Η αναφορά σε παλιές κρίσεις, σε πολιτικές και κοινωνικές ακρότητες γίνονται κοινός τόπος και οι ιστορικοί μετατρέπονται, χωρίς μεγάλη προσπάθεια, σε προφήτες. Δεν είναι επομένως παράδοξο που στρέφουμε σήμερα το βλέμμα μας στη Μεγάλη Υφεση της δεκαετίας του 1930 ως μοντέλο για το τι μπορεί να πάει άσχημα όταν η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης υποχωρεί.

Ωστόσο, παραλληλισμοί αυτού του τύπου σπάνια αποδεικνύονται γόνιμοι. Τα επιφαινόμενα απατούν. Πώς μπορεί να εξομοιώσει κανείς την κρίση του 1929 και τις συνέπειές της με το τι συνέβη από το 2007 και μετά; Τότε οι πολιτικές που ακολούθησαν όλες οι μεγάλες χώρες επιδείνωσαν την κρίση, πρόσφατα η αντίδραση κρατών και κεντρικών τραπεζών αποδείχθηκε εξαιρετικά συνετή και πετυχημένη. Το 1930, οι ΗΠΑ «φταρνίζονταν και η Ευρώπη πάθαινε πνευμονία», σύμφωνα με την έκφραση της εποχής. Οι πληγωμένες από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο χώρες της Ευρώπης ήταν ευάλωτες στον αμερικανικό απομονωτισμό. Η σημερινή, όμως, διεθνής πραγματικότητα, για όποιον θέλει να αποφύγει τους κοινούς τόπους, δεν είναι δυνατόν να βρει αναλογίες στη δεκαετία του 1930, οπότε οι αποικιακές αυτοκρατορίες, προσπαθούσαν να σταθούν στα πόδια τους, ενώ μία ακόμη, η νεότερη και εννοώ εδώ τη Σοβιετική, προσπαθούσε να δημιουργήσει τη δική της δυναμική. Η παρουσία σήμερα της Κίνας και της Ινδίας ως παγκόσμιων παικτών, τόσο στην οικονομία όσο και στην πολιτική, αποτελεί από μόνο του ένα φαινόμενο που αλλάζει εντελώς τα δεδομένα των παγκόσμιων ισορροπιών. Αυτό άλλωστε κάνει και η ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όσες μομφές για την ανεπάρκειά της σε σχέση με αυτό που θα θέλαμε εμείς να είναι, και αν της προσάψουμε.

Τα πράγματα ίσως να είναι πιο επισφαλή στον χώρο της διεθνούς πολιτικής, καθώς το πολυπολικό σύστημα που επικρατεί είναι ασφαλώς πολύ πιο ευάλωτο στην αστάθεια, αλλά δεν έχουμε κανέναν λόγο να πιστεύουμε ότι μια σύγκρουση μεγαλύτερης έκτασης από αυτήν που βλέπουμε να λαμβάνει χώρα στη Μέση Ανατολή είναι πιθανή. Τέλος, ως προς την επικράτηση ακραίων εγχώριων πολιτικών, θα ήταν πολύ βιαστικό να μιλήσει κανείς για την υπερίσχυσή τους, έστω και αν σε ορισμένες χώρες κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποδειχθεί ένα πιθανό ενδεχόμενο. Οι ΗΠΑ, για παράδειγμα, αποδεικνύουν πως διαθέτουν τη θεσμική θωράκιση για να αντιμετωπίσουν έναν Τραμπ. Αλλωστε, η επίκληση της παραδοσιακής διάκρισης ανάμεσα σε Δεξιά και Αριστερά είναι εντελώς πλασματική πλέον, τουλάχιστον στηριζόμενοι στα πολιτικά διακυβεύματα στη βάση των οποίων μάθαμε να κατηγοριοποιούμε μεταπολεμικά τις πολιτικές επιλογές, όπως και η τοποθέτηση των ψηφοφόρων στον άξονα αυτόν. Η ελληνική εμπειρία, με τη συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ είναι αρκετή, νομίζω, για να πείσει περί αυτού.

Για να μη μακρηγορώ. Δεν βλέπω ομοιότητα με τη δεκαετία του 1930, πολύ δε περισσότερο επιστροφή σε αυτήν. Οπότε τι συμβαίνει;

Το 2009 ένας πολύ σημαντικός και γνωστός ιστορικός, ο Χάρολντ Τζέιμς, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, δημοσίευσε ένα μικρό βιβλίο με τίτλο «The Creation and Destruction of Value: The Globalization Cycle». Για τον Τζέιμς, η κρίση που μόλις εκείνη την εποχή είχε ξεσπάσει στις Ηνωμένες Πολιτείες και διαδιδόταν ταχύτατα σε όλο τον κόσμο αποτελούσε την αφετηρία ενός κύκλου αποπαγκοσμιοποίησης που αναπόφευκτα θα καθόριζε τις επόμενες δεκαετίες.

Αν μνημονεύω το βιβλίο του Χάρολντ Τζέιμς, το κάνω γιατί είναι ο μόνος που μας δίνει μια μακρόχρονη προοπτική για να κατανοήσουμε τι συμβαίνει στο περιβάλλον μας και ποιες είναι οι δυσκολίες που σύντομα θα αντιμετωπίσουμε. Ταυτοχρόνως, η εργασία του Τζέιμς μας προσφέρει και τη δυνατότητα να δούμε τα όρια των ιστορικών συγκρίσεων.

Πριν απ’ όλα όμως δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι η διαδικασία που έχουμε καταλήξει να ονομάζουμε παγκοσμιοποίηση δεν αφορά αποκλειστικά την κίνηση κεφαλαίων, ανθρώπων και αγαθών. Πρόκειται για μια διαδικασία στην οποία οι μη χρηματικές αξίες έχουν να πουν τον δικό τους λόγο. Η μεταφορά ιδεών όσο και τεχνολογίας είναι εξίσου σημαντική, καθώς επιδρά πάνω μας και αναδιαμορφώνει τις επιθυμίες και προτιμήσεις μας. Από την άποψη αυτή δεν είναι τυχαίο το ότι η παγκοσμιοποίηση συνοδεύεται από αβεβαιότητα στο αξιακό της κομμάτι.

Η πρώτη, σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη άποψη, φάση της παγκοσμιοποίησης τελείωσε με την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και η κρίση του 1929, αλλά και οι εξελίξεις της δεκαετίας του 1930 δεν μπορούν να ιδωθούν ανεξάρτητα από αυτόν και την κατάληξή του. Οι τρομακτικές αυτές κρίσεις –πολεμικές, πολιτικές και οικονομικές –συνεπάγονται απότομες μεταβολές στις ανθρώπινες αξίες, οι οποίες επαναξιολογούνται και συχνά παραμερίζονται για να δώσουν τη θέση τους σε άλλες, που φαίνονται πιο πρόσφορες στο νέο περιβάλλον. Κατά τον Μεσοπόλεμο η αποτυχία αποκατάστασης της ιδεώδους, όπως φάνταζε τότε, προπολεμικής πραγματικότητας, το λεγόμενο «return to normalcy», επιδείνωσε το πρόβλημα και έδειξε να οδηγεί στη χρεοκοπία τον φιλελευθερισμό και τον κοινοβουλευτισμό. Ο Τζον Μέιναρντ Κέινς δεν εμφανίστηκε στην τύχη τότε ακριβώς. Διότι η πολιτική και η οικονομία συνδέονται με τρόπο αξεδιάλυτο και δεν είναι απορίας άξιο το ότι σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, το πάνω χέρι παίρνει η πολιτική και τα κόμματα που πρεσβεύουν την πολιτική παρέμβαση στην οικονομία: η πολιτική είναι εκείνη που προσφέρει τους εναλλακτικούς τρόπους σε σχέση με τους μηχανισμούς της αγοράς για τη διαχείριση των οικονομικών κρίσεων της παγκοσμιοποίησης.

Νομίζω ότι οι ομοιότητες μεταξύ της δεκαετίας του 1930 και τη σημερινής πραγματικότητας δεν μπορούν να πάνε πέρα από τον εντοπισμό αυτών των κοινών παρονομαστών, που ωστόσο δεν οδηγούν σε ομοιότητες, αλλά σε ένα πρότυπο ανάγνωσης της περιόδου της αποπαγκοσμιοποίησης. Η διαδικασία ήταν και θα είναι απροσδιόριστη και οι ομοιότητες τυχαίες και αυθαίρετες.

Ο Κώστας Κωστής είναι καθηγητής Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Eθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών