Δεν πάει πολύς καιρός από τότε που πρωτοδιάβασε «Το τραγούδι του έρωτα και του θανάτου του σημαιοφόρου Χριστόφορου Ρίλκε». Δεν ήταν δηλαδή ένα εφηβικό ανάγνωσμα, όπως ίσως θα ταίριαζε σε ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, γραμμένο το 1906 με αφορμή τον θάνατο στο πεδίο της μάχης ενός μακρινού προγόνου του. Κι όμως, η αφηγηματικά λιτή ιστορία του 18χρονου ιππότη που στα 1662 όδευε προς το μέτωπο, ενάντια σε έναν εχθρό που δεν γνώριζε, ψάχνοντας την ομορφιά ως αντιστάθμισμα στη βιαιότητα του πολέμου –πεθαίνοντας τελικά από την ίδια τη φλόγα για ζωή -, συνεπήρε την ηθοποιό και σκηνοθέτρια Ελεάνα Τσίχλη. Μαζί με τη θεατρική ομάδα Ubuntu, που ήδη έχει αποδώσει επί σκηνής κείμενα όπως «Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ» του Χάινριχ Μπελ και η «Διαβολιάδα» του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, επιχειρεί μια θεατρική ανασύσταση του «Τραγουδιού», εμπλουτίζοντάς το με μαρτυρίες επιζώντων πολέμου και με συνεντεύξεις ή αποσπάσματα βιογραφιών σημερινών «ηρώων» ώστε κατεβάζοντας κάποιους από τα βάθρα τους και αγγίζοντας τις ανθρώπινες πτυχές τους να γίνουν οι απαραίτητες αναγωγές του ποιήματος στη σημερινή εποχή. Το αν ο θάνατος του σημαιοφόρου Χριστόφορου Ρίλκε ήταν και αυτός ηρωικός, αν μια πράξη χαρακτηρίζεται ηρωική από το μέγεθός της ή τη συνάρτησή της με το κοινωνικό όφελος, μένει να αποδειχθεί. Η Τσίχλη πάντως δεν καταπιάστηκε με μια ιστορία που έχει γνωρίσει ουκ ολίγες σκηνικές διασκευές μόνο λόγω των ερωτημάτων περί ηρωισμού.

«Κάποια στιγμή ήθελα να αναμετρηθώ και με ένα ποιητικό κείμενο», λέει η σκηνοθέτρια. «Είναι προκλητικό αν σκεφτούμε πόσος λίγος κόσμος πια διαβάζει ποίηση. Η ποίηση εκλείπει».

Ποια είναι λοιπόν η μεγαλύτερη επιθυμία και η ισχυρότερη σύγκρουση του πρωταγωνιστή;
Στο ποίημα περιγράφεται ένας «εξαίρετος θάνατος», όσο παράλογος και αν ακούγεται ο χαρακτηρισμός. Και τον προσδιορίζω έτσι γιατί ο Χριστόφορος, αυτός ο «διάττων αστέρας», ξεκινά την πορεία του επιθυμώντας ένα «ρόδο» και τελικά πεθαίνει βλέποντας μπροστά του ολόκληρους «κήπους». Ανακαλύπτει τη χαρά της φιλίας μέσα σε ένα ζοφερό πολεμικό τοπίο, την ευθύνη του καθήκοντος, τον έρωτα δίπλα στον θάνατο. Επιλέγει τελικά να πάρει μια θαρραλέα –μα σύντομη –γεύση ζωής από την απλή επιβίωση.

Ηταν δηλαδή ο θάνατός του ηρωικός;
Ναι, ήταν ηρωικός. Και γίνομαι τόσο καθαρή και απόλυτη γιατί στην εποχή μας φοβόμαστε να χρησιμοποιήσουμε αυτήν τη λέξη ή τη χρησιμοποιούμε λάθος. Ο βασικός ήρωας του Ρίλκε οδηγείται στον θάνατο ίσως εξαιτίας μιας στιγμιαίας παρόρμησης, ξεπερνώντας όμως φόβους και ανασφάλειες, για τα οποία μαχόταν σθεναρά σε όλη τη διαδρομή του. Είναι κάποιος που θα ήθελα να του μοιάσω.

Τι είδους συγκίνηση μπορεί να προκαλέσει ένα τέτοιο ποίημα σήμερα που οι περισσότεροι θεατές –τουλάχιστον στη Δύση –ακούν για πολέμους σε άλλα μέρη της γης;
Στο ποίημα ο πόλεμος υπονοείται. Το πλαίσιο, όμως, παραμένει πάντα πολεμικό. Χωρίς να υποτιμώ την αγριότητα και τη βιαιότητα του πραγματικού πολέμου –απεύχομαι να τον βιώσουμε -, ας μην παραβλέπουμε πως καθημερινά βιώνουμε «εμπόλεμες καταστάσεις» στη ζωή μας. Το διακύβευμα μπορεί να είναι πολιτικό, ηθικό, κοινωνικό, συναισθηματικό. Και χρειαζόμαστε φωτεινά ορόσημα, πάντα στις αναμετρήσεις αυτές, ώστε να βγούμε αλώβητοι. Πίστη σε ιδανικά.
Μετά τον πρόσφατο θάνατο του έλληνα σμηναγού, η λέξη «ήρωας» επανήλθε. Κινδυνεύει, αλήθεια, από κατάχρηση ή από λήθη;
Κινδυνεύει και από κατάχρηση και από λήθη. Υπάρχει μια ενοχή απέναντι στην έννοια, που οδηγεί συχνά σε λάθος χρήση της. Είναι πάντα θέμα συγκυριών η διαπραγμάτευση του «ήρωα», σε κάθε εποχή. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης έλεγε για τους «ήρωες» πως είναι η απάντηση σε όλους αυτούς τους «πολεοδόμους, φιλοσόφους, οικονομολόγους και καθηγητές, που γράφουν, συζητούν, αγορεύουν σε συνέδρια και σεμινάρια για τη βαρβαρότητα των πόλεων, τη μαζοποίηση, την αλλοτρίωση, από προοδευτική πάντα σκοπιά, βολεμένοι οι ίδιοι σε θέσεις με παροχές και ταξίδια, πόσο δεμένοι με το σύστημα που καταριούνται, πόσο βέβαιοι τελικά πως τίποτε ευτυχώς δεν κινδυνεύει ν’ αλλάξει, τουλάχιστον στο αμέσως προσεχές μέλλον».

Σύμφωνα με τους στίχους του Γκάτσου, «οι ήρωες είναι πάντα ευγενικοί / κάνουν πως, τάχα, λεπτομέρειες δε θυμούνται / κι όταν η νύχτα τούς σκεπάζει με σιωπή / πετάν’ το θρύλο στα πουλιά κι αποκοιμιούνται».
Πρέπει να αναλογιστούμε πως πραγματικά κανένας από τους ανθρώπους αυτούς που τους αποδόθηκε ο όρος του «ήρωα» δεν είχε επίγνωση του ηρωισμού του την ώρα που έπραττε. Ορμώμενοι από τον ατομικό, ηθικοκοινωνικό κώδικά τους, υπερασπίστηκαν κάτι ή στράφηκαν ενάντια σε κάτι άλλο. Κάτι τόσο σπουδαίο για αυτούς, που ξεπερνά τα όρια της αυτοσυντήρησης. Καίριοι οι στίχοι του Γκάτσου.
Η σκηνική απόδοση μη θεατρικών κειμένων είναι συχνότερη πλέον στην Ελλάδα;

Θα μιλήσω σε προσωπικό επίπεδο, μιας και ασχολούμαι κυρίως με τέτοια. Σου δίνουν την ελευθερία και τη δυνατότητα μιας δραστικής ανάγνωσης πάνω σε ένα έργο. Επιτρέπουν μια πιο άμεση επικοινωνία με τους θεατές. Επιπλέον, με χαροποιεί όταν με μια τέτοια επιλογή, μπορώ να φέρω το κοινό σε επαφή με πρωτόγνωρα κείμενα.

Υπάρχει κάτι που γίνεται όλο και σπανιότερα στο ελληνικό θέατρο, για το οποίο χαίρεστε ή λυπάστε;

Με θλίβει η «αποεπαγγελματοποίηση» της τέχνης μας. Ολο και σπανιότερα δίνεται η ευκαιρία στους καλλιτέχνες να εργάζονται με επαγγελματικούς όρους, τόσο σε επίπεδο δημιουργικό όσο και οικονομικό. Με ανησυχεί ιδιαιτέρως πως αυτή η πρακτική, αργά ή γρήγορα, θα εξωθήσει την τέχνη μας σε άτολμα και αδιάφορα καλλιτεχνικά αποτελέσματα.