Στην ομιλία που εκφώνησε το βράδυ της Κυριακής στην Αγκυρα γιορτάζοντας την επανεκλογή του στην προεδρία, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν απέδωσε τη νίκη του στη μάχη που έδωσε «μαζί με τον λαό ενάντια στους βανδάλους και τους προδότες» –επιχαίροντας παράλληλα για «το καλό μάθημα που δόθηκε σε όσους περίμεναν να γονατίσει η Τουρκία». Ο αρθρογράφος της «Τζουμχουριέτ» Καντρί Γκιουρσέλ έχει δίκιο να σημειώνει πως οι εκλογές αυτές ήταν «οι λιγότερο δημοκρατικές από όταν εγκαθιδρύθηκε ένας πραγματικός πολυκομματισμός, αρχές της δεκαετίας του 1950». Παρ’ όλα αυτά, η ιδέα μιας Τουρκίας πολιορκημένης από τους εσωτερικούς εχθρούς της –τους υποστηρικτές του Φετουλάχ Γκιουλέν και τους κούρδους αντάρτες του ΡΚΚ -, οι οποίοι βοηθούνται κρυφά από τους δυτικούς εταίρους που απεργάζονται την πτώση της, αναμφίβολα βρίσκει απήχηση σε μεγάλο κομμάτι του τουρκικού εκλογικού σώματος.

Ο Ερντογάν, επισημαίνει ο γάλλος ιστορικός Χαμίτ Μποζαρσλάν, ανήλθε στην εξουσία το 2002 χάρη σε μια διαδικασία αποριζοσπαστικοποίησης, με τον τουρκικό ισλαμισμό να συνειδητοποιεί πως δεν μπορούσε να ξεπεράσει την εκλογική περιθωριοποίησή του παρά μόνο κάνοντας άνοιγμα προς τις μεσαίες τάξεις, τη φιλελεύθερη Αριστερά, το κουρδικό κίνημα και την Ευρώπη. Από την καμπή του 2010 και εξής, ωστόσο, ο ερντογανισμός επιβιώνει χάρη σε μια διαδικασία επαναριζοσπαστικοποίησης –αυτή τη φορά, όμως, ως ένα καθεστώς που υποτίθεται ότι βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο. Η καταπολέμηση της απειλής αυτής επιβάλλει την επανίδρυση του έθνους. Και ο Ερντογάν, που περιγράφει εαυτόν ως λάτρη τη Ιστορίας, δεν χάνει ευκαιρία να αναφέρει τις σημαντικές χρονολογίες που προαγγέλλουν υποτίθεται την ανάδυση μιας «ισχυρής Τουρκίας».

Το 2023 είναι αναμφισβήτητα η προσωπική του αγαπημένη. Θα γιορταστεί τότε η εκατοστή επέτειος της Δημοκρατίας που ίδρυσε ο Ατατούρκ, ή μάλλον η αντικατάστασή της από τη «Δημοκρατία του Ερντογάν», που θα είναι πιο θρησκευτική, πιο σίγουρη για τον εαυτό της, βέβαιη για τη συμπερίληψή της στις «δέκα μεγαλύτερες παγκόσμιες δυνάμεις». Κάποιες φορές αναφέρει όμως και το 2053, την 600ή επέτειο της άλωσης της Κωνσταντινούπολης, ή το 2071, τη συμπλήρωση μίας χιλιετίας από τη νίκη των Σελτζούκων επί των βυζαντινών στρατευμάτων. Με τα χρόνια, υπενθυμίζει η Μαρί Ζεγκό, η ανταποκρίτρια της «Monde» στην Κωνσταντινούπολη, ο επικεφαλής του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ εδραίωσε την ήπια ισχύ του, ένα αφήγημα με νεο-οθωμανική σος που έχει το προσόν να συναρπάζει το κοινό του. Αυτή η «οθωμανομανία» είναι πανταχού παρούσα στις ομιλίες του, στη μικρή οθόνη μέσα από τις τουρκικές σαπουνόπερες, ακόμα και στους πάγκους των μικροπωλητών, που πουλάνε συχνά φέσια με την επιγραφή «Είμαστε όλοι τα εγγόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».