Η τελευταία χαρά που πήρε ήταν πριν από λίγες μέρες, όταν η ταινία «Φυγαδεύοντας τον Χέντριξ» του Μάριου Πιπερίδη, για την οποία έγραψε τη μουσική, απέσπασε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Τραϊμπέκα. Και έτσι ο Κωνσταντής Παπακωνσταντίνου πρόσθεσε ένα ακόμη credit στις συνθέσεις για τον κινηματογράφο μετά το «Μικρό έγκλημα» (σ.σ.: του Χρίστου Γεωργίου, όπου έγραψε τη μουσική μαζί με τον πατέρα του Θανάση Παπακωνσταντίνου το 2008), το «Φράγμα» του Γιώργου Τελτζίδη και το «Happy Birthday», επίσης του Χρίστου Γεωργίου, το οποίο αναμένεται να κυκλοφορήσει στις αίθουσες στις 10 Μαΐου, με πρωταγωνιστές τον Δημήτρη Ημελλο, τη Νεφέλη Κουρή και τη Μυρτώ Αλικάκη. Αν η μισή του καρδιά βρίσκεται στα σάουντρακ, η άλλη μισή είναι δοσμένη στα δυο γκρουπ όπου συμμετέχει: Γκιντίκι και Λάργκο. «Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς κάποιο από τα δύο –το σινεμά ή τα γκρουπ».

Η μουσική αφήγηση πρέπει να είναι πάντα σε αρμονία με τη σκηνοθετική;

Στο τελικό αποτέλεσμα είναι απαραίτητο, ακόμη και αν δεν συμφωνώ απόλυτα. Αυτός έχει τη μεγάλη εικόνα στο μυαλό του και εσύ καλείσαι να την κάνεις πραγματικότητα. Παρ’ όλα αυτά, σε κάποιες σκηνές με σύγκρουση χαρακτήρων όπου δεν ήταν ξεκάθαρη η θέση του σκηνοθέτη, λειτούργησα υποκειμενικά και έκρινα με βάση τη δική μου ψυχοσύνθεση. Για παράδειγμα, στην ταινία «Happy Birthday» υπάρχει μια στιγμή που ο κόσμος του ενός πρωταγωνιστή γκρεμίζεται και οδηγείται σε μια πράξη με την οποία εγώ ταυτίζομαι ιδεολογικά. Επομένως αυτό που έκανα ήταν να του δώσω λύτρωση μέσα απ’ τη μουσική και να αγνοήσω τον πόνο και την απογοήτευση που νιώθει ένας άνθρωπος, ο οποίος βλέπει μέσα σε μια στιγμή όλη του τη ζωή σαν ένα ψέμα. Τελικά όμως το άλλαξα…

Σας αρκεί το σενάριο πριν γράψετε ή θέλετε να δείτε και εικόνες;

Μου είναι απαραίτητο να έχω και κάποια εικόνα όταν δουλεύω τις μουσικές. Πέρα από την πλοκή και τα συναισθήματα που μπορεί να τα καταλάβεις κάπως από το σενάριο, ο ρυθμός του μοντάζ, οι καιρικές συνθήκες που επικρατούν και το τοπίο γενικότερα όπως και οι κινήσεις των χαρακτήρων είναι βασικοί παράγοντες που μου δίνουν ερεθίσματα προς τα πού να κινηθώ μουσικά. Διαβάζοντας όμως το σενάριο μπορώ να βρω τον γενικό ήχο που θα έχει η ταινία, ποια ηχοχρώματα θα κυριαρχούν.

Πότε είναι απαραίτητη η μουσική σε μια ταινία και πότε «περισσεύει»;

Και η μουσική επένδυση αλλά και η απουσία μουσικής θα πρέπει να ενισχύουν την εικόνα. Και η σιωπή είναι ένα είδος σάουντρακ. Η μουσική επένδυση είναι κάπως η εύκολη λύση και πολλές φορές λειτουργεί διορθωτικά. Με το να ενισχύει, για παράδειγμα, ένα συναίσθημα που η εικόνα δεν κατάφερε να εκμαιεύσει ή με το να κρύβει κάποιες αδυναμίες της ταινίας –κάτι το οποίο όμως είναι φυσιολογικό. Σαν μια δεύτερη ευκαιρία ας πούμε. Υπάρχουν όμως και οι περιπτώσεις που παίρνει μέρος στην πλοκή. Βοηθάει να καθοδηγήσεις τον θεατή με τρόπο που δεν θα μπορούσες με την εικόνα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αν συνδυαστούν καλά αυτά τα δύο το αποτέλεσμα απογειώνεται.

Τι κάνει ένας συνθέτης όταν ένας σκηνοθέτης έχει ισχυρή άποψη για τη μουσική;

Η δουλειά του συνθέτη είναι να κάνει το όραμα του σκηνοθέτη πραγματικότητα αλλά με τον δικό του τρόπο. Επομένως τον τελευταίο λόγο τον έχει ο σκηνοθέτης και έτσι πρέπει να είναι. Αν η συνεργασία συνθέτη – σκηνοθέτη είναι καλή, μοιράζονται την ίδια αισθητική και υπάρχει εμπιστοσύνη, η ισχυρή άποψη είναι κάτι καλό.

Τι είναι πιο βασανιστικό: να γράφετε μουσική για πολλούς ή όπως επιθυμεί ο άλλος;

Δεν έχω γράψει ποτέ μουσική με στόχο να απευθύνεται στους πολλούς, οπότε δεν μπορώ να απαντήσω. Ακόμη και όταν χρειαστεί να γράψω κάποιο είδος που δεν με αντιπροσωπεύει για μια ταινία, το βλέπω σαν παιχνίδι, όχι σαν αγγαρεία. Το μόνο κάπως βασανιστικό στο σάουντρακ είναι όταν πρέπει να κάτσω να συνθέσω μουσική με πίεση χρόνου και κατά παραγγελία και απλώς δεν βγαίνει τίποτα.