Μία πρόταση νόμου που απαγορεύει τα κινητά τηλέφωνα στα σχολεία πέρασε χθες σε πρώτη ανάγνωση, χάρη στις ψήφους της πλειοψηφίας, από τη γαλλική Εθνοσυνέλευση –με την αντιπολίτευση να την καταγγέλλει ως «μάταιη» ή και «φαρισαϊκή». Αλλά αυτές οι αντιδράσεις είναι μηδαμινές σε σύγκριση με εκείνες τις οποίες πυροδοτούν οι δύο προτάσεις νόμου κατά των «ψευδών ειδήσεων» που κατέθεσε χθες η κυβέρνηση Μακρόν στη Βουλή. Από το Εθνικό Συνδικάτο Δημοσιογράφων μέχρι τους Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, πολλές φωνές προειδοποιούν πως πρόκειται για ένα «αναποτελεσματικό» ή και «εν δυνάμει επικίνδυνο» κείμενο. Στην πραγματικότητα, νόμος κατά των fake news ήδη υπάρχει στη Γαλλία από το… 1881: το άρθρο 27 του νόμου του έτους αυτού για την ελευθερία του Τύπου τιμωρεί «τη δημοσίευση, τη διασπορά ή την αναμετάδοση… ψευδών ειδήσεων» με πρόστιμα που φτιάνουν μέχρι τις 45.000 ευρώ. «Ορθός ο νόμος αλλά δεν αρκεί», εκτιμά το LREM, το κόμμα του Εμανουέλ Μακρόν –ο οποίος βρέθηκε προεκλογικά στο στόχαστρο πολλών «βρώμικων» φημών. Πεπεισμένος πως υπήρξε θύμα επιθέσεων ενορχηστρωμένων από «ξένες δυνάμεις», ο γάλλος πρόεδρος ανακοίνωσε στις 3 Ιανουαρίου πως χρειάζονται νέοι κανόνες, ιδίως σε προεκλογικές περιόδους. Η νομοθετική διαδικασία ξεκίνησε άμεσα, με στόχο να γίνουν εγκαίρως διαθέσιμα νέα εργαλεία πριν από τις ευρωεκλογές του Μαΐου 2019.

Ο νέος νόμος προτείνει λοιπόν τρία πράγματα. Καταρχήν, όλες οι ψηφιακές πλατφόρμες (κοινωνικά δίκτυα, μηχανές αναζήτησης, ενημερωτικά πόρταλ…) υποχρεούνται να λένε στους χρήστες ποιοι και πόσα πληρώνουν για την προώθηση περιεχομένου. Κατά δεύτερον, σε προεκλογική ή εκλογική περίοδο, ένας δικαστής αρμόδιος για την εξέταση ασφαλιστικών μέτρων θα μπορεί να διατάσσει την απόσυρση μιας ψευδούς είδησης από έναν ιστότοπο, ή ακόμα και τον αποκλεισμό της πρόσβασης στον ιστότοπο αυτό και το κλείσιμο του λογαριασμού ενός χρήστη «που συνέβαλε κατ’ επαναλαμβανόμενο τρόπο» στην επιχείρηση προπαγάνδας. Κατά τρίτον, το γαλλικό ΕΣΡ αποκτά τη δυνατότητα, πάντα σε προεκλογική περίοδο, να αναστείλει ή και να αφαιρέσει την άδεια μετάδοσης τηλεοπτικού σταθμού «που ελέγχεται από ξένο κράτος ή τελεί υπό την επιρροή ξένου κράτους» και διασπείρει ψευδείς ειδήσεις ικανές να συντελέσουν στην «αποσταθεροποίηση των θεσμών».

Τι συνιστά όμως «ψευδή είδηση»; «Κάθε ισχυρισμός ή απόδοση γεγονότος που στερείται επαληθεύσιμων στοιχείων, ικανών να τον καταστήσουν αληθοφανή», σύμφωνα με τον αρχικό ορισμό, «κάθε ανακριβής ή παραπλανητικός ισχυρισμός ή απόδοση γεγονότος» σύμφωνα με την τροπολογία που κατέθεσε, μπροστά στις αντιδράσεις, η εισηγήτρια του νομοσχεδίου. Η αντιπολίτευση αμέσως εξεγέρθηκε. Για προσπάθεια εγκαθίδρυσης «μιας αστυνομίας της σκέψης» έκανε λόγο ο αρχηγός των Ρεπουμπλικανών, για «χονδροειδή απόπειρα ελέγχου της ενημέρωσης» ο «Ανυπότακτος» Ζαν-Λικ Μελανσόν, για ένα κείμενο «που καταπατά τις ελευθερίες» η ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν. Πιο ουσιαστικές, ωστόσο, είναι οι αντιρρήσεις που διατυπώνουν οι γάλλοι δημοσιογράφοι.

Οι βουλευτές του LREM, επεσήμανε η «Monde» στο κύριο άρθρο της, μοιάζει να δυσκολεύτηκαν σε μέγιστο βαθμό να δώσουν περιεχόμενο στην αυστηρή δέσμευση του γάλλου προέδρου, περιορίζοντας παράλληλα τους κινδύνους. Μοιάζει επίσης να επέλεξαν εσκεμμένα να συντάξουν έναν νόμο αποτελεσματικό, ακριβώς ώστε να μην είναι επικίνδυνος. Πέραν όμως των επιμέρους αντιρρήσεων και ενστάσεων, η ουσία βρίσκεται αλλού: η εμπιστοσύνη στην πληροφόρηση δεν επιβάλλεται με νόμους και διατάγματα: «Το μεγάλο πρόβλημα των κοινωνιών μας δεν έγκειται τόσο στις ψευδείς ειδήσεις όσο στο γεγονός ότι πολλοί πολίτες έχουν καταλήξει να επιλέγουν να τις πιστεύουν. Και αυτός είναι ένας κίνδυνος σαφώς μεγαλύτερος: να πιστεύεις πως αρκεί ένας συμβολικός νόμος για να διευθετηθεί η μείζων κρίση των δημοκρατιών μας, η αυξανόμενη καχυποψία των λαών απέναντι στους θεσμούς τους».