Κύριε διευθυντά,

Είχα διαβάσει το «Ερωτας στα χρόνια της χολέρας» έφηβη. Καθόλου καλό timing. Το μόνο που θυμάμαι να μου έχει αφήσει ως αίσθηση αυτό το βιβλίο είναι πως οι γεροντοέρωτες είναι μια βλακεία και μισή. Το ξαναφέρνω στο μυαλό μου όλο και πιο συχνά τελευταία. Κάθε φορά που πέφτω μπροστά σε πράγματα που λάτρευα χρόνια πριν, τα έχασα ή εγκατέλειψα κάπου στην πορεία κι εκεί που δεν πίστευα πια ότι θα διασταυρωθούν ξανά οι δρόμοι μας, ξαφνικά τα συναντώ τυχαία στον δρόμο και ως άλλη Φερμίνα Δάσα χαίρομαι σαν μικρό παιδί και ξαναφουντώνει ο έρωτάς μου για αυτά πιο δυνατός από πριν.

Πάντα υπήρχε μια εφημερίδα στο σπίτι. Καθημερινά ήταν «ΤΑ ΝΕΑ», τις Πέμπτες μαζί και «Το Ποντίκι» και τις Κυριακές «Το Βήμα» και «Η Καθημερινή». Τα ταραγμένα χρόνια της δεκαετίας του ’80 όλο και κάτι γινόταν και θέλαμε να το ξέρουμε, αλλά η ΕΡΤ τα έλεγε όπως της τα έλεγαν. Δεν βαριόμασταν ποτέ. Ο Παπανδρέου που είχε βαλθεί να τα αλλάξει όλα, οι Τούρκοι και το Αιγαίο πάντα δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια μας, σκάνδαλα, αεροπειρατείες, βόμβες, τρομοκράτες, Αμερικανοί, Σοβιετικοί, απειλή πυρηνικού πολέμου… (έχω αλλεπάλληλα déjà vu γράφοντας αυτές τις γραμμές). Η δεκαετία του ’90 ήταν η εποχή που η τηλεόραση έπεσε πάνω μας σαν χιονοστιβάδα και μας πλάκωσε για τα καλά. Αρχής γενομένης με τον πόλεμο live στον καναπέ του σπιτιού μας, μια ευγενική χορηγία του CNN, και έπειτα με τηλεπαράθυρα και τηλεσχολιασμούς. Η ενημέρωσή μας άρχισε να έχει πάντα μπροστά το πρόθεμα τηλε-. Η αλλαγή της χιλιετίας βρήκε τη γενιά μου να φεύγει σιγά σιγά από τα πατρικά μας και στα νέα μας σπίτια μαζί με την τηλεόραση είχαμε κι έναν υπολογιστή. Ο μπαμπάς, η μαμά, η θεία συνέχιζαν να παίρνουν τις εφημερίδες τους πού και πού, αλλά εμείς σπάνια τις ξεφυλλίζαμε πια. Είχαμε τον υπολογιστή. Λίγα χρόνια αργότερα είχαμε και tablets, smartphones, apps… Η ενημέρωσή μας πια είναι στην τσέπη του μπουφάν μας. Τώρα πια ενημερωνόμαστε σε τίτλους. Θέλουμε να μπαίνουμε, να βλέπουμε στα γρήγορα τι γίνεται εκεί έξω (πάντα σε τίτλους από κανένα δυο sites), μετά λίγη ενημέρωση από τα social, που θυμίζει κάπως τον τρόπο που ενημερώνονταν οι παππούδες μας (ο κουμπάρος του μπατζανάκη του ξαδέλφου μου είπε πως… ή είδε την…) και συνεχίζουμε την ξέφρενη ζωή μας ήσυχοι ότι δεν μας ξέφυγε τίποτα.

Πρόσφατα προσγειώθηκα αλεξιπτωτιστής σε έναν χώρο όπου παντού γύρω μου υπάρχουν εφημερίδες. Πραγματικές εφημερίδες σε χαρτί, αυτές που σου μουντζουρώνουν τα δάχτυλα. Κι ερωτεύτηκα ξανά. Και θυμήθηκα πώς είναι να διαβάζεις και να ενημερώνεσαι από ευφυείς ανθρώπους που έχουν κάτι να πουν και έχουν δουλέψει σοβαρά για να σε ενημερώσουν υπεύθυνα. Πώς είναι να πηγαίνεις λίγο πιο βαθιά από τον τίτλο. Πώς γίνεται να τα είχα ξεχάσει όλα αυτά;

Είχα πεθυμήσει τα μουντζουρωμένα δάχτυλα. Αυτό που ξεχνιέσαι ότι ξεφυλλίζεις εφημερίδα και ξύνεις το μάγουλό σου και οι άλλοι σε κοιτούν περίεργα και χαμογελούν. «Τι γελάτε ρε παιδιά, μουντζούρες έχω;».

Τελικά οι γεροντοέρωτες δεν είναι βλακεία, είναι αυτό που μας κρατάει ζωντανούς.

Φιλικά,
Μαρία Κριτσωτάκη
Νέα Σμύρνη

Finis Graeciae

Κύριε διευθυντά,

Finis Graeciae. H Ελλάδα τελείωσε. Δεν τελείωσε επειδή έχασε εδάφη σε κάποιον πόλεμο, ούτε επειδή έπεσε το επίπεδο της ζωής μας μετά τη χρεοκοπία. Δεν τελείωσε επειδή μας κυβερνά ο ανελλήνιστος Τσίπρας ούτε διότι την άμυνα της χώρας διαχειρίζεται ο επίσης ανελλήνιστος εθνικόφρων Πάνος Καμμένος –ίσα ίσα, η εθνικοφροσύνη συχνά είναι το ρητορικό λούστρο της άγνοιας για το περιεχόμενο που θα έπρεπε να έχει αυτή η χώρα.

Η Ελλάδα τελείωσε, και η ληξιαρχική πράξη του τέλους της κατατίθεται κάθε τρεις και λίγο στα τηλεοπτικά κανάλια, κρατικά και ιδιωτικά. Κατατίθεται στη γλώσσα που εκφέρεται, στα κλισέ της αλλά, κυρίως, στα πατενταρισμένα λάθη της.

Το βράδυ της Τρίτης του Πάσχα ξανάρχισαν τα πολυσυζητημένα ριάλιτι, που τα βλέπουν εκατοντάδες χιλιάδες τηλεθεατές, το Μάστερ Σεφ και το Σαρβάιβορ.

Στο πρώτο μαγειρεύει αποδομώντας γεύσεις και ένας Τιμολέων. Αν παρακολουθήσεις το συγκεκριμένο ριάλιτι, θα κατανοήσεις ότι ο Τιμολέων δεν κλίνεται: αξίζουν οι παρασκευές (έτσι λένε τα επεξεργασμένα υλικά που χρησιμοποιούνται στο τελικό πιάτο) του Τιμολέων, όλοι προσέχουν τον Τιμολέων –και ο Τιμολέων δεν τους διορθώνει.

Στο δεύτερο, που διεξάγεται στη μακρινή Καραβαϊκή (όπως θα ‘λεγε κάποτε ο Μένιος Κουτσόγιωργας, για να τον διορθώσουν οι πάντες), υπάρχει ένας άλλος παίκτης που το μικρό του όνομα είναι Σώζων. Ε, έχουν πάντα ενδιαφέρον οι αγωνιστικές περγαμηνές του Σώζων, ενώ τον Σώζων δεν τον γουστάρουν οι άλλοι παίκτες επειδή τους τη λέει συνεχώς. Οι παρουσιαστές αναφέρουν και ξαναναφέρουν τον Σώζων, αλλά και στην Αθήνα, στα κεντρικά στούντιο, οι κουτσομπολίστικες εκπομπές δεν γνωρίζουν τις κλίσεις. Το διαζύγιο με τη γραμματική είναι οριστικό. Η γλώσσα είναι πεθαμένη, δεν περιθάλπτεται (όπως λέει και ο παρουσιαστής του Σαρβάιβορ), δεν υπάρχουν θεράποντες γι’ αυτή.

Finis Graeciae. Τίποτα δεν την έσωσε, μα τον Σώζων!

Γεώργιος Πηλαβάκης
Συνταξιούχος εκπαιδευτικός
Παγκράτι

Στην κόλαση μιας εφημερίας

Κύριε διευθυντά,

Μια ωραία μέρα, πριν από τις άγιες μέρες του Πάσχα, βρέθηκα στη δυσάρεστη θέση να πρέπει να επισκεφτώ δημόσιο νοσοκομείο. Η μητέρα μου παρουσίασε σοβαρό αναπνευστικό πρόβλημα και ο ιδιώτης γιατρός, που κλήθηκε εσπευσμένα, συνέστησε να πάρουμε ασθενοφόρο και να πάμε σε κάποιο από τα μεγάλα εφημερεύοντα της πρωτεύουσας.

Οταν μπαίνεις στον μακρύ διάδρομο των επειγόντων περιστατικών, ακόμα και υγιής να είσαι, αρρωσταίνεις. Ακούς φωνές, βογκητά και προσπαθείς να περάσεις με το φορείο του δικού σου ανθρώπου πάνω από άλλους αρρώστους, που αναμένουν καρτερικά ή και μη καρτερικά. Συνοδοί βρίζουν τους γιατρούς και τους νοσηλευτές που προσπαθούν να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν, άστεγοι ξαπλώνουν στις καρέκλες του διαδρόμου προσπαθώντας να κοιμηθούν, φορεία με παρατημένους άτυχους ημιθανείς περιμένουν κάποιον να τα προσέξει. Κάποια στιγμή, έρχεται η ώρα της εισόδου στη μεγάλη αίθουσα των εξετάσεων. Αν έχετε δει σκηνή σε πολεμικά έργα, όπου παραλαμβάνουν τραυματίες του μετώπου, ξεχάστε την. Εδώ τα πράγματα είναι τρισχειρότερα. Οι γιατροί και οι νοσηλευτές προσπαθούν να σώσουν κόσμο υπό απίστευτα αντίξοες συνθήκες. Στο τέλος, ένας γιατρός με απολύτως τσιτωμένα τα νεύρα δίνει οδηγίες για την εισαγωγή της άρρωστης σε θάλαμο.

Αλλη κόλαση εκεί. Νοσηλεύτριες και νοσηλευτές δεν επαρκούν. Η γραφειοκρατία δεν λειτουργεί προκειμένου να ενημερωθείς ποια είναι η διάγνωση, τι πρέπει να κάνεις, αν χρειάζονται φάρμακα. Κάποια στιγμή, μια νοσοκόμα έφερε έναν αναπνευστήρα κι έναν ορό, τα εφάρμοσε στην όρθια ακόμα ασθενή και μας συνέστησε να φέρουμε σεντόνια και μαξιλάρια από το σπίτι διότι το νοσοκομείο έχει έλλειψη. Και χαρτιά, και νερά, και οτιδήποτε άλλο, πλην των φαρμάκων.

Ο θεράπων γιατρός, που πέρασε την άλλη μέρα το μεσημέρι μαζί με συναδέλφους του, παρέμενε νευρικός, παρότι η εφημερία είχε λήξει. Ωστόσο, μαζί με το υπόλοιπο προσωπικό για τα δύσκολα, ήταν η μοναδική εγγύηση ότι βρισκόμασταν στο νοσοκομείο μιας πολιτισμένης χώρας.

Για ποιον λόγο συμβαίνουν αυτά. Επειδή, μου λένε, ο Τσακαλώτος χρειάζεται ρευστό και το αναζητεί στους οργανισμούς και στα Ταμεία. Συντάξεις, δαπάνες σε προμηθευτές υγείας πετσοκόβονται, αν και τυπικά υπάρχουν και θεωρητικά χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Κάπως έτσι η κυβέρνηση φτιάχνει πλεονάσματα και ξεκλέβει χρήμα για ρουσφέτια, προσθέτουν. Κάπως έτσι θα φτιάξει και το μαξιλάρι ασφαλείας όταν πλέον πάψει η ελληνική χρηματοδότηση από τους εταίρους, μετά τον Αύγουστο, και ξαναρχίσουν τα δύσκολα.

Κάπως έτσι, όμως, η δημόσια υγεία χάνει σιγά σιγά τα δικά της μαξιλάρια ασφαλείας –και οι πολίτες που θα χρειαστούν τις υπηρεσίες της θα είναι σαν να καταδύονται στην Κόλαση.

Μιχάλης Καπλάνης
Ιδιωτικός υπάλληλος
Αθήνα

Δωρεάν την Κυριακή

Κύριε διευθυντά, αγαπητά «ΝΕΑ»,

Επισκέπτομαι μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους σε τακτική βάση και θέλω να μοιραστώ την εξής παρατήρηση: την καλοκαιρινή περίοδο καταργείται η ελεύθερη είσοδος την πρώτη Κυριακή κάθε μήνα, ενώ σε χώρους όπως η Ακρόπολη το αντίτιμο αυξάνεται από 20 σε 30 ευρώ. Μπορώ να κατανοήσω ότι οι αρμόδιοι επιθυμούν να τονώσουν τα έσοδα των μουσείων και του κράτους εκμεταλλευόμενοι την υψηλή τουριστική κίνηση. Την ίδια περίοδο όμως πηγαίνουν διακοπές και οι Ελληνες, οι οποίοι χάνουν τη δυνατότητα της δωρεάν εισόδου και μάλιστα σε μια περίοδο βαθιάς οικονομικής ύφεσης, την οποία ζούμε όλοι τα τελευταία χρόνια. Σκέφτομαι, λοιπόν, ότι το ζήτημα θα έπρεπε ίσως να επανεξεταστεί, ώστε να δοθεί η δυνατότητα σε περισσότερους Ελληνες να επισκέπτονται μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους χωρίς οικονομική επιβάρυνση. Αυτό άλλωστε δεν είναι μονίμως το ζητούμενο; Να γνωρίσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι τα μνημεία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς; Ειδικά την καλοκαιρινή περίοδο κατά την οποία ευνοούνται τα ταξίδια, δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια των διακοπών διαθέτουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο και πιθανότατα διάθεση για να εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους.

Με εκτίμηση
Κατερίνα Αντωνιάδου,
Θεσσαλονίκη