Συμφωνώ ότι ο καιρός δεν είναι πλέον μια μετεωρολογική καταγραφή, αλλά έχει να κάνει με την τρύπα του όζοντος, το λιώσιμο των παγετώνων και διάφορα άλλα που απειλούν τον πλανήτη. Ωστόσο, έχω την εντύπωση ότι η υπερβολική ενασχόληση με τα καιρικά φαινόμενα άρχισε από τότε που τα «κορίτσια του καιρού» έγιναν σταρ της ιδιωτικής τηλεόρασης. Και κορυφώθηκε με την έκρηξη των σόσιαλ μίντια και την εξέλιξη των ιντερνετικών μετεωρολογικών εφαρμογών. «Με την πρώτη σταγόνα της βροχής» δεν σκοτώνεται πλέον το καλοκαίρι του Ελύτη, αλλά «σκοτωνόμαστε» ποιος θα το ανακοινώσει πρώτος στους διαδικτυακούς του φίλους. «Πλημμύρισε η Χαμοστέρνας». «Κατακλυσμός στο Χαλάνδρι». «Μαύρα σύννεφα πάνω απ’ το Χαλκούτσι». Στον Πειραιά συννέφιασε και στην Αθήνα βρέχει… Και φέτος, μαθαίνουμε, είναι ο πιο βροχερός Ιούνιος των τελευταίων δέκα ετών. Εντάξει, δεν είναι και κανένα μεγάλο χρονικό διάστημα.

Από παιδί, το «τι καιρό θα κάνει» μου προκαλούσε μελαγχολία. Μου δημιουργούσε συνειρμούς με σπίτια στα οποία στάζει η σκεπή τους (υπήρχαν πολλά τέτοια όταν ήμουν μικρή), με ρεπούμπλικες ηλικιωμένων και νοικοκυρές που τρέχουν να μαζέψουν απλωμένες μπουγάδες. Και, νησιώτισσα ούσα, το κάθε μπουρίνι μού φέρνει ασυναίσθητα στον νου, ακόμη και μέχρι σήμερα, ένα καραβάκι –όπου μέσα μπορεί να είναι ο συγγενής, ο φίλος, ο γείτονας –να παλεύει με τη θυμωμένη θάλασσα. (Αλλωστε, μία από τις πρώτες παιδικές μας επαναστάσεις ήταν ότι εμείς, ανεξαρτήτως θερμοκρασίας, δεν θα παίρναμε μαζί μας ζακετάκι τα καλοκαιρινά βράδια). Κατά κάποιον τρόπο, στενοχωριέμαι όταν βλέπω τους ανθρώπους να ανησυχούν για τον καιρό, να επηρεάζεται η διάθεσή τους από αυτόν. Ισως να φταίνε και τα λόγια της Ιρίνα, από τις «Τρεις αδελφές» του Τσέχοφ, όταν μαζί με τη Μάσα και την Ολγα αναρωτιούνται πώς να είναι άραγε τα καλοκαίρια στη Μόσχα. «Στη Μόσχα οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι και οι ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν προσέχουν αν είναι χειμώνας ή καλοκαίρι» τους λέει.