«Εγώ λαλούσα το μπουζούκι λεγόμενον, ο Χριστόφορος (Περραιβός) τον ταμπουρά με δύο τέλεια (ikiteli), ο Σπύρος Μίλιου το φλάουτο (ενν. φλογέρα, αυλό, νέι), άλλοι άλλα όργανα ευμετακόμιστα, μπουλγάρια» (σ.σ. είδος ταμπουρά με ενισχυμένες τις μπουργάνες ή χοντρές χορδές). Είναι τα λόγια του μακεδόνα στρατηγού του 1821 Νικόλαου Κασομούλη (1795-1872) στα «Στρατιωτικά Ενθυμήματά» του. Και δεν αποτελούν τη μοναδική απόδειξη ότι οι αγωνιστές του 1821 είχαν δώσει χώρο και χρόνο στη μουσική ως δεινοί ή ερασιτέχνες οργανοπαίκτες. Οπως πληροφορούμαστε, εκτός άλλων, από τον περιηγητή Εdward Daniel Clarke (1801) στη Λιβαδειά της Ρούμελης έπαιζαν λύρα με δοξάρι, ενώ δύο ακόμα γνωστοί περιηγητές του 1800, ο E. Dodwell και ο ιταλός συνοδοιπόρος του Simone Pomardi, αναφέρουν ότι στη Δαύλεια του Παρνασσού υπήρχε βιοτεχνία κατασκευής λυρών («Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα» του Κυριάκου Σιμόπουλου, εκδ. Πιρόγα). Σαν μια χρονική γέφυρα οι μαρτυρίες της εποχής για τα μουσικά όργανα επιβιώνουν ώς τις μέρες μας χάρη στους απογόνους των αγωνιστών, αρκετοί εκ των οποίων διαθέτουν πλέον τα ίδια τα όργανα.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΝΗ. Ο Κωνσταντίνος Πλαπούτας είναι σήμερα πρόεδρος του Ομίλου Απογόνων Αγωνιστών 1821 και Ιστορικών Γενών της Ελλάδος, ενός σωματείου που ιδρύθηκε από τα εγγόνια και τα δισέγγονα των αγωνιστών το 1938. Ο ίδιος έλκει την καταγωγή του από τον Γεωργάκη Πλαπούτα, γιο του Κόλλια Πλαπούτα και αδελφό του στρατηγού Δημήτριου Πλαπούτα. «Ο πρόγονός μου σκοτώθηκε στη μάχη του Λάλα (9.6.1821). Από προφορική παράδοση της οικογένειας γνωρίζουμε πως οι Πλαπουταίοι έπαιζαν λαούτο ή λαγούτο, όπως το έλεγαν στα μέρη μας.

Ενα τέτοιο οικογενειακό μας λα(γ)ούτο των μέσων του 19ου αιώνα, με τεχνικά χαρακτηριστικά που θυμίζουν τον μάστορα Εμμανουήλ Βελούδιο, το οποίο επισκευάστηκε πρώτη φορά στην Πάτρα το 1914 από τον Ανδρέα Καλαπόδη και ξανά επισκευάστηκε τη δεκαετία του 1950 από τον περίφημο Ζοζέφ Τερζιβασιάν στον Πειραιά, έφτασε στην κυριότητά μου. Ομοίως με επιμέλεια του Δημήτρη Σταθακόπουλου και την αφιλοκερδή προσφορά εργασίας του οργανοποιού Γιώργου Δ. Καρανδρέα, το λαούτο επισκευάζεται και σύντομα θα το ακούσουμε να παίζει».

Ο ΤΑΜΠΟΥΡΑΣ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ. Ο Δημήτρης Σταθακόπουλος είναι νομικός και ιστορικός σύμβουλος του Ομίλου Απογόνων Αγωνιστών 1821 και Ιστορικών Γενών της Ελλάδος, δρ του Παντείου Πανεπιστημίου σε θέματα Οθωμανικής Κοινωνίας και Πολιτισμού, διπλωματούχος βυζαντινής μουσικής, μουσικός και συνεργάτης στο Εργαστήρι Τουρκικών και Ευρασιατικών Μελετών του Πανεπιστημίου Πειραιά. Εδώ και χρόνια αναζητά στοιχεία που συνδέουν την ταραγμένη εποχή και τους αγωνιστές με τα μουσικά όργανα που είχαν. Ο ίδιος έχει ένα αντίγραφο του ταμπουρά του στρατηγού Μακρυγιάννη που βρίσκεται στα εκθέματα του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου στο κτίριο της Παλαιάς Βουλής. «Κατάγομαι από τον αγωνιστή Δήμο Σταθακόπουλο και τον Φιλικό Γιαννάκη Τσερνοτόπουλο, αμφότεροι Καλαβρυτινοί (από το χωριό Τσορωτά/Λευκάσιον), οι οποίοι έπαιζαν ταμπουρά. Μάλιστα, αυτή η τεχνική της οικογενειακής παράδοσης φτάνει μέχρι εμένα. Δυστυχώς, δεν σώθηκε κανένας ταμπουράς των προγόνων μου, με συνέπεια να ψάχνω απεγνωσμένα, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, είτε να βρω στα παλιατζίδικα, είτε να φτιάξω ένα πιστό αντίγραφο. Ευτυχώς στα μέσα της δεκαετίας του 1990, γνωρίστηκα με τον οργανοποιό Νίκο Φρονιμόπουλο, που τότε επισκεύαζε τον ταμπουρά του στρατηγού Γιάννη Μακρυγιάννη και κατόπιν αιτήματός μου δέχθηκε να μου φτιάξει ένα αντίγραφό του, που έχω πλέον στην κυριότητά μου με σχετικό πιστοποιητικό. Τον πρωτότυπο ταμπουρά του Μακρυγιάννη τον είχε φτιάξει ο Χιώτης (Αθηναίος) Λεωνίδας Γάιλας περίπου το 1835. Μάλιστα υπάρχει αποτύπωση του εργαστηρίου του στο κέντρο της Αθήνας από τον δανό ζωγράφο/περιηγητή Martinus Rοrbye (1803-1848)».

ΦΩΤΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ. Από διαδοχική κληρονομική καταγωγή, ο Κωνσταντίνος Τζαβέλλας είναι απόγονος του Φώτου Τζαβέλλα. Οπως λέει «τύχη αγαθή το έφερε να διασωθεί από τον δικό μου οικογενειακό κλάδο ο ταμπουράς του Φώτου, μαζί με άλλα κειμήλιά του. Ο ταμπουράς είχε μέσα στο χρόνο την εξής διαδρομή: Σούλι – Κέρκυρα – Ναύπακτος – Αθήνα. Διασώθηκε σε καλή κατάσταση και με προτροπή και επιμέλεια του Δ. Σταθακόπουλου αποφασίστηκε να επισκευαστεί πλήρως προκειμένου να ξαναπαίξει». Το όργανο ανέλαβε αφιλοκερδώς ο εξαιρετικός οργανοποιός καλλιτεχνικής οργανοποιίας, συντηρητής του ταμπουρά του Μακρυγιάννη (και άλλων παλαιών οργάνων) Νίκος Φρονιμόπουλος.

Αφού προηγουμένως το όργανο εξετάστηκε σε αξονικό τομογράφο και επιβεβαιώθηκαν τόσο η παλαιότητα όσο και οι βλάβες του –ήταν ελάχιστες αν σκεφτούμε πως είναι όργανο περίπου του 1790 –ξεκίνησε η επισκευή του, η οποία ολοκληρώνεται σε λίγο καιρό. «Ο Ν. Φρονιμόπουλος θα γράψει ένα βιβλίο σχετικά με τα τεχνικά χαρακτηριστικά του οργάνου, ενώ ο Δ. Σταθακόπουλος θα συμπληρώσει τα ιστορικά στοιχεία της οικογένειας. Ελπίζουμε σύντομα να παρουσιαστεί στο ευρύ κοινό, βοηθώντας στην κατανόηση της οργανοποιίας και της μουσικής των αρχών του 19ου αι. Πάντως φέρει τεχνικά χαρακτηριστικά που θα ξαφνιάσουν ευχάριστα τους ειδικούς, ενώ ήδη έχουμε αναθεωρήσει πολλές από τις γνώσεις μας περί ταμπουράδων, χάρη σε αυτό το όργανο (άγνωστου κατασκευαστή) το οποίο είναι τουλάχιστον 40 χρόνια παλαιότερο του ταμπουρά του Μακρυγιάννη».

ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ. Ξεχωριστή περίπτωση στον χώρο των συλλεκτών κατέχει και ο Αρχιμήδης Κυριακίδης που διαθέτει ένα αντίτυπο της πρώτης έκδοσης του Εθνικού Υμνου. «Αυτή η έκδοση είναι του 1825 και τυπώθηκε στο πολιορκημένο Μεσολόγγι από τον Δημήτρη Μεσθενέα και τυπογράφο τον Ελβετό Μάγιερ. Ζούσε στο Μεσολόγγι μέχρι τη στιγμή που τον ανατίναξαν μαζί με την οικογένειά του οι Τούρκοι. Το βιβλίο αυτό τυπώθηκε για να μοιραστεί σε Ελληνες και σε φιλέλληνες του εξωτερικού ώστε να υποστηριχθεί το πολιορκημένο πλήθος του Μεσολογγίου. Κανείς δεν ξέρει πόσα τυπώθηκαν και πόσα έχουν διασωθεί. Το ένα είναι δικό μου, ένα έχει η Βουλή των Ελλήνων και ένα η Εθνική Βιβλιοθήκη. Υπάρχει ακόμη ένα στο σπίτι του Διονυσίου Σολωμού στην Κέρκυρα». Τα χειρόγραφα διασώθηκαν από τον βυζαντινολόγο Μανόλη Χατζηδάκη κι έναν εργάτη, εξηγεί ο συλλέκτης, μετά τους σεισμούς στη Ζάκυνθο: «Δεν βρέθηκε ποτέ ολόκληρος ο Εθνικός Υμνος» επισημαίνει ο συλλέκτης για το έργο του Σολωμού, που έγραψε το 1823.