Η απόσταση για τις τελευταίες σκέψεις είναι μόλις πέντε χιλιόμετρα, κι αυτά με την «καναδέζα» –το όχημα που μέχρι να μπεις στον Στρατό έλεγες καμιόνι. Ως οπλίτης Πεζικού αφήνεις πίσω σου το 508 Μ/Κ Τάγμα στα Ρίζια του Εβρου για να μετρήσεις πλέον τη θητεία σου στον συνοριακό σταθμό στις Καστανιές, ένα από τα ελάχιστα χερσαία σύνορα με την Τουρκία. Στο φυλάκιο αυτό διανυκτέρευσε προχθές ο αρχηγός του ΓΕΣ, αντιστράτηγος Αλκιβιάδης Στεφανής, σε μια συμβολική –πώς αλλιώς; –κίνηση μετά την επιφυλακή που χτύπησε σε όλες τις ακριτικές μονάδες.

Ακόμη και για το μακρινό 2004 πάντως η «επιφυλακή» ήταν κάτι σαν την ώρα που ρυθμίζεις κάθε μέρα στο ξυπνητήρι του κινητού σου. Εκεί ήταν Εβρος, δεν ήταν παίξε – γέλασε: καλύτερα να εξοικειωνόσουν με το κατεπείγον της περίστασης από το να σε εξοικειώσει εκείνη σε χρόνο ανύποπτο. Από τη στιγμή που περνούσες την είσοδο του επιτηρητικού φυλακίου δεν είχες πολύ χρόνο για να μείνεις εκεί. Η πραγματική σου θέση ήταν μία από τις δύο σκοπιές εκατέρωθεν του δρόμου που οδηγούσε στην Αδριανούπολη. Τις επόμενες ημέρες θα μάθαινες ότι τα νούμερα είναι τρίωρα (το λεγόμενο «γερμανικό» έπεφτε 01.00-04.00), θα έφερες στον γεμιστήρα πραγματικές σφαίρες («εδώ είναι σύνορα», μην τα ξαναλέμε) και θα έπρεπε να γίνεσαι η προσωποποίηση της ευθύνης κάθε φορά που επισκεπτόταν το φυλάκιο «επίσημος», ταξίαρχος ή συνταγματάρχης, και στεκόταν μπροστά σου για αναφορά.

Ο χρόνος για τις πρώτες σκέψεις μετά την τοποθέτηση στη σκοπιά ισοδυναμούσε με μία ημέρα (ή νύχτα) και μια αιωνιότητα. Ακόμη και αν είχες ξεπατικώσει όλα τα SOS από τις παλιές σειρές για το τι εστί Εβρος, αυτή ήταν η απολύτως δική σου στιγμή για να το διαπιστώσεις. Στο γειτονικό χωριό των Καστανιών ένιωθαν τιμή που τους φυλούσαν οι φαντάροι (πράγμα που μεταφραζόταν σε υπερεγωτικό φορτίο για κάποιον που είχε φτάσει από την Αθήνα), στα γειτονικά δάση η παραμικρή σκιά έμοιαζε με αυτοσχέδιο θρίλερ και ο δρόμος που οδηγούσε στην Αδριανούπολη (σε 10 χιλιόμετρα) με το τέλος της κανονικότητας ή την αρχή μιας περιπέτειας για τρεις εβδομάδες.

Η αφορμή για την πρώτη αλλαγή στη διάθεση ήρθε από απέναντι. «Τράμπα, μπάτζανακ». Η παράκληση του τούρκου σκοπού –στα 15 μέτρα –για ανταλλαγή τσιγάρων ή φαγώσιμων έσπασε τον πάγο. Κι αυτό πάρτε το μεταφορικά και κυριολεκτικά, καθότι εκεί ήταν Εβρος, οπότε η θερμοκρασία έπεφτε ώσπου να πει ο Πρωθυπουργός «καθαρή έξοδος από το Μνημόνιο». Οι πολλές κολιγιές προφανώς και απαγορεύονταν, αλλά μια ανακούφιση τη νιώσαμε όταν μάθαμε ότι τα ελληνοτουρκικά σύνορα θεωρούνταν ευμενής μετάθεση για τους «απέναντι». Γι’ αυτό και στις Καστανιές (το χωριό Κάραγατς για τους Τούρκους, που σημαίνει «φτελιά») υπηρετούσαν Κούρδοι ή άτομα για εναλλακτική θητεία. Ακόμη πάντως και αν δεν ήταν έτοιμοι για εξοικείωση οι έλληνες στρατιώτες, ήταν έτοιμοι από καιρό οι Τούρκοι. Σε μία από τις υποδοχές σκοπών στο δικό μας φυλάκιο, ένας από τους «νέους» δεν είχε μάθει ακόμη τα συνθηματικά: «πεταλούδα» για τον ασύρματο, «χελώνα» για την μπαταρία του ασυρμάτου. Προσπάθησε πολλές φορές απεγνωσμένα να επικοινωνήσει με τον επιλοχία, αλλά η «χελώνα» τον είχε προδώσει: είχε πέσει χωρίς ο ίδιος να καταλαβαίνει γιατί δεν λειτουργούσε ο ασύρματός του. Το συμφάνταρο προσπαθούσε να του εξηγήσει με νοήματα, αλλά τελικά ήταν ο σκοπός από «απέναντι» που φώναξε τη λύση σε άπταιστη αγγλοτουρκική: «Μπά-τα-ρι, μπάτζανακ, μπά-τα-ρι».

Η συνέχεια ήταν η κανονικότητα, σε πείσμα του αξιώματος που θέλει το τέλος της λογικής να περνάει κάπου απ’ τον Εβρο. Από το έσχατο σημείο του χάρτη, στο οποίο ποτέ δεν έδινες σημασία στο σχολείο (ούτε και το κράτος, αν σκεφτεί κανείς ότι ποτέ δεν οργανώθηκε μια εκδρομή της προκοπής σ’ αυτά τα μέρη), δέθηκες όσο ελάχιστες στιγμές με τον άνθρωπο που είχες απέναντί σου στις διπλοσκοπιές. Βοήθησες στη διοργάνωση του Φεστιβάλ του Αρδα μεταφέροντας αντίσκηνα και τέντες. Για τρεις ώρες προσπαθούσες να μείνεις όρθιος μπροστά στο μαρμάρινο κουβούκλιο, παρατηρώντας πότε θα περάσει κάποιος οδηγός προς Αδριανούπολη. Σε κάτι τέτοιες στιγμές έπεφτε ένας ακόμη ημιαγροτικός μύθος που έλεγε ότι οι οδηγοί πετούν λεφτά, γλυκά και τσιγάρα στους σκοπούς (κάποτε μπορεί, όχι το 2004). Ετσι κι αλλιώς, δυο κουβέντες στα πεταχτά απ’ το κατεβασμένο τζάμι ήταν αρκετές για να νιώσεις κομπάρσος (έστω) σε ταινία του Αγγελόπουλου. Ετσι κι αλλιώς, εξαρτάται τι βλέπει ο καθένας εκεί πάνω: την Ελλάδα να τελειώνει στα δεξιά της σκοπιάς ή μόλις ν’ αρχίζει.