Μόλις λίγες ημέρες πριν τις βουλευτικές εκλογές της 4ης Μαρτίου στην Ιταλία και με την μετεκλογική αβεβαιότητα για σχηματισμό κυβέρνησης πλειοψηφίας να παραμένει το μόνο «προβλέψιμο» αποτέλεσμα, τα μεγάλα πολιτικά κόμματα και οι ήδη κατοχυρωμένες συμμαχίες αναζητούν ερείσματα σε άλλες παρατάξεις, ή αναδιανομές συσχετισμών στην προσπάθειά τους να επιτύχουν προγραμματικές συμφωνίες για κυβερνητική συνεργασία.

Μολονότι, το ενδεχόμενο μίας τέτοιας συμφωνίας γίνεται αντιληπτό ως κάτι το φυσικό, δεδομένων των κομματικών συσχετισμών, η πρόταση συμφωνίας και η αναπάντεχη στήριξη που προσφέρει μετεκλογικά στη Λέγκα του Βορρά η νεοναζιστική παράταξη CasaPound σκόρπισε ανατριχίλα στον Τύπο της χώρας και σε μεγάλο μερίδιο της κοινωνίας.

«Εάν υπάρχει η πιθανότητα να συγκροτηθεί μία εθνικά κυρίαρχη κυβέρνηση που θα μας βγάλει έξω από το ευρώ, έξω από την ΕΕ και θα σταματήσει τη μετανάστευση -τα τρία κύρια σημεία του προγράμματός μας- είμαστε έτοιμοι να τη στηρίξουμε» μία κυβέρνηση υπό τον ηγέτη της ξενοφοβικής Λέγκας του Βορρά Ματέο Σαλβίνι, τόνισε μιλώντας χθες στον ραδιοφωνικό σταθμό Radio24 ο επικεφαλής υποψήφιος της CasaPound Σιμόνε Ντι Στέφανο.

Αυτό βέβαια θα συμβεί υπό την προϋπόθεση ότι το νεοναζιστικό κόμμα θα ξεπεράσει το 3% και θα εισέλθει στη Βουλή.

Μάλιστα ο Ντι Στέφανο, πηγαίνει ακόμη παραπέρα, θέτοντας και όρους για το πότε και πως θα στηρίξει μία τέτοια κυβέρνηση: «θα πρέπει να είναι μία κυβέρνηση που δεν θα έχει πρωθυπουργό τον (έως τώρα πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου Αντόνιο) Ταϊάνι και υπουργό Οικονομικών τον (Ρενάτο) Μπρουνέτα [αμφότεροι εκλεκτοί του Σίλβιο Μπερλουσκόνι ΣτΣ], αλλά θα πρέπει να έχει πρωθυπουργό τον ίδιον τον Σαλβίνι και υπουργό Οικονομικών τον (καθηγητή Οικονομίας και μέλος της Λέγκας Αλμπέρτο) Μπανιάι», πρόσθεσε.

Όπως επεσήμανε ο επικεφαλής της CasaPound «εμείς είμαστε έτοιμοι να στηρίξουμε την κυβέρνηση εξωτερικά, προφανώς η ψήφος εμπιστοσύνης είναι μία από τις πρακτικές που επιτρέπει τον σχηματισμό μίας κυβέρνησης, όμως η δική μας στήριξη θα είναι αυστηρά εξωτερική. Εμείς εμφανώς δεν επιδιώκουμε υπουργεία, δεν θέλουμε υφυπουργούς».

Η πρόταση τούτη προκάλεσε την αγανάκτηση και τις επικρίσεις μεγάλης μερίδας του πολιτικού κόσμου. Όμως, ο ίδιος ο Σαλβίνι δεν έσπευσε να την αποκλείσει ευθαρσώς: «εγώ ασχολούμαι με τη Λέγκα και με την Κεντροδεξιά, εργάζομαι ώστε οι Ιταλοί να επιλέξουν μία κυβέρνηση της Κεντροδεξιάς με την καθοδήγηση της Λέγκας», τόνισε ο Σαλβίνι, το πρόγραμμα και η ρητορεία του οποίου περιέχει, αν όχι το ίδιο ακραίες, τουλάχιστον ομοειδείς απόψεις με την ακροδεξιά. Ευρωσκεπτικισμός, εθνική κυριαρχία, επιστροφή στη λιρέτα και απελάσεις τουλάχιστον 500.000 μεταναστών, αποτελούν τον πυρήνα των προεκλογικών εξαγγελιών του Σαλβίνι.

«Αυτό που συμβαίνει έξω δεν με ενδιαφέρει. Δεν βλέπω την ώρα να τεθώ υπό την κρίση του κόσμου και μετά τις 5 Μαρτίου θα συναντηθώ με όλους», απάντησε σιβυλλικά ο Σαλβίνι, μη αποκρούοντας αναφανδόν την πρόταση των νεοναζιστών.»

Η στάση τούτη, όπως και η πρόταση της CasaPound δημιούργησε σάλο και στο εσωτερικό της Κεντροδεξιάς. Όπως δήλωσε ο πρόεδρος της κεντρώας παράταξης ‘Εμείς για την Ιταλία-UDC’ Λορέντσο Τσέζα : «δεν μου άρεσε η τόσο ανοικτή υποστήριξή της σε κάποιους εκπροσώπους της Κεντροδεξιάς. Η Κεντροδεξιά είναι μία πάρα πολύ σοβαρή δουλειά, στηρίζει ορισμένες σημαντικές αξίες και που για εμάς έχουν προτεραιότητα ακόμη και για κάποια συγκεκριμένα ζητήματα: την προάσπιση της ζωής, της οικογένειας, το να ξαναθέσουμε τον άνθρωπο στο επίκεντρο», τόνισε ο ίδιος, υπογραμμίζοντας «το πρόβλημα της CasaPound, όσον αφορά εμάς, είναι πολύ σοβαρό».

Ο δε de facto επικεφαλής της Κεντροδεξιάς Σίλβιο Μπερλουσκόνι σιωπά. Ιδίως όταν έχει να οργανώσει τη μεγάλη τελική προεκλογική συγκέντρωση της παράταξης, μία εσωτερική πολεμική της ύστατης ώρας δεν αποτελεί την καλλίτερη αντίδραση.