Τα βήματα για την προσέλκυση επενδύσεων και μια σταθερή αναπτυξιακή διάσταση της οικονομίας, περιέγραψε ο Γιάννης Στουρνάρας σε ομιλία τουμε θέμα «Πηγές χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας» σε εκδήλωση στο Χρηματιστήριο Αθηνών, με αφορμή την παρουσίαση της μελέτης του ΙΟΒΕ «Η χρηματοδότηση μέσω της χρηματιστηριακής αγοράς και το νέο αναπτυξιακό πρότυπο της Ελλάδας».

«Για να προσελκύσει η χώρα άμεσες ξένες επενδύσεις,προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στην άρση σημαντικών αντικινήτρων, όπως η γραφειοκρατία, η ασάφεια και η αστάθεια του νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου, το μη προβλέψιμο φορολογικό σύστημα, η ελλιπής προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και οι καθυστερήσεις στη δικαστική επίλυση των διαφορών», είπε ο Γιάννης Στουρνάρας και συνέχισε στέλνοντας ηχηρό μήνυμα στην κυβέρνηση και τα υπόλοιπα κόμματα: «Το κυριότερο όμως είναι η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και των αποκρατικοποιήσεων, με πρώτο βήμα την άρση των προσκομμάτων σε μεγάλες επενδύσεις που έχουν ήδη αποφασιστεί αλλά καθυστερούν, και η εμπέδωση της εμπιστοσύνης των επενδυτών ότι η δημοσιονομική και μεταρρυθμιστική πολιτική δεν θα διολισθήσει εκ νέου σε λάθος κατεύθυνση παρασυρόμενη από πελατειακές πρακτικές και εναγκαλισμό της ιδιωτικής πρωτοβουλίας από το κράτος».

Ολόκληρη η ομιλία του Γιάννη Στουρνάρα έχει ως εξής:

Με χαρά βρίσκομαι μαζί σας σήμερα για την παρουσίαση μιας ιδιαίτερα αναλυτικής έκθεσης του ΙΟΒΕ, η οποία χρησιμοποιώντας πλήθος πληροφοριών σχολιάζει, μεταξύ άλλων, τις επιπτώσεις από το στρεβλό αναπτυξιακό πρότυπο του παρελθόντος και την αδήριτη ανάγκη αναπροσαρμογής του. Είναι ευχάριστο για μένα ότι τόσο η διαπίστωση αυτή όσο και οι προτάσεις για την αναπροσαρμογή, είναι στην ίδια κατεύθυνση με τις προτάσεις που δημοσιοποιεί και η Τράπεζα της Ελλάδος μέσα από τις εκθέσεις της, ενώ είναι θετικό ότι, έστω και ως αναγκαστική απάντηση στην κρίση και με αργά βήματα, αυτή η αναπροσαρμογή έχει ξεκινήσει να υλοποιείται εδώ και λίγα χρόνια.

Η παρατεταμένη και βαθιά κρίση που βίωσε η χώρα την τελευταία δεκαετία επέφερε τρεις σημαντικές αλλαγές που σχετίζονται με το αναπτυξιακό της πρότυπο. Πρώτον, ο τραπεζικός δανεισμός που ήταν η κύρια πηγή χρηματοδότησης της δραστηριότητας των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων κατέρρευσε. Δεύτερον, οι ιδιωτικές επενδύσεις (και κυρίως αυτές σε κατοικίες) συρρικνώθηκαν. Τρίτον, η εξωστρέφεια της παραγωγικής δομής ενισχύθηκε σε ένα περιβάλλον εγχώριας ύφεσης.

Ξεκινώντας από τις αλλαγές στην πραγματική οικονομία, η μετάβαση σε ένα νέο πιο εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο έχει ήδη ξεκινήσει κι αναμένεται να συνεχιστεί. Οι επιχειρήσεις, προσαρμοζόμενες στα νέα δεδομένα μειούμενης εγχώριας ζήτησης, ενίσχυσαν τον εξαγωγικό προσανατολισμό τους, με αποτέλεσμα να αυξηθεί σε όλους τους κλάδους το ποσοστό της παραγωγής που εξάγεται. Το σύνολο των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε από περίπου 19% το 2009 σε 33% το 2017, δηλαδή 14 ποσοστιαίες μονάδες. Η βελτίωση αυτή προήλθε κυρίως από την πλευρά των αγαθών και δευτερευόντως από τις υπηρεσίες. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο κλάδος των διυλιστηρίων που κατέστη ένας από τους περισσότερο εξωστρεφείς κλάδους της μεταποίησης.

Οι εξελίξεις όσον αφορά την ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων ως πηγή ανάπτυξης υπήρξαν λιγότερο ενθαρρυντικές. Γενικά, οι ακαθάριστες επενδύσεις κεφαλαίου του ιδιωτικού τομέα μειώθηκαν την τελευταία δεκαετία από 22% του ΑΕΠ το 2007 σε 8% του ΑΕΠ το 2017 σε τρέχουσες τιμές. Το μεγαλύτερο ποσοστό της μείωσης αυτής (11 από τις 14 ποσοστιαίες μονάδες) οφείλεται σε συρρίκνωση των επενδύσεων των νοικοκυριών, κυρίως σε κατοικίες. Μολονότι οι επιχειρηματικές επενδύσεις παρουσίασαν μικρότερη μείωση, παρέμειναν ωστόσο σε ανησυχητικά χαμηλά επίπεδα (4,8% του ΑΕΠ το 2017 σε σχέση με 8% του ΑΕΠ το 2007).

Εάν αφαιρέσουμε τις αποσβέσεις, οι καθαρές επενδύσεις κεφαλαίου των επιχειρήσεων παραμένουν αρνητικές από το 2009. Συγκεκριμένα, το τρίτο τρίμηνο του 2017, οι καθαρές επενδύσεις κεφαλαίου των επιχειρήσεων ανέρχονταν σε περίπου μείον 4,3 δισεκ. ευρώ ή μείον 2,4% του ονομαστικού ΑΕΠ. Όμως, για να αυξηθεί το απόθεμα κεφαλαίου και συνεπώς το δυνητικό προϊόν της ελληνικής οικονομίας, βασική προϋπόθεση είναι να έχουμε θετικές καθαρές επενδύσεις κεφαλαίου. Για να συμβεί αυτό, πρέπει οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα να αυξηθούν κατά 50% τα επόμενα χρόνια. Συνεπώς, η ελληνική οικονομία χρειάζεται ένα επενδυτικό σοκ, με έμφαση στις πιο παραγωγικές και εξωστρεφείς επιχειρηματικές επενδύσεις, ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα υστέρησης του προϊόντος και να δοθεί ώθηση στο μετασχηματισμό του παραγωγικού προτύπου προς διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες.

Ένα από τα εμπόδια ωστόσο τα οποία συνεχίζουν να αποτελούν τροχοπέδη στην αναπροσαρμογή της οικονομίας σχετίζεται με τη στενότητα των αποταμιευτικών και χρηματοδοτικών πόρων για επενδύσεις. Τα τελευταία χρόνια, το ποσοστό των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών στο ΑΕΠ είναι αρνητικό. Όσον αφορά τα ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων, ένα μέρος αυτών αναλώθηκε τα τελευταία χρόνια για την εξυπηρέτηση των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων, ελλείψει κερδοφορίας και πρόσβασης σε αγοραία χρηματοδότηση, εν μέρει λόγω των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Όσον αφορά την εξωτερική χρηματοδότηση, δηλαδή τη χρηματοδότηση από τις τράπεζες και τις αγορές κεφαλαίων, οι τραπεζικές πιστώσεις παραμένουν υποτονικές, ενώ οι εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης από τις κεφαλαιαγορές δεν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς. Η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων από τις αγορές ουσιαστικά κατέρρευσε με την κρίση και έγινε αρνητική από το 2011 έως το 2015. Έκτοτε έχει ανακάμψει, αλλά παραμένει πολύ χαμηλή σε σύγκριση με τα προ κρίσης επίπεδα, ενώ εκ νέου επιδείνωση παρατηρήθηκε από το τελευταίο τρίμηνο του 2016.

Σε ένα περιβάλλον έλλειψης εγχώριου τραπεζικού δανεισμού και αυστηρότερων πιστοδοτικών κριτηρίων, οι επιχειρήσεις μετά την κρίση στράφηκαν, πέρα των ιδίων πόρων τους, σε εναλλακτικές μορφές εξωτερικής χρηματοδότησης για την κάλυψη των χρηματοδοτικών τους αναγκών. Μεταξύ αυτών των εναλλακτικών μορφών, οι επιχειρήσεις άντλησαν κεφάλαια κυρίως από μη τραπεζικά δάνεια, δηλαδή τα δάνεια από εγχώρια λοιπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, καθώς επίσης και από δάνεια από το εξωτερικό, στην πλειοψηφία τους ενδοομιλικά και ομολογιακά δάνεια. Παράλληλα, αντλήθηκε χρηματοδότηση από μη εισηγμένες στο χρηματιστήριο μετοχές, ενώ ιδιαίτερα υποτονική παρέμεινε η έκδοση εταιρικών ομολόγων (600 εκατ. ευρώ το 2017) και εισηγμένων μετοχών στην εγχώρια αγορά. Η βελτίωση των οικονομικών συνθηκών διευκόλυνε την εκ νέου πρόσβαση ελληνικών επιχειρήσεων με θετικές προοπτικές ανάπτυξης στις διεθνείς αγορές, με τις εκδόσεις ομολόγων το 2017 να ανέρχονται σε 1,1 δισεκ. ευρώ, σχετικά πιο υποτονικές σε σύγκριση με τα περίπου 6,3 δισεκ. ευρώ την περίοδο 2012-2014.

Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία του συνόλου των επιχειρήσεων, επλήγησαν δυσανάλογα από τη συνεχιζόμενη συρρίκνωση των εγχώριων τραπεζικών χορηγήσεων, καθώς βασίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στον τραπεζικό δανεισμό ως την κύρια μορφή εξωτερικής χρηματοδότησής τους, συγκριτικά με τις μεγάλες επιχειρήσεις με υψηλή πιστοληπτική διαβάθμιση.

Η τραπεζική χρηματοδότηση, που παραδοσιακά αποτελεί βασική πηγή άντλησης κεφαλαίων για τις ελληνικές επιχειρήσεις, αναπόφευκτα μειώθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης. Και αυτό διότι οι τράπεζες δέχθηκαν έντονες πιέσεις στη ρευστότητα, την κερδοφορία και την κεφαλαιακή τους βάση υπό τη συνδυαστική επίδραση: (α) της αδυναμίας πρόσβασης στις διεθνείς αγορές, (β) των συνεχών εκροών καταθέσεων, (γ) της αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους, (δ) των επιπτώσεων της ύφεσης αλλά και της «στρατηγικής» επιλογής μη αποπληρωμής δανείων από σημαντικό μέρος των δανειοληπτών στην ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων, και (ε) των επιπτώσεων από τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων.

Οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ ήταν καθοριστικές για την ενίσχυση και αποκατάσταση της ομαλής μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής στην πραγματική οικονομία. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης έχει επιστρέψει σε θετικό πρόσημο εδώ και καιρό, ενώ στην Ελλάδα θα ήταν πολύ πιο αρνητικός αν δεν είχαν ληφθεί αυτά τα μέτρα.

Η βελτίωση της εμπιστοσύνης στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και η αντιμετώπιση του προβλήματος του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων αναμένεται να ενισχύσουν περαιτέρω τον τραπεζικό δανεισμό. Είναι θετικό ότι η ετήσια συρρίκνωση της πιστωτικής επέκτασης, που χαρακτήρισε την ελληνική κρίση, φαίνεται να έχει αμβλυνθεί σημαντικά, ιδίως όσον αφορά τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, προς τις οποίες η πιστοδοτική δραστηριότητα των τραπεζών το 2017, όπως αποτυπώνεται στις εκταμιεύσεις νέων δανείων με προκαθορισμένη λήξη, αυξήθηκε σε σύγκριση με το 2016.

Ηολοκλήρωση των δύο πυλώνων της Τραπεζικής Ένωσης, του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού και του ενιαίου μηχανισμού εξυγίανσης, έχει ήδη συμβάλει σημαντικά στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, καθώς οι εποπτικές αρχές αξιολογούν με ενιαίο και αυστηρό τρόπο την ανθεκτικότητα των τραπεζών και απαιτούν από τις τράπεζες να διατηρούν υψηλό επίπεδο κεφαλαιακής επάρκειας, βελτιώνοντας παράλληλα την ποιότητα των ισολογισμών τους. Η ολοκλήρωση και του τρίτου πυλώνα, του ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης καταθέσεων, θα ενισχύσει ακόμα περισσότερο την εμπιστοσύνη.

Η μείωση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων θα επιδράσει θετικά στην οικονομική δραστηριότητα και την παραγωγικότητα μέσω δύο διαύλων: (α) την αύξηση της προσφοράς τραπεζικών δανείων και (β) την αναδιάρθρωση του παραγωγικού τομέα.Όπως προκύπτει από εκτιμήσεις και μελέτες της Τράπεζας της Ελλάδος, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα συμβάλει στη μείωση του χρηματοπιστωτικού κινδύνου των τραπεζών και την αποκλιμάκωση του κόστους χρηματοδότησής τους, καθώς και την αύξηση της κεφαλαιακής τους επάρκειας.

Ως αποτέλεσμα, θα υπάρξει σταδιακή αύξηση της προσφοράς δανείων και μείωση των επιτοκίων δανεισμού για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Παράλληλα, αναμένεται μείωση του χρηματοπιστωτικού κινδύνου των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών καθώς η οικονομία θα ανακάμπτει με αποτέλεσμα την αύξηση της αποτίμησης των υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων τους λόγω των υψηλότερων αποδόσεων του κεφαλαίου και των ακινήτων. Συνεπώς, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις σταδιακά καθίστανται πιο αξιόχρεα, επιτρέποντας την περαιτέρω τόνωση της επενδυτικής ζήτησης.Τέλος, κατά τη διαδικασία εξυγίανσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα απελευθερωθούν παραγωγικοί πόροι, που εφόσον αναδιανεμηθούν προς τις πιο παραγωγικές επιχειρήσεις και κλάδους, θα οδηγήσουν σε αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας. Καίριας σημασίας είναι η διευκόλυνση της παροχής οικονομικής στήριξης σε νεοφυείς επιχειρήσεις (start-ups), οι οποίες παρουσιάζουν υψηλότερη δυναμικότητα σε σύγκριση με τις ήδη εδραιωμένες και δύνανται να συμβάλουν σημαντικά στην αύξηση της απασχόλησης.

Σήμερα, το εγχώριο τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε σαφώς πιο εύρωστη θέση σε σύγκριση με την αρχή της κρίσης. Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών έχουν διαμορφωθεί σε ικανοποιητικά επίπεδα, υψηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου, έχουν βελτιωθεί οι δείκτες κερδοφορίας και αποδοτικότητας, ενώ οι ενέργειες που γίνονται στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων φαίνεται ότι άρχισαν να αποδίδουν καρπούς, καθώς παρατηρείται συνεχής μείωση του αποθέματος σε συνάφεια με τους τεθέντες στόχους. Ήδη κατά τη διάρκεια του 2017 το υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών μειώθηκε κατά περίπου 11 δισεκ. ευρώ. Παρ’ όλα αυτά, το συσσωρευμένο υπόλοιπο παραμένει υψηλό (περίπου 95 δισεκ. ευρώ στο τέλος του 2017).

Στην περαιτέρω αποκλιμάκωση θα συμβάλει, εκτός από την παγίωση θετικών ρυθμών ανάπτυξης, η επιτάχυνση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων, η οποία θα συνεισφέρει στη βελτίωση της τιμολόγησης των υπό ρευστοποίηση εξασφαλίσεων που αναπόφευκτα χάνουν την αξία τους όσο αναβάλλεται η εκποίησή τους. Το γεγονός αυτό δυσχεραίνει την ανάπτυξη μιας ενεργούς δευτερογενούς αγοράς δανείων, αλλά και την υλοποίηση άλλων μέτρων που θα επιτάχυναν τις δικαστικές διαδικασίες και θα διευκόλυναν την ενεργητική διαχείριση, μέρους τουλάχιστον, των μη εξυπηρετούμενων δανείων που τελούν υπό καθεστώς νομικής προστασίας, ιδίως δε εκείνων που κατά τεκμήριο συνδέονται με στρατηγικούς κακοπληρωτές.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και στις περιπτώσεις όπου οι τράπεζες έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους για την εφαρμογή λύσης σε περιπτώσεις κοινών πιστούχων, απαιτούνται αρκετοί μήνες μέχρι την ολοκλήρωση των σχετικών νομικών διαδικασιών πριν την υλοποίηση της λύσης, εξέλιξη που προφανώς αποστερεί πόρους από την οικονομία. Μετά την πρόσφατη δημοσίευση σχετικών κατευθύνσεων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να εξεταστεί το ενδεχόμενο μεταβίβασης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε έναν ή περισσοτέρους κεντρικούς φορείς που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν για το σκοπό αυτό.

Ωστόσο, παρά το σημαντικό ρόλο που θα συνεχίσουν να διαδραματίζουν οι τράπεζες στην Ελλάδα και γενικότερα στην ΕΕ, ιδίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι συμμετέχοντες στην αγορά διαμηνύουν εδώ και χρόνια ότι υπάρχει επιτακτική ανάγκη να διευρυνθούν οι πηγές μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης.

Εκτός προς τις παραδοσιακές µορφές χρηματοδότησης των επενδύσεων, όπως ο τραπεζικός δανεισµός και τα προγράµµατα εγγυήσεων, θα µπορούσαν να αξιοποιηθούν σε µεγαλύτερο βαθµό οι δυνατότητες που προσφέρουν οι κεφαλαιαγορές ή η εναλλακτική χρηματοδότηση. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων μορφών χρηματοδότησης αποτελούν:

1) τα εργαλεία “συνεπένδυσης” (equity funding), στα οποία περιλαµβάνονται µεταξύ άλλων τα κεφάλαια επιχειρηµατικών συµµετοχών (venture capital), η συµµετοχική χρηµατοδότηση (equity crowdfunding) και οι εξειδικευµένες χρηµατιστηριακές πλατφόρµες αγορών µετοχών μικρομεσαίων επιχειρήσεων (specialised platforms for public listing of SMEs),

2) τα υβριδικά εργαλεία, όπως π.χ. οι µετατρέψιµες οµολογίες (convertible bonds) και το mezzanine finance, τα οποία κατά κανόνα αφορούν δανεισµό που υπό προϋποθέσεις µπορεί να µετατραπεί σε µετοχική συµµετοχή, και

3) ο δανεισµός εκτός τραπεζικού συστήµατος, π.χ. μέσω έκδοσης εταιρικών ομολόγων, τιτλοποιημένου χρέους (securitised debt) και καλυμμένων ομολογιών (covered bonds).

Με εξαίρεση την αγορά εταιρικών ομολόγων, η χρηματοδότηση μέσω άλλων εργαλείων της κεφαλαιαγοράς είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη στην Ελλάδα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπως άλλωστε καταδεικνύει και η μελέτη του ΙΟΒΕ, ενώ ιδιαίτερα περιορισμένη είναι και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στην ΕΕ η χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από τις κεφαλαιαγορές ανέρχεται σε λιγότερο από 15% της συνολικής τους χρηματοδότησης, ενώ η άντληση κεφαλαίων μέσω αυτών των καναλιών είναι ιδιαίτερα κοστοβόρα. Ένα βασικό πρόβλημα είναι η έλλειψη πληροφόρησης στη διάθεση των επενδυτών για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 25% όλων των επιχειρήσεων και το 75% περίπου των διαχειριζόμενων από τους ιδιοκτήτες τους εταιριών στην Ευρώπη δεν διαθέτει πιστοληπτική διαβάθμιση, όπως αναφέρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην Πράσινη Βίβλο για την οικοδόμηση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών.

Καθώς λοιπόν το πρόβλημα είναι γενικότερο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει καταστρώσει από το 2015 και υλοποιεί ένα φιλόδοξο σχέδιο για την οικοδόμηση ενιαίας αγοράς κεφαλαίων στην ΕΕ έως το 2019. Στόχος του σχεδίου είναι η βελτίωση της πρόσβασης σε χρηματοδότηση για όλες τις επιχειρήσεις στην Ευρώπη, η αύξηση και η διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης και η αποτελεσματικότερη και αποδοτικότερη λειτουργία των αγορών με στόχο την άρση των εμποδίων που δυσχεραίνουν το βαθμό και το κόστος πρόσβασης επενδυτών και επιχειρήσεων στις αγορές.

Η ανάπτυξη των κεφαλαιαγορών έχει σημαντικά οφέλη για τους συμμετέχοντες και την οικονομική δραστηριότητα γενικά. Πρώτον, οι αγορές συνεισφέρουν στη διαφοροποίηση των πηγών άντλησης χρηματοδότησης, μειώνοντας την εξάρτηση των επιχειρήσεων από τον τραπεζικό δανεισμό και διαμορφώνοντας ένα περιβάλλον πιο ευέλικτο και περισσότερο ανθεκτικό σε περιόδους κρίσεων. Δεύτερον, βοηθούν στην καλύτερη κατανομή κεφαλαίων και στον επιμερισμό του κινδύνου καθώς οι επενδυτές, μέσω των διευρυμένων επιλογών που τους δίνει η πρόσβαση στις αγορές, μπορούν να αναλάβουν το βαθμό κινδύνου που επιθυμούν και συνεπώς να χρηματοδοτήσουν και επιχειρήσεις για τις οποίες ο βαθμός κινδύνου είναι απαγορευτικός για πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό. Τρίτον, η χρηματοδότηση επιχειρήσεων μέσω συμμετοχής επενδυτών στο μετοχικό τους κεφάλαιο ενισχύει τις επενδύσεις χωρίς απαραίτητα να αυξάνει το επίπεδο ιδιωτικού χρέους σε μια οικονομία.

Η πορεία προς τη δημιουργία Ένωσης Κεφαλαιαγορών είναι σταθερή αλλά σχετικά αργή. Από τις 8 νομοθετικές προτάσεις που είχε υποβάλει η Επιτροπή μέχρι τις αρχές Μαρτίου 2018 έχουν εγκριθεί οι 3 από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο και αφορούν τις απλές, διαφανείς και τυποποιημένες τιτλοποιήσεις, ως μια πρόσθετη πηγή χρηματοδότησηςιδίως για τις μικρομεσαίες και τις νεοφυείς επιχειρήσεις, τους κανονισμούς για τις ευρωπαϊκές εταιρίες επιχειρηματικού κεφαλαίου και τα ευρωπαϊκά ταμεία κοινωνικής επιχειρηματικότητας, ώστε να διευκολυνθούν οι επενδύσεις σε καινοτόμες εταιρίες, και τους αναθεωρημένους κανόνες για ταενημερωτικά δελτία με στόχο τη διευκόλυνση των μικρομεσαίων εταιριών να προσφύγουν στις κεφαλαιαγορές. Οι υπόλοιπες 5 προτάσεις τελούν ακόμα υπό διαπραγμάτευση, ενώ τις τελευταίες δύο εβδομάδες η Επιτροπή ανακοίνωσε 5 νέες προτάσεις που αφορούν τη δυνατότητα που μπορούν να δώσουν η χρηματοοικονομική τεχνολογία (FinTech) και η συμμετοχική χρηματοδότηση (Crowdfunding) στην ανάπτυξη και χρηματοδότηση των μικρομεσαίων και νεοφυών επιχειρήσεων, πλάνο για την ενίσχυση των φιλικών προς το περιβάλλον και διατηρήσιμων επενδύσεων (green and sustainable finance), κοινούς κανόνες για τακαλυμμένα ομόλογα, ως σταθερή και φθηνή πηγή χρηματοδότησης για τα πιστωτικά ιδρύματα, ιδίως όταν οι αγορές είναι λιγότερο ανεπτυγμένες, μειώνοντας έτσι το κόστος δανεισμού για την ευρύτερη οικονομία, την άρση των εμποδίων για τη διασυνοριακή διανομή επενδυτικών κεφαλαίων καθιστώντας την απλούστερη, ταχύτερη και λιγότερο δαπανηρή, και την αποσαφήνιση για το εφαρμοστέο δίκαιο που θα ισχύει στη διασυνοριακή μεταβίβαση διεκδίκησης χρέους, προωθώντας τις διασυνοριακές επενδύσεις.

Με την ολοκλήρωση και υλοποίηση όλων των νομοθετημάτων εκτιμάται ότι θα αρθούν οι φραγμοί που αποτρέπουν τους επενδυτές από τη γεωγραφική διαφοροποίηση των χαρτοφυλακίων τους, περιορίζοντας τη ρευστότητα της αγοράς και δυσχεραίνοντας την επέκταση των επιχειρήσεων. Οι ιδιώτες επενδυτές στην ΕΕ διατηρούν συνήθως τα κεφάλαιά τους σε τραπεζικούς λογαριασμούς με βραχυπρόθεσμη ληκτότητα. Επίσης, θεσμικοί επενδυτές, ιδίως ασφαλιστικές εταιρίες και συνταξιοδοτικά ταμεία, που παραδοσιακά ήταν μακροπρόθεσμοι επενδυτές έχουν περιορίσει τις επενδύσεις μετοχικού κεφαλαίου σε περίπου 5-10% του συνολικού χαρτοφυλακίου τους. Η Ένωση Κεφαλαιαγορών, διευκολύνοντας την πρόσβαση σε ελκυστικές επενδύσεις με ανταγωνιστικούς και διαφανείς όρους, αναμένεται να αυξήσει τις τοποθετήσεις των εν λόγω επενδυτών σε κεφαλαιακά προϊόντα επιχειρήσεων εντός της ΕΕ. Η εξέλιξη αυτή θα βοηθήσει να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις από τη γήρανση του πληθυσμού και τα χαμηλά επιτόκια στη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων, ενώ ταυτόχρονα θα δημιουργήσει νέες ευκαιρίες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων.

Συνολικά πάντως, καθώς οι τραπεζικές πιστώσεις και η άντληση κεφαλαίων μέσω εναλλακτικών μορφών χρηματοδότησης δεν αναμένεται να αυξηθούν, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, σε επαρκή βαθμό για ένα σημαντικό άλμα των επιχειρηματικών επενδύσεων που απαιτείται για βιώσιμη ανάπτυξη, είναι αναγκαία μια επιθετική πολιτική προσέλκυσης στρατηγικών ξένων άμεσων επενδύσεων. Η ανάγκη αυτή γίνεται ακόμα πιο επιτακτική αν αναλογιστούμε ότι η εγχώρια αποταμίευση του ιδιωτικού τομέα έχει μειωθεί σημαντικά στη διάρκεια της κρίσης, από 15,3% του ΑΕΠ το 2007 σε 3,8% τα πρώτα τρία τρίμηνα του 2017.

Για να προσελκύσει η χώρα άμεσες ξένες επενδύσεις, προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στην άρση σημαντικών αντικινήτρων, όπως η γραφειοκρατία, η ασάφεια και η αστάθεια του νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου, το μη προβλέψιμο φορολογικό σύστημα, η ελλιπής προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και οι καθυστερήσεις στη δικαστική επίλυση των διαφορών. Μολονότι οι ξένες άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα παρουσιάζουν μια αυξητική τάση τα δύο τελευταία χρόνια, έχοντας βεβαίως ξεκινήσει από χαμηλή βάση, υπολείπονται σημαντικά ως ποσοστό του ΑΕΠ σε σύγκριση με ανταγωνίστριες χώρες στη Νότια και Ανατολική Ευρώπη, καθώς και με το μέσο όρο της ΕΕ και της ευρωζώνης.

Επίσης, έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην προώθηση των συγχρηματοδοτούμενων έργων και στη συστηματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων των διαρθρωτικών ταμείων στο πλαίσιο του νέου ΕΣΠΑ 2014-2020, καθώς και άλλων προγραμμάτων όπως αυτά του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Η ενεργοποίηση περισσότερων χρηματοδοτικών εργαλείων (financial instruments) και η αξιοποίηση των αυξημένων δυνατοτήτων που προσφέρουν έναντι των επιχορηγήσεων (grants) μπορούν να μεγιστοποιήσουν το αναπτυξιακό όφελος των διαθέσιμων κοινοτικών πόρων για επενδύσεις στην ελληνική οικονομία.

Τα χρηματοδοτικά εργαλεία παρέχουν δυνατότητες για την άντληση και ανάμιξη κονδυλίων από διαφορετικές κοινοτικές, δημόσιες ή ιδιωτικές πηγές (blending), την ανακύκλωση πόρων για τη χρηματοδότηση άλλων επενδύσεων (revolving) και τη μόχλευση πόρων με την προσέλκυση πρόσθετων ιδιωτικών και δημόσιων κεφαλαίων (leveraging). Συνεπώς, το τελικό ποσό χρηματοδότησης που διατίθεται για επενδύσεις μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων είναι πολύ μεγαλύτερο από τους αρχικά διαθέσιμους κοινοτικούς πόρους, δημιουργώντας πολλαπλασιαστικά οφέλη στην πραγματική οικονομία. Σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το Δεκέμβριο του 2017, η Ελλάδα είχε δεσμεύσει το 9% των συνολικών πόρων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης και του Ταμείου Συνοχής μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων, σε σύγκριση με 19% στη Σλοβενία, 18% στην Πορτογαλία και 8% στην ΕΕ. Αρκετά από αυτά όμως τα χρηματοδοτικά εργαλεία ενώ έχουν ενεργοποιηθεί παραμένουν αναξιοποίητα.

Μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνει επίσης ότι σημαντική για την ενίσχυση των επιχειρηματικών επενδύσεων είναι η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων. Η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων αναμένεται να επηρεάσει ευνοϊκά τη συνολική ζήτηση και την παραγωγικότητα του ιδιωτικού τομέα και να δημιουργήσει κίνητρα για την ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών.

Το κυριότερο όμως είναι η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και των αποκρατικοποιήσεων, με πρώτο βήμα την άρση των προσκομμάτων σε μεγάλες επενδύσεις που έχουν ήδη αποφασιστεί αλλά καθυστερούν, και η εμπέδωση της εμπιστοσύνης των επενδυτών ότι η δημοσιονομική και μεταρρυθμιστική πολιτική δεν θα διολισθήσει εκ νέου σε λάθος κατεύθυνση παρασυρόμενη από πελατειακές πρακτικές και εναγκαλισμό της ιδιωτικής πρωτοβουλίας από το κράτος. Αυτό θα επηρεάσει θετικά τους όρους εξόδου στις αγορές, θα βελτιώσει το επενδυτικό κλίμα και θα ενισχύσει την προσέλκυση επενδύσεων. Επιπλέον, θα διευκολύνει την επιστροφή καταθέσεων στις τράπεζες και θα ενδυναμώσει την πιστοδοτική τους ικανότητα. Τα παραπάνω θα θέσουν σε κίνηση έναν ενάρετο κύκλο στην οικονομία και στο τραπεζικό σύστημα και θα διαμορφώσουν τις προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν την χρηματοδότηση των επενδύσεων και την αποκατάσταση βιώσιμων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης.

Αν η εμπέδωση της εμπιστοσύνης είναι η κύρια και ουσιαστική προϋπόθεση για να συμβούν τα ανωτέρω, δηλαδή να αυξηθούν τόσο οι εγχώριες αποταμιεύσεις όσο και οι συνολικές επενδύσεις, θα πρέπει παράλληλα να αξιοποιηθούν όλες οι δυνατότητες που μας παρέχει η συμμετοχή μας στην ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ για τη δημιουργία ενός χρηματοδοτικού πλαισίου ασφαλείας που θα πείθει ότι η χώρα μπορεί να αντιμετωπίσει ενδεχόμενες συγκυριακές αντιξοότητες που καθιστούν το κόστος χρηματοδότησης μη ανεκτό, ιδίως εν μέσω ενός διεθνούς περιβάλλοντος με ιδιαίτερες χρηματοοικονομικές και γεωπολιτικές προκλήσεις.

Κυρίες και κύριοι,

Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα μπροστά στην ιστορική πρόκληση να επανέλθει στην κανονικότητα και σε πορεία σύγκλισης με τους Ευρωπαίους εταίρους. Η επιστροφή σε ισχυρή και βιώσιμη ανάπτυξη απαιτεί πρωτίστως τη διατήρηση και εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που έχουν ήδη νομοθετηθεί, καθώς και ουσιαστικές αλλαγές σε τομείς που εξακολουθούν και σήμερα να υστερούν, όπως είναι το φορολογικό σύστημα, η δημόσια διοίκηση, η απονομή δικαιοσύνης, η σύνδεση της παραγωγής με την έρευνα και την εκπαίδευση, το νομοθετικό και ρυθμιστικό πλαίσιο ειδικά σε ότι αφορά τις χρήσεις γης, οι αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Είναι προφανές ότι μόνο υπό αυτή την προϋπόθεση μπορεί η Ελλάδα να καταστεί ξανά φιλική προς το επιχειρείν, να υποστηρίξει ουσιαστικά τις παραγωγικές επενδύσεις και να επιτύχει ένα άλμα στη συνολική παραγωγικότητά της.

Τέλος θα ήθελα να τονίσω ότι η αύξηση των επενδύσεων σε βάθος χρόνου προϋποθέτει αύξηση των αποταμιεύσεων του ιδιωτικού τομέα (νοικοκυριών και μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων), οι οποίες όπως προαναφέρθηκε έχουν μειωθεί θεαματικά, κατά 11,5 ποσοστιαίες μονάδες, σε μια δεκαετία. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η συρρίκνωση των αποταμιεύσεων τη διετία 2015-2016 τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις. Είναι γεγονός ότι η επιβολή των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων σε συνδυασμό με την αυξημένη φορολόγηση οδήγησαν νοικοκυριά και επιχειρήσεις σε ανάλωση των αποταμιευτικών τους πόρων, προκειμένου να ανταποκριθούν στις τρέχουσες ανάγκες τους.

Επενδύσεις όμως χωρίς εγχώρια αποταμίευση, ή εναλλακτικά συνεχιζόμενη χρηματοδότηση από το εξωτερικό, δεν μπορούν να υπάρξουν, για αυτό είναι σημαντικό σε βάθος χρόνου να αποκατασταθεί η δυνατότητα αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα. Στο πλαίσιο αυτό, η ανάπτυξη του δεύτερου και του τρίτου πυλώνα ασφάλισης, όχι μόνο θα εξασφαλίσει καλύτερες προϋποθέσεις βιωσιμότητας για το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, αλλά θα δώσει επίσης κίνητρα στα νοικοκυριά για αποταμίευση και ένα νέο κανάλι χρηματοδότησης των επιχειρήσεων για επενδύσεις. Έτσι η Ελλάδα θα καταφέρει, στηριζόμενη στις δικές της δυνάμεις, να αυξήσει το παραγωγικό της δυναμικό και να θεμελιώσει το νέο αναπτυξιακό πρότυπο σε γερές βάσεις.