Η επανεκλογή Ερντογάν στην προεδρία σηματοδοτεί την ανάδειξη μιας νέας Τουρκίας, λιγότερο δημοκρατικής, περισσότερο αυταρχικής. Αλλά με αυτή την Τουρκία θα πρέπει να συνεργαστούμε για να διαχειριστούμε τα διαχρονικά προβλήματα χωρίς βλάβη στα εθνικά συμφέροντα. Και καθώς εκτιμάται ότι ο Ερντογάν θα επιχειρήσει ένα άνοιγμα προς τη Δύση, ενδέχεται να δημιουργηθεί «ένα παράθυρο ευκαιρίας» και για τα ελληνικά θέματα. Αλλά δεν θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε στην επίλυση των οποιωνδήποτε προβλημάτων (Αιγαίο, Κυπριακό κ.λπ.) εάν δεν κάνουμε τέσσερις τουλάχιστον βασικές παραδοχές:

α) Ο χρόνος δεν εργάζεται υπέρ της Ελλάδας. Υπάρχει μια σχολή σκέψης η οποία επιχειρηματολογεί υπέρ της άποψης ότι ο χρόνος εργάζεται υπέρ των ελληνικών απόψεων και συμφερόντων. Και επομένως δεν θα πρέπει να λύσουμε κανένα πρόβλημα τώρα αλλά στο μέλλον, αφού με την πάροδο του χρόνου οι συνθήκες θα είναι ευνοϊκότερες για τη χώρα. Πρόκειται για κραυγαλέο λάθος, όπως πιστοποιεί η ιστορική εμπειρία. Ο χρόνος δεν εργάζεται υπέρ ημών. Εργάζεται υπέρ της Τουρκίας και των στόχων της. Ωστόσο, με βάση το «χρονικό επιχείρημα» και άλλα παρεμφερή, χάσαμε ευκαιρίες στο παρελθόν να επιλύσουμε θέματα, με σημαντικότερη αυτή της εγκατάλειψης των δεσμεύσεων του «Ελσίνκι» (2004).

β) Οι ελληνοτουρκικές διαφορές δεν μπορούν να λυθούν με «όρους ισχύος». Ενώ η χώρα θα πρέπει να έχει την πλέον αποτελεσματική αποτρεπτική δύναμη (για να αποφύγει τα χειρότερα και να διαπραγματευθεί αποτελεσματικά), δεν θα πρέπει να έχει και παραισθήσεις. Οι διαφορές / προβλήματα με την Τουρκία δεν λύνονται, δεν μπορούν (και δεν πρέπει) να λυθούν με «όρους ισχύος». Πάντοτε θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας το «δόγμα Θεοδωρόπουλου» που λέει ότι κάθε φορά που η Ελλάδα αντιμετώπισε στρατιωτικά μόνη της την Τουρκία έχασε (1897, 1922, 1974). Αντίθετα, κάθε φορά που την αντιμετώπισε σε συνεργασία, συμμαχία με άλλες δυνάμεις κέρδισε.

γ) Οσο μακρύτερα είναι η Τουρκία από την Ευρώπη τόσο επιθετικότερη γίνεται. Η πρόσδεση μιας χώρας (όπως η Τουρκία) στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης την αναγκάζει να αποδεχθεί τις αξίες και αρχές της ίδιας της ΕΕ (δημοκρατία, κράτος δικαίου, σχέσεις καλής γειτονίας, ειρηνική επίλυση διαφορών). Οταν η Τουρκία μετά το 1999 μπήκε στη διαδικασία πρόσδεσης / ένταξης στην ΕΕ, κινήθηκε προς τη λογική αυτή. Μετά όλα πήγαν στραβά. Είναι σημαντικό επομένως να επιδιωχθεί η «επανασύνδεση» της Τουρκίας με την ΕΕ. Οχι βεβαίως η ένταξη, καθώς τώρα δεν πληρούνται βασικές προϋποθέσεις / κριτήρια (κριτήρια Κοπεγχάγης – δημοκρατία, κράτος δικαίου). Αλλά η επανασύνδεση μπορεί να γίνει μέσω, μεταξύ άλλων, ενίσχυσης της τελωνειακής ένωσης κ.λπ., χωρίς όμως να εγκαταλειφθεί ολοσχερώς η προοπτική της πλήρους ένταξης στο απώτερο ίσως μέλλον. Η Ελλάδα, ως μέλος της Ενωσης, οφείλει να συμβάλει προς την κατεύθυνση αυτή.

δ) Η Τουρκία δεν είναι μια μονολιθική χώρα, τυφλά συντεταγμένη πίσω από έναν αυταρχικό ηγέτη. Είναι μια περίπλοκη χώρα με μεγάλες κοινωνικές και πολιτιστικές αντιθέσεις και αντιφάσεις και πολιτικές διαιρέσεις, όπως δείχνουν και τα εκλογικά αποτελέσματα. Υπάρχει ένα συντηρητικό, θρησκευτικά εμπνεόμενο κοινωνικό σώμα, αλλά υπάρχει και ένα ισχυρό, στα όρια της πλειοψηφίας, τμήμα που εμφορείται από φιλελεύθερες αξίες και προσβλέπει στην Ευρώπη, όπως και σε καλές συνεργατικές σχέσεις με την Ελλάδα.