Η συμμετοχή του εκλογικού σώματος στις προεδρικές εκλογές που διεξήχθησαν την Κυριακή στη Ρωσία διαμορφώθηκε στο 67,4%, σύμφωνα με την Εκλογική Επιτροπή της χώρας,λίγο υψηλότερο από το 65% στο οποίο είχε φτάσει η συμμετοχή των ψηφοφόρων στις εκλογές του 2012, την ώρα που το Κρεμλίνο είχε καταβάλει μεγάλες προσπάθειες τις προηγούμενες ημέρες να κινητοποιήσει όσο το δυνατόν περισσότερο το εκλογικό σώμα, ώστε οι εκλογές αυτές να έχουν ένα αποτέλεσμα που δεν θα άφηνε κανένα περιθώριο αμφιβολίας.

Οι παραβιάσεις στις εκλογές αυτές ήταν εξάλλου σύμφωνα με την Εκλογική Επιτροπή δύο φορές λιγότερες από αυτές που είχαν διαπιστωθεί στις εκλογές του 2012.

Ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν εξελέγη φέτος για μια τέταρτη θητεία με ποσοστό 76,67% των ψήφων, σύμφωνα με τα σχεδόν οριστικά αποτελέσματα, τα οποία δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα μετά την καταμέτρηση του 99,8% των ψήφων.

Ο Πούτιν, ο οποίος βρίσκεται στα ηνία της χώρας εδώ και περισσότερα από 18 χρόνια ως πρόεδρος και ως πρωθυπουργός, κατάφερε στις εκλογές αυτές να πάρει τα υψηλότερα ποσοστά που έχει συγκεντρώσει ποτέ σε προεδρικές εκλογές και επίσης να εκλεγεί με υψηλότερο ποσοστό από αυτό που προέβλεπαν όλες οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων εβδομάδων.

Μπροστά στους εκατοντάδες υποστηρικτές του που είχαν συγκεντρωθεί κοντά στο Κρεμλίνο την Κυριακή, ο Πούτιν, ο οποίος θα παραμείνει στην εξουσία ως το 2024, τη χρονιά που θα γιορτάσει τα 72 του χρόνια, ευχαρίστησε τους Ρώσους, λέγοντας ότι βλέπει στην ευρεία αυτή νίκη του «την εμπιστοσύνη και την ελπίδα του λαού μας».

Με καταμετρημένο το 99,8% των ψήφων, ο Πούτιν επανεξελέγη με τεράστια διαφορά από τον κύριο αντίπαλό του, τον υποψήφιο του Κομμουνιστικού Κόμματος Πάβελ Γκρουντίνιν, ο οποίος συγκέντρωσε μόνον 11,79% των ψήφων, ενώ ο έτερος υποψήφιος, ο υπερεθνικιστής Βλαντίμιρ Ζιρινόφσκι, συγκέντρωσε ένα 5,66% και η δημοσιογράφος που πρόσκειται στην φιλελεύθερη αντιπολίτευση, η Ξένια Σόμπτσακ, ποσοστό 1,67%.

Με την εκλογή του με τεράστια διαφορά από τους αντιπάλους του στην προεδρία και με διαφορά επίσης από τις προηγούμενες προεδρικές εκλογές, όπως και με μεγαλύτερη συμμετοχή του εκλογικού σώματος από τις προηγούμενες εκλογές, ο Πούτιν καθιερώθηκε πλέον περισσότερο από ποτέ ως ο ισχυρός άνδρας της Ρωσίας.

Η τέταρτη αυτή θητεία του αναμένεται να είναι και η τελευταία του, καθώς ο ίδιος έχει δεσμευτεί να μην προχωρήσει σε μια αναθεώρηση του Συντάγματος ώστε να μπορεί να είναι υποψήφιος και μετά το 2024. Ειδικοί εκτιμούν ως εκ τούτου ότι τα έξι προσεχή χρόνια θα αφιερωθούν στην προετοιμασία ενός διαδόχου του.

Στην ερώτηση για το ενδεχόμενο να υπάρξει κι άλλη υποψηφιότητά του μετά το 2024, ο Πούτιν απάντησε: «Αστειεύεστε. Τί θα κάνω; Θα μείνω εδώ έως ότου φτάσω τα εκατό; Όχι».

Ο ρόλος της Δύσης

Το ρόλο που έπαιξε η κρίση με τους Δυτικούς στην άνετη επανεκλογή του Βλαντίμιρ Πούτιν για τέταρτη θητεία, έπειτα από μια ψηφοφορία που ενδυνάμωσε την εξουσία του, σχολιάζει ο ρωσικός τύπος.

Η κρίση αυτή επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο την τελευταία εβδομάδα μετά τις κατηγορίες του Λονδίνου σε βάρος της Μόσχας ότι δηλητηρίασε έναν Ρώσο πρώην κατάσκοπο στο Ηνωμένο Βασίλειο.

«Θα πρέπει να ευχαριστήσουμε τη Μεγάλη Βρετανία επειδή, για ακόμη μία φορά, δεν κατάλαβε τη ρωσική νοοτροπία. Για ακόμη μια φορά μας άσκησε πίεση τη στιγμή ακριβώς που έπρεπε να κινητοποιηθούμε», δήλωσε ο Αντρέι Κοντράτσοφ, εκπρόσωπος του επιτελείου της εκστρατείας του Πούτιν, τον οποίο επικαλείται η εφημερίδα Kommersant.

«Η χωρίς προηγούμενο πίεση από το εξωτερικό έκανε τους Ρώσους να πυκνώσουν τις γραμμές και να ενωθούν γύρω από τις αρχές», εκτιμά ο πολιτειολογός Αντρέι Κολιάντιν στην εφημερίδα Vedomosti.

«Η δαιμονοποίηση του Πούτιν στη Δύση είχε στην πραγματικότητα το αντίθετο αποτέλεσμα στη Ρωσία: μια συσπείρωση χωρίς προηγούμενο γύρω από το πρόσωπό του», προσθέτει ο γερουσιαστής Αλεξέι Πουτσκόφ.

«Τίποτα δεν κινητοποιεί τόσο πολύ το εκλογικό σώμα όσο μία παγκόσμια απειλή ή επιθέσεις της Δύσης», υπογραμμίζει ο ειδικός Βλαντίμιρ Τσαποβάλοφ, σύμφωνα με την εφημερίδα Politika Segodnia, ο οποίος προσθέτει πως κύριο χαρακτηριστικό των πρώτων χρόνων της νέας θητείας του Πούτιν αναμένεται να είναι κατά συνέπεια «μια ενίσχυση της αντιπαράθεσης με τη Δύση».