Η μόδα, οι εξεγέρσεις και η εσωτερική διαμάχη του εαυτού. Το σώμα ξεσηκώνεται και διεκδικεί. Ομως αν τα ρούχα είναι στητά την «ώρα της διεκδίκησης» δεν επιτελούν τον ρόλο τους. Δηλαδή να χαρακτηρίζουν την εποχή και να προβάλλουν το σώμα της μόδας. Οι σκέψεις αυτές συνοδεύουν τη ροή εικόνων που μας έφεραν οι υπερπαραγωγές των πρόσφατων ειδικών σόου για τις συλλογές resort Chanel αλλά και το κόκκινο χαλί του ΜΕΤ Gala με το οποίο εγκαινιάστηκε η έκθεση μόδας στη Νέα Υόρκη «Heavenly Bodies».

Τη στιγμή που στο Παρίσι του 1968, τις πρώτες μέρες του Μάη, το αμφιθέατρο της Σορβόννης γέμιζε από φοιτητές που αμφισβητούσαν το γαλλικό σύστημα πανεπιστημιακής διδασκαλίας και τις «παραδόσεις καθέδρας», ο κόσμος της μόδας, δηλαδή οι πρωταγωνιστές της υψηλής ραπτικής, δεν μπορούσαν να δουν το μέλλον να έρχεται. Ηταν κλεισμένοι στα ατελιέ, απασχολημένοι με τις πτυχές από μετάξι που έραβαν για την υψηλή πελατεία τους. Ωστόσο ο αμερικανός φωτογράφος Γουίλιαμ Κλάιν, ο οποίος ζούσε στο Παρίσι φωτογραφίζοντας στους δρόμους τα μεγάλα θέματα μόδας για τη «Vogue», «είδε» αυτό που ερχόταν. Βρέθηκε με την κάμερα του στο χέρι μέσα στη Σορβόννη και στους δρόμους του Σεν Ζερμέν αποτυπώνοντας τις οδομαχίες εκείνης της εβδομάδας του γαλλικού Μάη. Ο φωτογράφος της μόδας είδε ότι οι νέοι άνθρωποι ζητούσαν ακρόαση. Και τους την έδωσε με την ταινία «Maydays» («Μεγάλες νύχτες – μικρά πρωινά»).

Αυτήν την ατμόσφαιρα οικειοποιήθηκαν οι σημερινοί πρωταγωνιστές του συστήματος της μόδας. Από την πλευρά της πολυτέλειας, οι οίκοι Dior και Gucci αναφέρονται στον Μάη του 1968 για να προβάλουν τις φετινές δημιουργίες τους ως «νεανικά ανατρεπτικές». Ωστόσο η ιστορία της μόδας είχε φέρει σε ρήξη την υψηλή ραπτική και τη μόδα της νέας εποχής που αφορούσε τη γέννηση του πρετ α πορτέ και την ανάδειξη στους δρόμους των πόλεων του προσωπικού στυλ. Αυτός ο πόλεμος της μόδας του ’68 ξεκίνησε στην τηλεόραση. Το νέο τότε μέσο επικοινωνίας παρουσίασε τη λεκτική ανταλλαγή πυρρών ανάμεσα στην ηλικιωμένη Γκαμπριέλ Σανέλ και τον νεαρό Ιβ Σεν Λοράν. Η εύθραυστη κυρία ετών 85 τον Μάρτιο 1968 εκφράζεται με εριστικό τρόπο για το καραβάνι του φεμινισμού που αρχίζει να κυκλοφορεί με μίνι στο Παρίσι και δείχνει τον μισογυνισμό της μέσα από στυλιστικές αποδοκιμασίες της για το νέο φαινόμενο: «Μισώ το μίνι. Το βρίσκω ξεδιάντροπο, φοβερό. Δεν καταλαβαίνω γιατί οι γυναίκες το κάνουν αυτό. Για να δείξεις γόνατα που σπάνια είναι όμορφα; Είναι ξεδιάντροπο. Οι γυναίκες δεν πρέπει να είναι επιθετικές. Πιστεύω μόνο στις αδυναμίες των γυναικών. Δεν πιστεύω στη δύναμή τους. Η γυναίκα που φορά τα παντελόνια με απογοητεύει».

Στο κλίμα των γεγονότων του ’68, η Κοκό Σανέλ δεν υπαγορεύει πλέον τους κώδικες. «Διακηρύσσοντας ότι ο Σεν Λοράν ακολουθούσε τα βήματά της, ήταν ένας τρόπος για να υποστηρίξει και να πείσει» λέει η Κατρίν Ορμέν, ιστορικός μόδας, συγγραφέας του «All About Yves» (Larousse). «Η Chanel ήταν κατά κάποιον τρόπο στα τέλη της δεκαετίας του ’60 το καταφύγιο της μεγάλης αστικής τάξης. Απευθυνόταν σωστά στις κυρίες. Το στυλ της ήταν μοντέρνο, αλλά παρέμεινε παγωμένο από το 1965. Εγινε απολιθωμένο και δεν προχώρησε με την εποχή της».

Ο Ιβ Σεν Λοράν, εκφραστής του νέους ύφους του πρετ α πορτέ, δεν επέτρεψε να μειωθεί ο ρόλος του σε κληρονόμο του θηρίου Chanel. Λίγες μέρες αργότερα, της ανταπαντά στην ίδια εκπομπή. «Δεν συμφωνώ μαζί της όταν λέει ότι την αντιγράφω. Αγαπώ την εποχή μου, αγαπώ τα νυχτερινά κέντρα, μου αρέσουν αυτοί που λέγονται γε -γε, αγαπώ τα καταστήματα. Ολα αυτά έχουν μεγάλη επιρροή σε ό,τι κάνω. Ο κύκλος για τη Chanel έχει κλείσει. Εχει εισέλθει στον μύθο. Μία δημιουργία ραπτικής από τη Chanel είναι σαν ένα φόρεμα του Λουδοβίκου ΙΕ’. Στην ιστορία του ενδύματος είναι εκεί. Είναι ένα υπέροχο ντοκουμέντο. Δεν νομίζω ότι έχω φτάσει εκεί ακόμα ή ότι είναι ο στόχος μου αυτή τη στιγμή. Η Γκαμπριέλ Σανέλ ανήκει στο μουσείο, σαν ένα κομμάτι της κληρονομιάς για αρχειοθέτηση, ιδανική προς παρατήρηση».