Στην πραγματικότητα κανένας δεν φαντάζεται τα πανεπιστήμια με κάγκελα και λουκέτα, όπως είπε ο υπουργός Παιδείας στην «Εφημερίδα των Συντακτών». Ούτε και τους φοιτητές φρουρούς στην πόρτα επί πληρωμή –πιθανότατα δεν είναι αρκετά «ρωμαλέοι», σύμφωνα με τα προσόντα που ζητούσε κάποτε ο ίδιος για να αναθέσει την προστασία των πανεπιστημιακών υποδομών στο φοιτητικό κίνημα σε μια νέα, κάπως ανατριχιαστική είναι η αλήθεια, εκδοχή της αυτοδικίας.

Κανένας δεν φαντάζεται ένα πανεπιστήμιο σαν το υπουργείο που διοικεί ο ίδιος: ένα κτίριο με βαριά μεταλλική πόρτα που κλείνει για να κρατάει απέξω τους ανεπιθύμητους που διαμαρτύρονται και –εάν χρειαστεί –μαζί με μερικές κλούβες των ΜΑΤ. Το φαντάζεται, όμως, ως κάτι που δεν είναι σήμερα. Ως έναν χώρο όπου θα διακινούνται ελεύθερα οι απόψεις είτε δεν αρέσουν στην πλειοψηφία είτε δεν αρέσουν στις μειοψηφίες. Ως έναν χώρο όπου δεν θα κυριαρχεί ο φόβος αλλά η ελευθερία της σκέψης.

Ο υπουργός έχει δίκιο, η βία στα πανεπιστήμια δεν είναι περισσότερη απ’ ό,τι στην υπόλοιπη κοινωνία. Κι αλλού κλέβουν. Κι αλλού μπορεί να πέσει κάποιος θύμα παρενόχλησης, κι αλλού κάνουν χρήση ναρκωτικών οι τοξικοεξαρτημένοι. Μόνο που το πρόβλημα των πανεπιστημίων δεν είναι η μικροπαραβατικότητα και το μικροέγκλημα. Είναι η βία που ασκούν οι διάφοροι αυτόκλητοι φρουροί της επανάστασης. Είναι ο φασισμός που απειλεί, εκβιάζει και απειλεί ανενόχλητος. Ενας φασισμός δήθεν αντισυστημικός και αντιεξουσιαστικός, αλλά στην ουσία καθόλου διαφορετικός απ’ όλους τους φασισμούς: ένας φασισμός βαθιά εξουσιαστικός και βίαιος.

Ο Γαβρόγλου έχει δίκιο, λουκέτα στα πανεπιστήμια δεν πρέπει να μπουν. Μόνο που τα λουκέτα έχουν μπει ήδη. Και το κλειδί το έχουν οι φασίστες.