Σεπτέμβριο στο Βελιγράδι, ο Μιλιβόγεβιτς στοχάζεται πάνω στο κεντρικό ερώτημα που θέτει ο Αριστοφάνης για τον τρόπο διανομής του πλούτου και εξετάζει τις αναγωγές στο σήμερα. «Εχει φροντίσει ο φίλος μας ο Αριστοφάνης να είναι κατ’ αρχάς τόσο μέσα στα πράγματα της εποχής μας, και ας έχει γράψει το έργο δυόμισι χιλιάδες χρόνια πίσω. Εχει απόλυτη σημασία στα πράγματα της χώρας μας, στην κρίση την οποία περνάμε, επειδή μιλάει για έναν πλούτο και για το πόσο πραγματικά είναι υπεύθυνος για την ευτυχία μας, την πραγματική ή όχι. Μήπως είναι ένα κυνήγι χαμένου θησαυρού όλη αυτή η ιστορία; Μήπως χάνουμε το νόημα της πραγματικής ζωής προσπαθώντας να κυνηγήσουμε αυτό το άπιαστο όνειρο που λέγεται πλούτος στη ζωή μας, υλιστικός πλούτος; Είναι κάτι το οποίο όσο το συζητάμε τόσο πιο πολύ σύγχρονο και σημερινό είναι. Αλλωστε, η βλακεία του ανθρώπου τελικά δεν αλλάζει. Η ηλιθιότητα είναι ανίκητη, είναι τρομερή. Δεν αλλάζουμε. Μας συμβαίνει και κυνηγάμε και παθαίνουμε τα ίδια πράγματα κάθε φορά. Ας ελπίσουμε ότι κάποια στιγμή μπορεί να αλλάξουν όλα αυτά, αλλά η στατιστική μέσα στα δυόμισι χιλιάδες χρόνια δεν άλλαξε. Να αλλάξουμε τώρα; Ποτέ δεν ξέρεις. Κάτι μπορεί να γίνει μαγικό» λέει ο ηθοποιός.  

Λόγω του επίκαιρου θέματος, συνειρμικά ο λόγος των πρωταγωνιστών θα μπορούσε να «παραστρατήσει» σε επικαιρικές αναφορές. Συνηθίζεται άλλωστε στις κωμωδίες του Αριστοφάνη τα τελευταία χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, στη διασκευή του ο Μιλιβόγεβιτς αποφάσισε να μείνει πιστός στο αρχαίο κείμενο και να δώσει με διαφορετικό τρόπο το σύγχρονο στοιχείο. «Από τη στιγμή που η παράσταση θα επικοινωνήσει με τον σημερινό θεατή, θα είναι σύγχρονη. Δεν έχει επικαιρικά κομμάτια, δεν αναφερόμαστε σε ονόματα της εποχής μας ή οτιδήποτε άλλο. Δεν χρειάζεται να κάνουμε κανέναν παραλληλισμό, αλλά έτσι κι αλλιώς μιλάμε για την ιδέα και την κατάσταση που μας αφορά» παραδέχεται ο πρωταγωνιστής.

Σύμφωνα με την υπόθεση του έργου, ο Πλούτος είναι ένας γέροντας τον οποίο είχε τυφλώσει από παιδί ο Δίας, οπότε δεν ξέρει πού προσφέρει τα αγαθά του και τα δίνει στους πλέον ακατάλληλους. Για να αποκατασταθεί η κοινωνική δικαιοσύνη, πρέπει να ξαναδεί ο ίδιος το φως του με τις θεραπείες του Ασκληπιού. Σε όλη αυτήν τη διαδρομή του ήρωα, αναγνωρίζει άραγε κάπου ο Χαραλαμπόπουλος και τη δική του σχέση με τα χρήματα; «Αν θεωρείς ότι ο Πλούτος δεν νοιάζεται για τον πλούτο, για τον εαυτό του δηλαδή, υπό αυτή την έννοια, ναι, κι εγώ δεν νοιάζομαι τόσο για τον πλούτο. Τα προς το ζην, που λένε, μόνο. Κατά τ’ άλλα, τα προς το ευτυχείν, διαφορετικά. Δεν με νοιάζει το θέμα του πλούτου. Προσπαθώ να μην έχει σχέση ο πλούτος με την ευτυχία μου» καταλήγει ο ίδιος.