«Εζησα το τέλος του εικοστού αιώνα, που μας αποχαιρέτησε πριν την ώρα του –στα μέσα της δεκαετίας του 1970 ή λίγο μετά -, και οι εικαστικές τέχνες υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες, καθώς πιστεύω ότι το τέλος της νεωτερικότητας σήμανε τον θάνατό του. Μετά το ’80, ό,τι συνέβαινε, ακόμα και στις πιο σοβαρές εκδοχές του, έμοιαζε με τον γύρο του θανάτου, την περιστροφή στο κενό ή, πιο σωστά, στον άξονα εκείνου που θεωρήθηκε πρωτοπορία. Κι ενώ όλοι επιθυμούσαμε τη νέα υπέρβαση, η κεντρομόλος δεν την επέτρεπε».

Τα λόγια είναι του Γιώργου Λαζόγκα: τα πρώτα τού υπό έκδοση βιβλίου του «Το τυχαίο ως μέθοδος», που άρχισε να γράφει το 2010, χρειάστηκε να παρατήσει και να ξαναπιάσει πολλές φορές –συχνά με την παραίνεση της συντρόφου του Αννας Μιχαλιτσιάνου. Ενα βιβλίο απολογιστικό, αλλά διόλου απολογητικό, για τη διαδρομή του ζωγράφου, η καλλιτεχνική έρευνα του οποίου «περιστράφηκε εκτός των απτών υλικών της ζωγραφικής, γύρω από την απόδοση του στοιχείου που βρίσκεται πέραν αυτών», όπως επισημαίνει η διευθύντρια του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Κατερίνα Κοσκινά στον πρόλογο της δίγλωσσης (ελληνικά και αγγλικά) και πλούσια εικονογραφημένης έκδοσης.

Γεννήθηκα το 1945, τον πρώτο χρόνο μιας νέας εποχής, μιας χρονικής στιγμής που είδε –κατά κάποιον τρόπο –εκ των προτέρων όσα έμελλε να συμβούν. Αναλογίζομαι τη μοιραία σχέση, την οποία άλλωστε καθένας διατηρεί με τη γέννησή του. Στα χρόνια του ’70 προέκυψε επιτακτικά η ανάγκη μιας οπτικής σύνθετης, που δεν περιοριζόταν στα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα, επέβαλλε κυρίως νέες αναγνώσεις και προσεγγίσεις, με δεδομένες τις αντιφάσεις, τις γεωγραφικές και τοπικές διαφορές. Μεγάλες οι πολιτικές αλλαγές και διαφαινόμενο το τέλος εποχής, από τα μέσα της δεκαετίας αυτής. Η μεταπολεμική Ευρώπη έκλεινε έναν ιστορικό και κοινωνικό κύκλο.

Ο καλλιτέχνης, ως απόρροια της Ιστορίας, επηρεάζεται από γεγονότα διαχρονικά, κρίνει και συμμετέχει στα συμβαίνοντα, η δε ερμηνεία και η καταγωγή τους καθορίζουν το πλαίσιο όπου θα κινηθεί το έργο τέχνης, το οποίο μεταφέρει την οσμή της στιγμής που πραγματοποιείται. Οι αναγνώσεις δείχνουν άπειρες σ’ ένα πλαίσιο ενεστώτος χρόνου, που συνεχίζει να αξιοποιεί τη μνήμη, το παρελθόν και τις αναμνήσεις ελεύθερα, παρά τις αντιστάσεις και αντιδράσεις των «επικαιρικών», εκείνων που κυνηγούν το περιτύλιγμα του σήμερα.

Προσωπικά, αν κατάφερα κάτι, αυτό περιέχει το παρελθόν. Δεν λοξοδρόμησα από αυτή τη διαδρομή και ουδέποτε εγκατέλειψα αυτή την ανάγνωση, σε γεγονότα, σκέψεις, σημειώσεις, αγωνίες, αλλά χωρίς βεβαιότητες, με συνείδηση του μηδενός και του χαμένου χρόνου, καθώς πιστεύω ότι καθετί –από το πιο μικρό ώς το πιο μεγάλο –διατηρεί ζωτική σχέση με τη μνήμη, τις συσσωρευμένες εικόνες, τα βιώματα, τις συλλογικές καταγραφές, τα αρχετυπικά σύμβολα, και δεν απολογείται. Παρά ταύτα, παραμένω εν αναμονή κάποιας ανατροπής της δεδομένης σύμβασης, που ισχυρίζεται πως έχει προκύψει ως εξέλιξη της επιστήμης, της οικονομίας, της βιολογίας, της τεχνολογίας κ.λπ., για την ώρα ερήμην της τέχνης και του πολιτισμού.

Εχω προσέξει ότι τα κακόφημα σπίτια στις πόλεις βρίσκονται σε δρόμους με μυθολογικές ονομασίες, στον Κεραμεικό, για παράδειγμα, είναι η οδός Ιάσονος. Στη γωνία Κενταύρων και Ηφαίστου στη Λάρισα θυμάμαι την πρώτη μου εφηβική εμπειρία. Καλοκαίρι του ’56 ή ’57 στην αυλή του οίκου ανοχής, δίπλα στο ποτάμι, βλέπω τις γυναίκες και είναι σαν να συναντώ τη Σαρακίνα και τη Βαυβώ. Η ώριμη γυναίκα, καθισμένη στη σκάλα, μας δείχνει το αιδοίο της, η αμηχανία δημιουργεί ένα απρόσμενο κενό. Η οδός Κενταύρων, φαίνεται, συντηρεί τις μυθολογικές αναφορές της. Αν δεν υπήρχε το γυναικείο σώμα, δεν θα ζωγράφιζα. Η γυναικεία φιγούρα με οδηγεί στη ζωγραφική.

Ο,τι επιχειρώ εντάσσεται σε μια λευκή επιφάνεια, σ’ ένα λευκό χαρτί, στο οποίο πάντα επιστρέφω. Ενα λευκό χαρτί χωράει τα πάντα, όσο τεράστιο ή όσο μικρό κι αν είναι. Σε όσα σπίτια έζησα, κατέφευγα σ’ έναν μικρό, ουδέτερο άσπρο χώρο, με μία καρέκλα, ένα τραπέζι, ένα παράθυρο, και τα χωρούσα όλα. Tο λευκό μού επιτρέπει να κινούμαι, να σχεδιάζω, να αισθάνομαι ελεύθερος· δεν επιβάλλει να δω κάτι άλλο, είναι αέρας, αναπνοή, είναι άυλο. Ο ουδέτερος, λευκός χώρος με διευκολύνει, εμπεριέχει διαφορετικές ξεχωριστές εμπειρίες και πληροφορίες, οι οποίες σηματοδοτούν την καταγωγή που παραμένει συνεχής αναφορά, με στοιχεία ταυτότητας, αναγνώρισης και σιωπηλής παρουσίας· το λευκό εμπεριέχει το θέμα και την εικόνα.

Το έργο προκαλεί νοητικές και αισθητικές λειτουργίες που πρέπει να σεβαστείς, να αφουγκραστείς· διαφορετικά, θα σε προδώσει. Το έργο επιβάλλει τις αντοχές του και τους τρόπους επέμβασης στην επιφάνειά του. Ο χώρος είναι το όχημα, το σχήμα, ενώ οι αντοχές του, σαν τον αέρα, είτε σε παρασύρουν είτε σε ακινητοποιούν.

Η εποχή σήμερα δείχνει ενδιαφέρον για το διαφορετικό, το καινοτόμο, και αναδεικνύει το νέο που της αντιστοιχεί. Το αέναο όμως κυνηγητό του «νέου» μπορεί να εξαντλήσει ακόμη και δυνατά ταλέντα. Οι αποσκευές –όποιες κι αν είναι –έχουν μνήμη και αποτελούν μέρος του πριν και του μετά. Είναι ατυχές να δηλώνεις το ιστορικό σου παρελθόν στα απολεσθέντα. Για παράδειγμα, η ταυτότητα της παιδείας μου είναι κατ’ εξοχήν εικαστική, αλλά εγώ επιμένω να δηλώνω ζωγράφος.

Λογικά, η έκρηξη της τεχνολογίας και των μαζικών μέσων έπρεπε να μας οδηγεί στην κατάκτηση της «πλήρους εικόνας», αλλά νομίζω ότι συμβαίνει το εντελώς αντίθετο. Οσο περισσότερο εξελίσσεται η τεχνολογία, τόσο μικραίνει η εικόνα του κόσμου, τόσο περιορίζεται η δημιουργική αυθαιρεσία, τόσο το μέρος αναπροσδιορίζεται ως όλον.

Ενα έργο πρέπει να τελειώνει πριν από το τέλος του. Είναι πιο δραστικό το ότι δεν έχει πει την τελευταία λέξη. Η γοητεία του non finitο οφείλεται σ’ αυτό το άνοιγμα και επιτρέπει τη συμμετοχή, δίνει περιθώρια ελευθερίας στο άλεκτον. Ο,τι ολοκληρώνεται κλείνει την πόρτα στο μη περαιτέρω. Οι κύκλοι που κλείνουν εγκλωβίζουν την περιπλάνηση. Από το τραπέζι σηκώνεσαι πριν χορτάσεις.

INFO

Γιώργος Λαζόγκας, «Το τυχαίο ως μέθοδος», εκδ. ΕΜΣΤ, σελ. 320, τιμή: 20 ευρώ. Το βιβλίο θα παρουσιαστεί στο ΕΜΣΤ, Καλλιρρόης και Αμβροσίου Φραντζή, στις 29 Μαρτίου, στις 19.30.