Είναι ίσως η πιο γνωστή από τους διαφωνούντες του Ιράν –και η πρώτη μουσουλμάνα που τιμήθηκε, το 2003, με Νομπέλ Ειρήνης. Ασκεί κριτική στο καθεστώς των αγιατολάδων, που την υποχρέωσε σε αυτοεξορία εδώ και σχεδόν μία δεκαετία, σχεδόν για όλα. Κάνει όμως μία εξαίρεση: «Το Ιράν έχει σεβαστεί μέχρι στιγμής τη συμφωνία για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Για αυτό θέλω να παραμείνει σε ισχύ. Αν ο πρόεδρος Τραμπ την ακυρώσει, η κατάσταση θα είναι φριχτή τόσο για το Ιράν όσο και για τον υπόλοιπο κόσμο», προειδοποιούσε η ιρανή δικηγόρος και ακτιβίστρια υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Σιρίν Εμπάντι μιλώντας στην ισπανική «El Pais» μόλις λίγες ώρες πριν κάνει, τελικά, το επίφοβο βήμα ο αμερικανός πρόεδρος.

«Ακόμα και αν ο Τραμπ αποφασίσει να την ακυρώσει, το Ιράν δεν πρέπει να το κάνει» προσέθετε, «γιατί οι συνέπειες θα είναι φριχτές για την οικονομία της χώρας», που είναι βυθισμένη στη δίνη του υπερπληθωρισμού και αντιμέτωπη με μία κοινωνική δυσφορία η οποία στα τέλη Δεκεμβρίου έβγαλε στους δρόμους χιλιάδες διαδηλωτές σε 70 πόλεις. Ισως να περίμενε κανείς από την Εμπάντι να μην την ενοχλεί η προοπτική μίας λαϊκής εξέγερσης στο Ιράν. Οπως όμως επεσήμανε η ίδια από την Ισπανία, όπου βρέθηκε προκειμένου να παραλάβει το βραβείο Αφοσιωμένοι Αισιόδοξοι από την επιθεώρηση «Anoche tuve un sueno», «μία λαϊκή εξέγερση χωρίς ξεκάθαρο προσανατολισμό, χωρίς σαφή εναλλακτική λύση, μπορεί να μετατρέψει το Ιράν σε μια δεύτερη Βενεζουέλα. Και αυτό θα ήταν τελικά χειρότερο για τον κόσμο».

Προκειμένου να μην καταλήξει το Ιράν ούτε δεύτερη Βενεζουέλα, όπως φοβάται η αντιπολίτευση, ούτε δεύτερη Συρία –όπως προειδοποιεί το καθεστώς θέλοντας να τρομάξει τους δυσαρεστημένους -, το μόνο που θα χρειαζόταν είναι για την Εμπάντι κάτι τόσο απλό και τόσο δύσκολο όσο ο διάλογος. «Κάθε μέρα βλέπουμε το νόμισμα να υποτιμάται. Πριν φτάσουμε στη χρεοκοπία, η κυβέρνηση πρέπει να καθίσει στο ίδιο τραπέζι με τους εκπροσώπους του λαού, γιατί αν συνεχίσει έτσι, σε έξι μήνες θα έχουμε χρεοκοπήσει, οι τράπεζες βρίσκονται ήδη στο όριο».

Μαζί με 14 ακόμη «διανοουμένους που εκπροσωπούν την κοινωνία των πολιτών», η Εμπάντι υπέγραψε τον Φεβρουάριο μια ανοιχτή επιστολή με την οποία ζητούσε από την κυβέρνηση των μουλάδων «ένα δημοψήφισμα για να αλλάξει το Σύνταγμα και να αποκτήσουμε μια κυβέρνηση κοσμική, μη θρησκευτική, βασισμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα». «Προτείνουμε ένα μοντέλο παρόμοιο με εκείνο της Νότιας Αφρικής ή κάποιων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Ελπίζουμε το καθεστώς να δεχθεί. Γιατί αν συνεχίσει έτσι, θα καταρρεύσει».

Αν το Ιράν δεν έπαιζε το χαρτί της περιφερειακής δύναμης που χρησιμοποιεί στον Λίβανο και τη Συρία, ίσως να ήταν πιο εύκολο να προχωρήσει εμπρός, αναγνωρίζει η Εμπάντι, που ήταν όμως ανέκαθεν εναντίον τόσο των κυρώσεων εις βάρος της Τεχεράνης («έβλαψαν πολύ περισσότερο τους πολίτες παρά το καθεστώς, γιατί ο στενός πυρήνας έγινε πολύ πλούσιος ακριβώς χάρη σε αυτές») όσο και μιας ευθείας ξένης παρέμβασης. Το μήνυμά της προς τη Δύση και τους δυτικούς πολιτικούς που επισκέπτονται την Τεχεράνη είναι σαφές: «Μην ξεχνάτε τα ανθρώπινα δικαιώματα». Και ειδικά προς τις γυναίκες, «σας παρακαλώ, μη φοράτε τη μαντίλα».