εκινώ με δύο γενικές διαπιστώσεις. Ολη η ευρωπαϊκή αλλά και η νοτιοαμερικανική και βορειοαμερικανική λογοτεχνία και το θέατρο έχουν να επιδείξουν μια αξιόλογη σε όγκο και ποιότητα θεματική γύρω από τη ζωή, τα ήθη, τα πάθη, τις προσδοκίες και τα σύνδρομα του επαρχιακού βίου. Αν μάλιστα ήθελε κανείς να βρει ένα πυκνό μότο θα διάλεγε ασφαλώς την τσεχοφική γυναικεία κραυγή από τις «Τρεις αδελφές» του Τσέχοφ: «Στη Μόσχα, στη Μόσχα, αδελφές μου». Η δεύτερη διαπίστωση πηγάζει από την πρώτη και έχει να επιδείξει μια έξοχη πινακοθήκη γυναικείων χαρακτήρων που ζουν μέσα στα στενά πλαίσια κλειστών κοινωνιών, κυρίως στην απομονωμένη επαρχία ή στην εξοχή. Από την Εμα Μποβαρί ώς τη Στέλλα Βιολάντη και από την Εντα Γκάμπλερ στη Γέρμα του Λόρκα, από τα κορίτσια της Μπερνάρντα Αλμπα ώς την Αλμα του Τενεσί Ουίλιαμς και την «Κυρά της θάλασσας» του Ιψεν, αστές, μικροαστές, κορίτσια και παντρεμένες γυναίκες περιφέρουν την πλήξη, την ερωτική στέρηση, τις φαντασιώσεις, τα όνειρα και τους εφιάλτες των αποδράσεων σε κλειστούς χώρους και περιφραγμένα κτήματα με καταδυναστευόμενες ορμόνες που εξελίσσονται σε υστερικά σύνδρομα.

Η ρωσική λογοτεχνία και το θέατρο είναι μια ανεξάντλητη πηγή τέτοιων κυρίως γυναικών που τις συνθλίβει η επαρχιακή ζωή ή τα στενά οικογενειακά και ταξικά μικροαστικά ή μεγαλοαστικά τείχη.

Από τις στερημένες γυναίκες του Γκριμπογέντοφ και τις λυσσασμένες για νέες εμπειρίες γυναίκες του Γκόγκολ στις γυναίκες του Οστρόφσκι και του Τουργκένιεφ στις καταπιεσμένες, αδιέξοδες και τραγικές φιγούρες του Τσέχοφ και του Γκόρκι, το ρωσικό θέατρο μας έχει προικίσει με μια εξαίσια πινακοθήκη γυναικών.

Αν μελετήσουμε αυτή την πλούσια πινακοθήκη τότε θα καταλάβουμε πόσο επέδρασε στη δημιουργία της πιναθήκης στην αντίθεση πλευρά της γης, ιδιαίτερα στα έργα και στα γυναικεία πορτρέτα του Τενεσί Ουίλιαμς –ομολογημένη εξάλλου επιρροή.

Αλλά για να επανέλθω στα ρωσική δραματουργία, χωρίς τη γνώση και την κατανόηση της θεματικής και της γυναικείας χαρακτηρολογίας του Οστρόφσκι και του Τουργκένιεφ αλλά του Αντρέγεφ ο Τσέχοφ είναι ερμηνευτικά δυσπρόσιτος.

Από την άλλη μεριά η ρωσική λογοτεχνία και το θέατρο σχεδόν εξάντλησαν όλες τις παραλλαγές του μοτίβου «καταλύτης». Ο όρος βέβαια προέρχεται από τη χημεία και σημαίνει την αλλοίωση που υφίσταται μια χημική ουσία όταν εισχωρήσει μέσα της ένα ξένο σώμα ή μια άλλη ουσία. Ο,τι συμβαίνει εξάλλου και στη διάλυση που παρατηρείται όταν εισβάλλει σε μια κυψέλη μελισσών μια οχιά ή στη μυρμηγκοφωλιά η εισβολή ενός σκορπιού.

Ο πρώτος διασημότερος καταλύτης στην ιστορία της λογοτεχνίας του θεάτρου είναι ο Οιδίπους, ο ξένος που έρχεται σε μια πόλη και τα φέρνει όλα πάνω κάτω.

Ο «επιθεωρητής» του Γκόγκολ ή ο Τσάτσκι του Γκριμπογέντοφ αλλά και ο Μίσκιν, ο «ηλίθιος» του Ντοστογέφσκι, και οι ήρωες του Τολστόι είναι καταλύτες και η αναστάτωση, η ανισορροπία που δημιουργούν αλλάζει τοπίο, χαρακτήρες, ήθη και ιδέες με κύρια «θύματα» τις γυναίκες, που έχουν τάσεις φυγής όπως η Νόρα του Ιψεν και η Αντέλα του Λόρκα.

Ο Τουργκένιεφ στο έξοχο και πολυπαιγμένο και στον τόπο μας αριστούργημά του «Ενας μήνας στην εξοχή» αξιοποιεί με τρόπο μοναδικό το μοτίβο του καταλύτη. Είναι ένας δάσκαλος που προσλαμβάνεται από μια μεγαλοαστική οικογένεια να βοηθήσει τον νεαρό γιο της οικογένειας στην εκπαίδευσή του κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών στην εξοχική της έπαυλη.

Το ίδιο θέμα επεξεργάζεται και ο ρομαντικός Λεντς στη Γερμανία που το έργο του διασκεύασε ο Μπρεχτ (έχει παιχτεί κι αυτό συχνά στην Ελλάδα: «Ο δάσκαλος»).

Στον Τουργκένιεφ η καταλυτική παρουσία του παρείσακτου αντικειμένου του πόθου ελκύει κόρη και μητέρα: το ίδιο θέμα, χωρίς να σημαίνει επιρροή, χειρίζεται και ο δικός μας Παντελής Χορν στο έξοχο έργο του «Φλαντρώ».

Ο Τουργκένιεφ έχει ένα θαυμάσιο εύρημα: η κόρη που άδολα ερωτεύεται τον παρείσακτο δάσκαλο είναι ψυχοκόρη, άρα εξαρτημένη από την οικοδέσποινα που κι αυτή ερωτεύεται τον καταλύτη! Ετσι αρχίζει να λειτουργεί με βαθύ κίνητρο την ερωτική αντιζηλία η στρατηγική της εξουδετέρωσης του «εχθρού».

Ο αδυσώπητος Τουργκένιεφ όμως παρεμβάλλει ανάμεσα σε σύζυγο, επιθυμητό ερωτικό αντικείμενο, αντίπαλο δέος και μια γνωστή στο θεατρικό στερέωμα μορφή, τον αιώνιο ερωτευμένο «φίλο» που απορρίπτεται αλλά υφίσταται αγόγγυστα τις ερωτικές εκρήξεις της καταπιεσμένης συζύγου, μητέρας κ.τ.λ. Τόσο ώστε να λειτουργεί και ως μεσάζων και εξομολόγος και ταχυδρόμος!

Το έργο είναι γραμμένο το 1850, μισόν αιώνα πριν την τετραλογία του Τσέχοφ και θα είναι τυφλός και κουφός όποιος δεν αντιλαμβάνεται την κυριολεκτικά καταλυτική επιρροή του έργου αυτού στον μεγάλο ρώσο δραματουργό που ανανέωσε το παγκόσμιο θέατρο.

Η εποχή της συγγραφής του είναι η ευρωπαϊκή στροφή της ρωσικής λογοτεχνίας και ο απογαλακτισμός της από τα στενά θρησκευτικά και σλαβικά γεννοφάσκιά της.

Πάντως θυμίζω πως το έργο του Τουργκένιεφ προηγείται χρονικά και του όλου σημαντικού ρεαλιστικού έργου του Ιψεν, του Στρίντμπεργκ, του Ζολά, των γερμανών νατουραλιστών και εξπρεσιονιστών.

Αν ψάχνουμε για προγόνους του Τουργκένιεφ και του Οστρόφσκι είναι πιθανόν τα αστικά δράματα του Γκαίτε, του Μπίχνερ, του Σίλερ, του Λεντς.

Στο Διάχρονο Θέατρο της Μαίρης Βιδάλη, που συνεχίζει σε μια απομονωμένη περιοχή σε παράδρομο της Βουλιαγμένης τον αγώνα της ποιότητας, ο Ιβάν Ντοντακόφ μετέφρασε και διασκεύασε το αριστούργημα του Τουργκένιεφ. Είναι εξόχως αποκαλυπτικό πώς ένας ουκρανός μετανάστης στον τόπο μας όχι μόνο μεταφράζει αλλά μεταφράζει και έξοχα θεατρικά ένα έργο που γλωσσικά βρίσκεται 160 χρόνια πίσω.

Η σκηνοθεσία ανήκει στην Κατερίνα Μαντέλη που εκτός από θεατρική εμπειρία έχει και κινηματογραφική (ντοκιμαντερίστικη) και τηλεοπτική γραφή. Πάντα ήθελα να δω έναν Τουργκένιεφ και τη γυναικεία πινακοθήκη του σκηνοθετημένη από γυναίκα. Χρειάζεται αυτή τη ματιά.

Η Κατερίνα Μαντέλη ευτύχησε να δώσει ξεκάθαρα περιγράμματα, σωστό ρυθμό και ελεγχόμενες συγκρούσεις, δηλαδή εντός του ταξικού ήθους των ηρώων.

Λιτό και με γούστο το σαλόνι της Κατσιαβού και εντός εποχής τα κοστούμια της.

Πάντα ατμοσφαιρικοί οι φωτισμοί του Γιώργου Δανεσή.

Ο θίασος διάβασε με σεβασμό το κείμενο και κινήθηκε με σεμνό ύφος.

Η Μαίρη Βιδάλη (Νατάλια) έξοχη και εξαίσια συγκροτημένη στο ανοίκειο πάθος της.

Ο Τάσος Μπλάτζιος εξόχως ισορροπημένος ανάμεσα στη ρουτίνα και την ηθική εγρήγορση (Ισλάγεφ).

Ο Ρακίτιν του έμπειρου Αποστολόπουλου πάθος με σιγαστήρα, ο Μπελάγεφ του Δρακόπουλου με εντυπωσιακή πελαγωμένη αμηχανία. Η Βέρα της Μακρομαρίδου δροσερή και πηγαία, η Λισαβέτα της Αντωνοπούλου ερεθιστική, η έμπειρη Λίβα λιτή, ο Νιάρχος και ο Δεληγιάννης εύστοχοι.