Τα περιστατικά βίας σε πανεπιστημιακούς χώρους έχουν πολλαπλασιαστεί ανησυχητικά τον τελευταίο καιρό. Τέτοια περιστατικά δεν είναι καινοφανή στα ελληνικά πανεπιστήμια. Υπάρχει όμως μια σημαντική ποιοτική διαφοροποίηση: ενώ παλαιότερα τα περιστατικά αυτά κυρίως αφορούσαν παρεμπόδιση συνεδρίασης συλλογικών οργάνων, άσκηση λεκτικής βίας, ομηρεία μελών συλλογικών οργάνων, παρεμπόδιση διεξαγωγής εκλογικών διαδικασιών, τα δύο – τρία τελευταία χρόνια γινόμαστε επιπλέον μάρτυρες άσκησης ψυχολογικής αλλά και φυσικής βίας μέσα στα πανεπιστήμια. Η κατάσταση αυτή, που προσβάλλει το σύνολο των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας, έχει ήδη οδηγήσει στη δημιουργία κλίματος ανασφάλειας και φόβου μέσα στα ΑΕΙ.

Αραγε, περιστατικά βίας συμβαίνουν μόνο στα ελληνικά πανεπιστήμια; Ασφαλώς όχι. Και πάλι όμως, υπάρχει μια σημαντική ποιοτική διαφοροποίηση ανάμεσα σε τέτοια περιστατικά που συμβαίνουν σε πανεπιστήμια στο εξωτερικό και σ’ εκείνα που συμβαίνουν στην Ελλάδα: ενώ τα περιστατικά βίας στα πανεπιστήμια στο εξωτερικό είναι κυρίως επιθέσεις σεξουαλικής βίας ή άκριτης κατά πάντων βίας που οφείλεται σε ψυχολογικά προβλήματα του δράστη, τα αντίστοιχα περιστατικά στην Ελλάδα έχουν πάντα «ιδεολογικό» ή πολιτικό (χωρίς εισαγωγικά) υπόβαθρο.

Είναι ακριβώς αυτή η διαπίστωση που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος δεν μπορεί να γίνει με απλή μεταφορά καλών πρακτικών που ακολουθούν πολλά πανεπιστημιακά ιδρύματα του εξωτερικού (π.χ. αποτελεσματική φύλαξη, πανεπιστημιακή «αστυνομία», ελεγχόμενη πρόσβαση στους πανεπιστημιακούς χώρους, εγκατάσταση και λειτουργία συστημάτων επιτήρησης, υπηρεσία αναφοράς περιστατικών κ.λπ.). Οι πρακτικές αυτές ασφαλώς και πρέπει να υιοθετηθούν, αλλά αυτό που απαιτείται πρωτίστως και κατά προτεραιότητα είναι η πέραν πάσης αμφισημίας έμπρακτη απόδειξη της πολιτικής βούλησης, από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς της πολιτείας αλλά και των ίδιων των Αρχών των πανεπιστημίων, να πατάξουν αμείλικτα τα φαινόμενα αυτά, να φέρουν ενώπιον της Δικαιοσύνης τους δράστες, να τους αποδώσουν τις ευθύνες τους –εφόσον βεβαίως διαπιστωθούν ότι υπάρχουν –και να διασφαλίσουν ότι οι δράστες θα υποστούν τις νόμιμες συνέπειες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρώτο βήμα στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να είναι η πλήρης κατάργηση της απαρχαιωμένης έννοιας του πανεπιστημιακού ασύλου. Μιας έννοιας αρχικά συνδεδεμένης με την αρχή του σεβασμού στην ακαδημαϊκή ελευθερία, της οποίας όμως το πραγματικό νόημα έχει –και αυτό –βιασθεί βάναυσα στην Ελλάδα. Η ακαδημαϊκή ελευθερία προστατεύεται αποτελεσματικά σε όλον τον κόσμο, χωρίς να υπάρχει πουθενά η έννοια του ασύλου. Σε όλη την Ελλάδα η ελευθερία της άποψης προστατεύεται επίσης αποτελεσματικά, πάλι χωρίς να υπάρχει ανάγκη οποιασδήποτε μορφής ασυλίας. Γιατί στα ελληνικά πανεπιστήμια χρειαζόμαστε τέτοιου είδους «ειδική» προστασία, αν δεν σκοπεύουμε να τη χρησιμοποιήσουμε για την προστασία όχι της ακαδημαϊκής ελευθερίας, αλλά της ελευθεριότητας, της αυθαιρεσίας, της ασυδοσίας, της παραβατικότητας και της ατιμωρησίας;

Προϋπόθεση, όμως, για τη λύση του προβλήματος είναι η αναγνώριση ότι πράγματι υπάρχει πρόβλημα. Δυστυχώς, όταν ο αρμόδιος υπουργός δηλώνει ότι «δεν υπάρχει κλίμα ανομίας» στα ΑΕΙ, όταν θεωρεί ότι η λύση στο πρόβλημα είναι ένα «ρωμαλέο φοιτητικό κίνημα», όταν κατηγορεί τις πρυτανικές Αρχές ότι «αδρανούν», ότι «δεν έλαβαν σοβαρά υπόψη τους τις ανάγκες», ότι «δεν στέλνουν προτάσεις» και όταν, για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, συγκροτεί επιτροπή με σκοπό «να μελετήσει ζητήματα του θεσμικού πλαισίου που αφορούν ζητήματα ακαδημαϊκής ελευθερίας και ειρήνης, καθώς και φαινόμενα παραβατικότητας στους χώρους των ΑΕΙ, προκειμένου να υποβάλει σχέδια και προτάσεις προς τους υπουργούς Εσωτερικών, Παιδείας, Ερευνας και Θρησκευμάτων, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και Υγείας, για την ορθή εφαρμογή του άρθρου 3 του Ν. 4485/2017 (Α’ 114)», ακόμα και οι πλέον αισιόδοξοι δεν μπορούν να ελπίζουν ότι το πρόβλημα είναι δυνατό να λυθεί από την παρούσα κυβέρνηση.

Ο Σωκράτης Κάτσικας είναι πρύτανης του

Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου