Ο πρόεδρος Ματαρέλα ασκεί αρμοδιότητα που του παρέχει το ιταλικό Σύνταγμα. Υπηρετεί τον εγγυητικό ρόλο που του επιφυλάσσει η ιταλική έννομη τάξη. Εάν η παρέμβασή του τύχει της αποδοχής του εκλογικού σώματος, έστω κατά μέρος, θα καταγραφεί στην Ιστορία ως γενναία παρέμβαση. Η περαιτέρω δυνατότητα που του παρέχει το Σύνταγμα να διορίσει πρωθυπουργό της επιλογής του, μεταθέτοντας τον χρόνο των εκλογών, δίνει τη δυνατότητα στον ιταλικό λαό με ωριμότητα να λάβει τις επιλογές του.

Δύο ερωτήματα είναι για μας κρίσιμα: Το συνταγματικό πλαίσιο παρέχει αντίστοιχες δυνατότητες στον έλληνα Πρόεδρο; Σε κάθε περίπτωση, ποιοι είναι οι βαθύτεροι όροι βιωσιμότητας της πολιτικής συναίνεσης, η οποία απειλείται στη σημερινή Ευρώπη;

Ι. Στην Ελλάδα, τέτοια δυνατότητα παρεμβάσεως σε αντίστοιχη περίπτωση δεν θα υπήρχε. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει και παύει τα μέλη της κυβέρνησης με πρόταση του Πρωθυπουργού. Αυτή η αρμοδιότητα του Προέδρου είναι δέσμια.

Ο λόγος είναι η μονιστική εκδοχή του κοινοβουλευτισμού, όπως έχει επικρατήσει στο πολίτευμά μας. Βάση του πολιτεύματος είναι η εμπιστοσύνη της Βουλής προς την κυβέρνηση. Φορέας της εμπιστοσύνης της Βουλής είναι ο Πρωθυπουργός. Διορίζεται εάν είναι αρχηγός κόμματος που διαθέτει στη Bουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Και εάν κανένα κόμμα δεν έχει απόλυτη πλειοψηφία, ο διορισμός Πρωθυπουργού προϋποθέτει τη διαπίστωση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μέσα από συγκεκριμένες και σύντομες διαδικασίες, της δυνατότητας σχηματισμού κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Bουλής. Εφόσον λοιπόν υπάρχει τέτοια δυνατότητα, ο Πρόεδρος έχει δέσμια υποχρέωση να διορίσει Πρωθυπουργό και, με πρόταση του τελευταίου, τους υπουργούς.

Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι ο Πρωθυπουργός που έχει (ή διαπιστώνεται κατά τα ανωτέρω ότι θα έχει) την εμπιστοσύνη της Βουλής προτείνει ως υπουργό Οικονομικών έναν δεδηλωμένο αντίπαλο του ευρώ. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας οφείλει να τον διορίσει υπουργό. Η μόνη εξαίρεση είναι η περίπτωση που η διερεύνηση αποτύχει και διορισθεί Πρωθυπουργός πρόεδρος ανώτατου δικαστηρίου για να διενεργήσει εκλογές. Και σε αυτήν την περίπτωση τον σχηματισμό αναλαμβάνει ο ανώτατος δικαστικός, αλλά, κατά πρακτική του πολιτεύματος, ο Πρόεδρος έχει εγγυητικό ρόλο ώστε η κυβέρνηση (ειδικού σκοπού) να διαθέτει ευρύτερη αποδοχή.

Εξάλλου, οποιαδήποτε εναντίωση του Προέδρου σχετικά με τη σύνθεση της κυβέρνησης θα ήταν ατελέσφορη για έναν απλό λόγο. Ο Πρωθυπουργός θα μπορούσε, είτε επικαλούμενος εθνικό ζήτημα είτε παραιτούμενος, να προκαλέσει άμεσα εκλογές. Το ίδιο μπορούν να επιτύχουν πολιτικά κόμματα που διαθέτουν από κοινού απόλυτη πλειοψηφία, εάν ο Πρόεδρος έθετε όρους στη σύνθεση της κυβέρνησης –όπως έγινε στην Ιταλία.

Ποιος είναι επομένως ο ρόλος του Προέδρου σε περιπτώσεις διακινδύνευσης; Η διαβούλευση με τον Πρωθυπουργό, η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης, η ήπια και συνεχής προσπάθεια για την ανάσχεση διχαστικών αντιλήψεων και τη διατήρηση ελάχιστων όρων συναίνεσης, σοβαρότητας και εμπιστοσύνης στο κράτος δικαίου. Σε ακραίες περιπτώσεις, ο έλεγχος συνταγματικότητας σε προτεινόμενα προεδρικά διατάγματα.

Εάν αυτά αποτύχουν και το ζήτημα δεν επιδέχεται συμβιβασμούς, υπάρχει η οδός της παραίτησης. Θέτοντας το εκλογικό σώμα ενώπιον των ευθυνών του. Εάν όμως το εκλογικό σώμα είναι σε πορεία αυτοκαταστροφής, το μόνο που η παραίτηση θα προκαλέσει είναι να επιταχύνει την επέλευση της καταστροφής.

Διαφορετικά θα ήταν ενδεχομένως τα πράγματα εάν ο Πρόεδρος είχε άμεση λαϊκή νομιμοποίηση και το πολίτευμα ανέθετε διευρυμένες εξουσίες στον Πρόεδρο. Αυτό συνήθως συμβαίνει σε χώρες με πολυδιασπασμένο πολιτικό σύστημα. Προϋπόθεση ωστόσο είναι η συναινετική παράδοση. Αλλιώς το σύστημα οδηγείται σε αδιέξοδο.

ΙΙ. Αυτή η παρατήρηση θέτει άφευκτα το ερώτημα: Ποιες είναι οι βάσεις της συναίνεσης; Προφανώς η πολιτική και οικονομική ομαλότητα. Ο πρόεδρος Ματαρέλα, στο διάγγελμά του, τόνισε ότι η ιταλική κυριαρχία επιβεβαιώνεται όταν προστατεύονται οι αποταμιεύσεις των Ιταλών. Και έχει δίκιο. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης κλονίσθηκε όταν οι Γερμανοί είδαν τις αποταμιεύσεις τους να χάνονται και η μεσαία τάξη τα παιδιά της να μένουν άνεργα. Και τελικά κατέρρευσε. Με τα αντισυστημικά κόμματα να πνίγουν την Κεντροδεξιά και την Κεντροαριστερά.

Πώς υπηρετείται η ομαλότητα; Με την κανονικοποίηση της πολιτικής. Οταν οι κοινωνικές διεκδικήσεις μπορούν να προωθηθούν μέσα από το πολιτικό σύστημα και όταν το διακύβευμα της πολιτικής ζωής δεν είναι η κατά κράτος επικράτηση των μεν επί των δε. Πότε αυτή η κανονικότητα είναι βιώσιμη; Οταν οι οικονομικές και κοινωνικές δομές διαθέτουν προσαρμοστικότητα στις διαρκώς μεταβαλλόμενες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Η κανονικότητα προϋποθέτει ανοικτές δομές.

Τα spreads δεν είναι φαινόμενο της τρέχουσας δεκαετίας. Αποτελούσαν εργαλείο για τη διαμόρφωση της πολιτικής στο αγγλικό Κοινοβούλιο όλο τον 18ο αιώνα. Η Αγγλία κατόρθωσε να προσαρμόσει το δημοσιονομικό της σύστημα και είχε πολύ χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού από τις κλειστές δομές της γαλλικής κοινωνίας και πολιτικής. Η Γαλλία χρεοκόπησε και ο Λουδοβίκος έχασε το κεφάλι του, όταν το σύστημα δεν μπορούσε πλέον να εκμοντερνισθεί εκ των έσω.

Οπως δείχνουν οι εξελίξεις σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η λύση των αντισυστημικών είναι η παλινόρθωση κλειστών δομών. Η ασφάλεια της ημιαπομόνωσης. Και αυταρχικές δημοκρατίες, με δυσπιστία στους φιλελεύθερους θεσμούς. Η κρίση στην Ευρώπη είναι σε μεγάλο βαθμό κρίση δομών. Εχουμε μεγαλώσει με κλειστές δομές. Τις αναζητούμε σε κάθε δυσκολία. Και απαιτούμε από το κράτος να τις εγγυηθεί. Μετατρέποντας την πολιτική σε αρένα.

Ο Νίκος Ι. Παπασπύρου, διδάκτωρ Νομικών του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, είναι επίκουρος καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών