Τα δύο έργα του Ινγκμαρ Μπέργκμαν που είδαμε στην Αθήνα, το περασμένο τριήμερο, με την υπογραφή του ολλανδού σκηνοθέτη Ιβο βαν Χόβε (Ivo van Hove, 1958), έφεραν στη σκηνή μια θεματική που περιστρέφεται γύρω από τον κόσμο του θεάτρου και του κινηματογράφου, έχοντας στο επίκεντρο τον σκηνοθέτη και τον ηθοποιό.

Διευθυντής από το 2001 του Τοneelgroep, στο Αμστερνταμ, ο Βαν Χόβε έχει μέχρι σήμερα συνεργαστεί με ορισμένα από τα πιο σημαντικά ευρωπαϊκά φεστιβάλ και θεατρικές σκηνές (Αβινιόν, Comedie Française, Eδιμβούργο κ.ά.). Δεν είναι η πρώτη φορά που έρχεται στην Ελλάδα ούτε είναι η πρώτη φορά που ανεβάζει Μπέργκμαν («Σκηνές από έναν γάμο» 2004-2005 και «Κραυγές και Ψίθυροι» 2008-2009). Το δίπτυχο «Μετά την πρόβα» και «Περσόνα» έκανε πρεμιέρα τη σεζόν 2012-2013 και έκτοτε περιοδεύει.

Στην παράσταση το ένα έργο διαδέχεται το άλλο –με ένα διάλειμμα να τα χωρίζει, κατά τη διάρκεια του οποίου αλλάζει πλήρως το σκηνικό. Στο «Μετά την πρόβα», που προηγείται, ένας σκηνοθέτης που κατά βάση ζει για το θέατρο, βρίσκεται αντιμέτωπος με την πραγματικότητα μέσα από τα πρόσωπα δύο γυναικών, δύο ηθοποιών. Η πρώτη είναι μια νεαρή, που έχει την ηλικία της κόρης του και η δεύτερη είναι η μητέρα της, με την οποία είχε ερωτική σχέση και δεν ζει πια. Είναι εκείνη που τον «επισκέπτεται» μέσα στο μυαλό του.

Ο Βαν Χόβε, έχοντας στη διάθεσή του τον ίδιο θίασο και στα δύο έργα, έστησε πρώτα το σκηνικό ενός γραφείου: με μια λιτή σκηνική αισθητική και μια οθόνη προβολής, για να μεγεθύνει, κατά περίπτωση τα πρόσωπα, ο χώρος του σκηνοθέτη Χέντρικ Φόγκλερ βρίσκεται ενώπιόν μας. Τη συνάντηση με τη νεαρή Αννα διαδέχεται η «εισβολή» της μητέρας της, της νεκρής Ρέιτσελ που είναι μεθυσμένη. Ο Βαν Χόβε χειρίζεται ρεαλιστικά το υλικό του, δίνοντας έμφαση στη σκηνή των πρώην εραστών –την πιο ενδιαφέρουσα όλης της παράστασης. Η Marieke Heebink με τη δυναμική της ερμηνεία επιβάλλεται σκηνικά.

Στην «Περσόνα», μια ηθοποιός σταματά να μιλάει εν μέσω της παράστασης και έκτοτε υιοθετεί τη σιωπή αντί του λόγου. Στο πλάι της, μια άλλη γυναίκα, η νοσοκόμα, γίνεται η φωνή και τα λόγια της. Μια προσωπική αναμέτρηση, σαν κατάθεση ψυχής, σαν μονόλογος στον καθρέφτη, θα οδηγήσει αυτές τις δύο γυναίκες σε μια ταύτιση, με τα όρια, ανάμεσα στο αληθινό και το φανταστικό, να χάνονται, για άλλη μια φορά.

Μετά το διάλειμμα, το σκηνικό έχει μετατραπεί σε θάλαμο νοσοκομείου: η βουβή ηθοποιός, γυμνή πάνω στο κρεβάτι, με τη νοσοκόμα στο πλάι της. Ακρίβεια και καθαρότητα. Στη συνέχεια η σκηνή μεταμορφώνεται σε σπίτι πάνω στη θάλασσα. Εικαστικά, τόσο η καταιγίδα όσο και το νερό, δημιουργούν μια γοητευτική ατμόσφαιρα. Η εξέλιξη όμως αυτής της μη δράσης, με τον μονόλογο της νοσοκόμας (Gaite Jansen) να συνεχίζεται, χωρίς σκαμπανεβάσματα (ούτε καν στη φωνή της), μετέτρεψε την παράσταση σε πληκτική και ατελείωτη μονοτονία.

Με σεβασμό στο κείμενο, χωρίς περιττούς σκηνοθετισμούς και με υψηλή αισθητική, ο Ιβο βαν Χόβε ωστόσο κούρασε με τη θεατρική του πρόταση, σαν να χάθηκε μέσα στο νερό, κυρίως μετά την καταιγίδα.