Τέσσερις είναι οι κερδισμένοι των διπλών προεδρικών και βουλευτικών εκλογών οι οποίες διεξήχθησαν στην Τουρκία την περασμένη Κυριακή. Ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι ο πρώτος. Με την επανεκλογή του από τον πρώτο γύρο με ποσοστό ελαφρώς αυξημένο σε σχέση με το ποσοστό που είχε συγκεντρώσει στις προεδρικές εκλογές του 2014, επιβεβαίωσε την ηγεμονική του θέση στην τουρκική πολιτική κονίστρα. Τα σημεία πολιτικής κόπωσης που επέδειξε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας δεν επηρέασαν τις προτιμήσεις της πλειονότητας του τουρκικού εκλογικού σώματος. Αυτή επιβεβαίωσε την εμπιστοσύνη της προς το πρόσωπο του τούρκου προέδρου παρά τις αναταράξεις στην οικονομία και τις διαδοχικές παρατάσεις του καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης. Η ανανέωση της λαϊκής εντολής και η ισχύς του νέου Συντάγματος αυξάνουν πάντως και τον πήχη των προσδοκιών, καθώς πλέον δεν υφίσταται το αξίωμα του πρωθυπουργού και ο Ερντογάν συγκεντρώνει το σύνολο της εκτελεστικής εξουσίας.

Ο υποψήφιος του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (Cumhuriyet Halk Partisi – CHP) Μουχαρέμ Ιντζέ υπήρξε ο δεύτερος κερδισμένος των προεδρικών εκλογών. Με μια δυναμική και καλοσχεδιασμένη προεκλογική εκστρατεία πέτυχε να υπερβεί κατά το ποσοστό του κόμματός του στις βουλευτικές εκλογές κατά 8% και να υποσκελίσει τη φιλόδοξη ανθυποψήφιό του Μεράλ Ακσενέρ. Απέτυχε όμως να διεμβολίσει την παραδοσιακή εκλογική βάση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (Adalet ve Kalkınma Partisi – AKP). Οι δυσαρεστημένοι ψηφοφόροι του ΑΚΡ κινήθηκαν κατά κύριο λόγο προς τα ακροδεξιά πολιτικά κόμματα. Η πιθανή απόφαση του Ιντζέ να κεφαλαιοποιήσει τη δημοφιλία του αμφισβητώντας την προεδρία του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου θα δρομολογούσε σοβαρές εξελίξεις εντός του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ιδιαίτερης μνείας χρήζει και η επιτυχία του φιλοκουρδικού Κόμματος Δημοκρατίας των Λαών (Halkların Demokratik Partisi – HDP). Η άνετη υπέρβαση του ορίου του 10% υπό συνθήκες καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης αποτελεί μείζονα επιτυχία. Ούτε η προφυλάκιση του μέχρι πρότινος ηγέτη του κόμματος και υποψηφίου του για τις προεδρικές εκλογές Σελαχατίν Ντεμιρτάς, ούτε οι συστηματικές διώξεις κατά στελεχών και υποστηρικτών πτόησαν περίπου έξι εκατομμύρια ψηφοφόρους που στήριξαν με την ψήφο τους το κόμμα που φιλοδοξεί να εκπροσωπήσει όχι μόνον τους πολίτες κουρδικής καταγωγής, αλλά και πολλούς πολίτες τουρκικής καταγωγής των οποίων οι ιδεολογικές θέσεις δεν εκφράζονται από κανένα από τα μείζονα κόμματα.

Το ακροδεξιό Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (Milliyetçi Hareket Partisi – MHP) υπήρξε ο τέταρτος και μάλλον ανέλπιστος κερδισμένος των τουρκικών βουλευτικών εκλογών. Σειρά δημοσκοπήσεων προέβλεπε πανωλεθρία του κόμματος και απορρόφησή του από το κυβερνών ΑΚΡ αλλά και το νεοπαγές Καλό Κόμμα (İyi Parti – İP) της Ακσενέρ. Αυτή η εντύπωση συνέβαλε και στην αλλαγή του εκλογικού νόμου η οποία καθιστούσε δυνατή την εκπροσώπηση κομμάτων στη Βουλή ακόμη και με ποσοστό μικρότερο του 10%, εφόσον συμμετείχαν σε συνασπισμό. Παρά τις πολύ δυσοίωνες προβλέψεις το ΜΗΡ είχε αμελητέες απώλειες σε σχέση με τις εκλογές του Νοεμβρίου 2015. Φαίνεται ότι όντως υπήρξε σημαντική διαρροή ψηφοφόρων προς το İP, η οποία όμως αντισταθμίσθηκε από την εισροή δυσαρεστημένων ψηφοφόρων του ΑΚΡ. Ενώ το Κοινοβούλιο είναι πλέον σημαντικά αποδυναμωμένο βάσει του νέου Συντάγματος, το ΑΚΡ υποχρεούται σε συνεργασία με τον προεκλογικό του εταίρο, για να ελέγξει την πλειοψηφία. Η αυξημένη επιρροή του ΜΗΡ, τόσο στη Βουλή όσο και στον κρατικό μηχανισμό, περιορίζει τα περιθώρια ελιγμών και αποκλίσεων από τις πάγιες τουρκικές θέσεις τόσο στο Κουρδικό όσο και στις διεθνείς σχέσεις της χώρας.

Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ