Ακόμη και πριν από το πρώτο φυλλομέτρημα της έκδοσης (Γκοβόστης, 2018, μετάφραση Γιώργος Μπλάνας) είναι σαν να συναισθάνεται κανείς τα ερωτήματα του επίδοξου αναγνώστη: Ακόμη μια ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου; Και μάλιστα την εποχή της Wikipedia; Ακόμη μια εκκίνηση από την εισβολή στην Πολωνία, την πτώση της Γαλλίας, το θαύμα της Δουνκέρκης, τη μάχη στον Ειρηνικό, την αντίσταση στο Στάλινγκραντ και την αντίστροφη μέτρηση; Είναι ερωτήματα τόσο θεμιτά όσο και η πάγια απάντηση της ιστοριογραφίας: «Σημασία δεν έχει τι γράφεις, αλλά πώς το γράφεις». Ποια καινούργια ερμηνεία δίνεις σε γεγονότα χαραγμένα στο συλλογικό ασυνείδητο και αποδελτιωμένα στην επίσημη ιστοριογραφία.

Το πρώτο «αντεπιχείρημα», λοιπόν, και η πρώτη εγγύηση είναι το όνομα του ίδιου του ιστορικού. Ο Αντονι Μπίβορ συνενώνει σε μια ενιαία εξιστόρηση (γραμμένη στα αγγλικά το 2012) όσα έχει ήδη αναλύσει σε βιβλία, όπως τα «Στάλινγκραντ», «Κρήτη: η μάχη και η αντίσταση», «D-Day: η απόβαση στη Νορμανδία», «Αρδέννες 1944: το τελευταίο στοίχημα του Χίτλερ», «Βερολίνο: η πτώση 1945» (όλα από τις εκδόσεις Γκοβόστη). Πρόκειται για ένα αφηγηματικό έπος που ακολουθεί το πολεμικό. Εκ των πραγμάτων σε μια έκδοση 900 ωφέλιμων σελίδων αναγκάζεται να συντομεύσει τις περιγραφές για το κοσμοϊστορικό γεγονός. Ακόμη κι έτσι, όμως, καταφέρνει να φωτίσει την ηθική πολυπλοκότητα και τις πολιτικές αποφάσεις –ενίοτε «μοιραίες», σύμφωνα και με τον χαρακτηρισμό του Ιαν Κέρσοου στο δικό του «Μοιραίες επιλογές» (Πατάκη, 2008) –που διαμόρφωσαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Μπίβορ ανοίγει μπροστά μας τη μεγάλη εικόνα του πολέμου δίνοντας σημασία στις δικές του «λεπτομέρειες». Περιγράφει, για παράδειγμα, πολύ νωρίς τη σινοϊαπωνική σύγκρουση ως «ένα κομμάτι που έλειπε από το παζλ» για πολλά χρόνια: «Η σύγκρουση στην Κίνα έχει αντιμετωπιστεί συχνά ως μια εντελώς ξεχωριστή υπόθεση, επειδή ξεκίνησε πολύ πριν από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ευρώπη. Ομως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή η σύγκρουση, αφενός, ευθύνεται για τον μεγαλύτερο όγκο ιαπωνικών χερσαίων δυνάμεων που αναπτύχθηκαν ποτέ στην Απω Ανατολή και, αφετέρου, προκάλεσε την εμπλοκή τόσο των Αμερικανών όσο και της Σοβιετικής Ενωσης στην περιοχή». Από εκεί κι ύστερα στα 50 ξεχωριστά κεφάλαια για την έκβαση των πολεμικών επιχειρήσεων –με κατάληξη τη συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας –ο ιστορικός θα αναδείξει σε αρκετά σημεία τους κρίσιμους παράγοντες που οδηγούσαν κάθε φορά στις «ανατροπές», τις «περιπέτειες» και τις «επιφάνειες» του πολέμου (και, ναι, εδώ μπορεί κανείς να υιοθετήσει το λογοτεχνικό περιεχόμενο που έχουν αυτοί οι όροι).

Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ. Η ίδια η εξιστόρηση (storytelling) αποτελεί ένα ακόμη επιχείρημα στον «αντίλογο της Wikipedia». Ακολουθώντας την κινηματογραφική τεχνική του τράβελινγκ, ο Μπίβορ σπάει σε κομμάτια τις εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου κρατώντας τον αναγνώστη σε εγρήγορση. Λίγο πριν περάσει στην εποποιία του Στάλινγκραντ, για παράδειγμα, περιγράφει την αντεπίθεση των Συμμάχων στον Ειρηνικό, η οποία έβαλε τέλος στον μύθο του αήττητου των Ιαπώνων. Οι μάχες, άλλωστε, δεν είναι μόνο μάχες. Είναι και περιγραφή της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής γύρω από αυτές. Ο Μπίβορ εντάσσει πολλές φορές μέσα στο έργο του τον Βασίλι Γκρόσμαν, αυτόπτη μάρτυρα της εποχής για λογαριασμό του Κόκκινου Στρατού, τον Σοστακόβιτς, το ημερήσιο δελτίο διατροφής, τις ασθένειες που ξέσπασαν εκείνη την περίοδο, τις ιδεολογίες. Την περίοδο που οι αμερικανοί στρατιώτες λαχταρούσαν «λίγο ψητό χοιρινό στο μέτωπο των Αρδεννών και «πυροβολούσαν αγριογούρουνα με αυτόματα Τhompson», ο Τσόρτσιλ δεχόταν τη σφοδρή κριτική της Βουλής των Κοινοτήτων διατηρώντας τη «δυνατή πεποίθησή του ότι μόνο εκείνος μπορούσε να σώσει την Ελλάδα από τον κομμουνισμό».

Ο Μπίβορ σε πολλά σημεία, εξάλλου, επισημαίνει τον τρόπο με τον οποίο κάθε συμμαχική χώρα ξεχωριστά έγραψε την ιστορία του πολέμου. Και είναι εδώ που ο ιστορικός (ο οποίος έχει υπηρετήσει ως μόνιμος αξιωματικός της 11ης Ιλης Ουσάρων στη Γερμανία και την Αγγλία) γίνεται απαραίτητος. Επισημαίνει, για παράδειγμα, ότι οι ρώσοι συνάδελφοί του αρνούνται ακόμη και σήμερα ότι η κλίμακα της βοήθειας του Ρούζβελτ προς τη Σοβιετική Ενωση θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στην τελική νίκη. Ή πως το μεγαλύτερο πρόβλημα του Στάλιν ήταν «ότι δεν μπορούσε να κατανοήσει ούτε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν οι δημοκρατικές κυβερνήσεις, αλλά ούτε και τις πιέσεις που δέχονταν εντός των χωρών τους». Οτι «η νέα τάξη που ήθελαν να επιβάλουν οι Ιάπωνες στην Ασία έμοιαζε πολύ με εκείνη των Γερμανών και ο τρόπος που μεταχειρίζονταν τους Κινέζους δεν διέφερε από τη στάση των Ναζί απέναντι στους σλάβους Untermenschen (υπανθρώπους)». Και καθιστά γήινες τις «μεγάλες αφηγήσεις» επιμένοντας στις μαρτυρίες –γραπτές ή προφορικές, αλλά πάντως καταγεγραμμένες –στρατιωτών, αξιωματικών και αξιωματούχων, πολιτών της εποχής που γράφουν σε σημειωματάρια, βιβλία ή επιστολές (ενίοτε ανεπίδοτες, όπως στην περίπτωση των Σοβιετικών που στάλθηκαν στα γκουλάγκ σαν «προδότες» της πατρίδας).

Ολα αυτά με την αυτοπεποίθηση του ερευνητή και τη μετριοφροσύνη ενός ιστορικού που κινείται ανάμεσα σε άλλους ιστορικούς. Γι’ αυτό και έχει ιδιαίτερη σημασία η σελίδα των ευχαριστιών, η οποία αποτελεί βιβλιογραφία σε σμίκρυνση με όλα αυτά τα ονόματα των συναδέλφων του, οι οποίοι έχουν συμβάλει στην εξιστόρηση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: Κρίστοφερ Μπράουνινγκ, Αν Απλμπάουμ, Νόρμαν Ντέιβις, Ρίτσαρντ Eβανς, Μάρτιν Γκίλμπερτ, Μαξ Χέστινγκς, Τζον Κίγκαν, Ιαν Κέρσοου, Τζον Λούκατς, Μαρκ Μαζάουερ, Κάθριν Μέριντεϊλ, Ρίτσαρντ Oβερι, Λόρενς Ρις, Σάιμον Σέμπαγκ Μοντεφιόρε, Τίμοθι Σνάιντερ κ.ά. Τα παροράματα (π.χ. «ανέδυε» αντί «ανέδιδε») δεν μειώνουν τον μεταφραστικό μόχθο, ενώ ιδιαίτερη μνεία αξίζει στην επιμέλεια της στρατιωτικής ορολογίας από τον ιστορικό Βασίλη Αναστασόπουλο.