Μετά την Αθήνα (όπου ήταν επίσημος προσκεκλημένος στο 30ό Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου), ο Αλεξάντερ Πέιν έκανε την εμφάνισή του και στο 58ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, παρέα με τον Φαίδωνα Παπαμιχαήλ, τον σταθερό διευθυντή φωτογραφίας του. Στην ερώτηση αν γενικότερα στο Χόλιγουντ τον θεωρούν ευφυή ως δημιουργό, ο Αλεξάντερ Πέιν παρατήρησε: «Δεν θεωρώ ότι τα σενάριά μου είναι ευφυή. Αυτή είναι η άποψη των ανθρώπων των στούντιο. Καταλαβαίνω όμως ότι όταν κάνεις μια ταινία με μεγάλο προϋπολογισμό, πρέπει να έχει απήχηση σε μεγάλο αριθμό θεατών. Συνήθως βρίσκεται κάποιος για να κάνω μαζί του την ταινία κι αυτή τη φορά βρήκα έναν άνθρωπο που μου είπε «ξέρω ότι η ταινία στο χαρτί δεν λέει πολλά, αλλά θα την κάνουμε». Η καριέρα μου εξαρτήθηκε από άτομα που όλα αυτά τα χρόνια μου έλεγαν το ίδιο. Δεν αμφέβαλα, ωστόσο, ποτέ ούτε για τον εαυτό μου ούτε για την ταινία».

Μιλώντας από την πλευρά του για την εμπειρία των γυρισμάτων της νέας τους ταινίας με τίτλο «Μικρόκοσμος», ο Φαίδων Παπαμιχαήλ επισήμανε: «Προσπαθήσαμε να κάνουμε γυρίσματα σε πραγματικές τοποθεσίες. Ενα μέρος των γυρισμάτων έγινε στο Τορόντο, στο μεγαλύτερο στούντιο της Βόρειας Αμερικής. Οπως λέει και ο Αλεξάντερ, μια ταινία με εφέ απαιτεί πολύ χρόνο. Πρέπει να είσαι σε συγκεκριμένη απόσταση, να χρησιμοποιείς συγκεκριμένους φακούς. Δεν ανησυχούσα ιδιαίτερα και εντέλει διαπίστωσα ότι διατηρήθηκε η ατμόσφαιρα στο πλατό και η χημεία ανάμεσα στους συντελεστές. Προσπαθήσαμε να κάνουμε τα πράγματα απλά, στο μέτρο του δυνατού. Ούτως ή άλλως, έλεγα στον Αλεξάντερ, «αν δεν σου αρέσει κάτι, το ξανακάνω». Πρόβλημα ήταν ο χρόνος, γιατί απορρίπταμε συνεχώς πράγματα και τα ξανακάναμε». Κατάμεστη η αίθουσα, ικανοποιημένος ο κόσμος.

ΤΡΕΙΣ ΤΑΙΝΙΕΣ. Στο διεθνές τερέν τώρα, στο εξαίσιο «Κολόμπους» του Κογκονάντα, ένας άνδρας φτάνει στο Κολόμπους της Ιντιάνα λίγο αφότου ο πατέρας του, ένας διάσημος καθηγητής Αρχιτεκτονικής, παθαίνει εγκεφαλικό πριν από μια ομιλία του –και εκεί συναντά μια νεαρή Αμερικανίδα. Οι δυο τους θα έρθουν κοντά χάρη στην αγάπη τους για τα μοντέρνα κτίρια και την επιθυμία τους για μια άλλη ζωή. Ανάμεσα στο συναίσθημα και την καλλιέπεια, ο σκηνοθέτης αναζητά (όπως έχει ορθώς σημειωθεί, με τον τρόπο του Γιασουχίρο Οζου) τις εύθραυστες δομές πάνω στις οποίες είναι χτισμένες οι ερωτικές σχέσεις. Είναι ένα επίτευγμα.

Σε αντίθεση με το κακό «Beast» του Μάικλ Πιρς, όπου σε μια μικρή νησιωτική κοινότητα, μια άστατη νεαρή γυναίκα ερωτεύεται έναν μυστηριώδη ξένο που την ενθαρρύνει να κόψει τα δεσμά με την καταπιεστική της οικογένεια –μέχρι που αυτός θεωρείται ύποπτος για μια σειρά βίαιων φόνων. Η λύση του «αινίγματος» φωνάζει εξ αρχής, αλλά κανείς δεν περίμενε αυτόν τον εκτροχιασμό του τελευταίου μέρους. Οχι επειδή είναι, και καλά, εντυπωσιακός, αλλά επειδή στερείται στοιχειώδους κινηματογραφικής παιδείας. Στο «Αγκάθι» του Γαβριήλ Τζάφκα (συμπαραγωγή Δανίας και Ελλάδας) ένα νιόπαντρο ζευγάρι φεύγει για ταξίδι του μέλιτος στην επαρχία της Δανίας. Για τον Γιάκομπ, όμως, ο προορισμός είναι άγνωστος, καθώς η Λίζα προετοίμασε τα πάντα μυστικά. Γνήσια φιλμική έμπνευση, σκηνοθεσία που γνωρίζει (και παίζει με) όλα τα μυστικά της αφήγησης, έστω κι αν ξεστρατίζει κάπως σεναριακά, και ένα μεγάλο ερώτημα: πώς είναι δυνατόν αυτό το φιλμ να βρίσκεται εκτός συναγωνισμού; Ολοι πάντως αναμένουν τη νέα ταινία του Σταύρου Τσιώλη που προβάλλεται το Σάββατο. Κι εμείς μαζί, εννοείται.