Οταν ανακοινώθηκε το όνομα του Μάρτιν Σουλτς ως υποψήφιου πρωθυπουργού των γερμανών Σοσιαλδημοκρατών, κάποιοι φίλοι μου άρχισαν να πανηγυρίζουν. Πίστευαν ότι η κατάσταση θα άλλαζε και ότι θα είχαμε στη Γερμανία πρωθυπουργό της Κεντροαριστεράς. Οσοι όμως γνώριζαν καλύτερα το πολιτικό τοπίο της Γερμανίας και τη νοοτροπία των Γερμανών χαμογελούσαν και κουνούσαν σκεπτικοί το κεφάλι τους.

Οι έλληνες οπαδοί του Σουλτς αξιολογούσαν την προεκλογική περίοδο στη Γερμανία με γνώμονα τη νοοτροπία των δικών μας ψηφοφόρων. Ενώ οι έλληνες ψηφοφόροι προτιμούν παραδοσιακά το «καινούργιο», το «άφθαρτο», το «τόπο στους νέους», οι Γερμανοί φοβούνται και τα τρία και επιμένουν στη σιγουριά του δοκιμασμένου. Πρωθυπουργός ο οποίος να έχει θητεία μόνο μια τετραετία είναι σπάνιο φαινόμενο στη Γερμανία, αν εξαιρέσουμε τον Λούντβιχ Ερχαρντ και τον Βίλυ Μπραντ. Ο Χέλμουτ Κολ ήταν πρωθυπουργός για δεκαέξι χρόνια (1982-1998), δηλαδή τέσσερις τετραετίες, και η Ανγκελα Μέρκελ διεκδικεί σ’ αυτές τις εκλογές την τέταρτη θητεία της.

Θα την κερδίσει; Τουλάχιστον οι δημοσκοπήσεις δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία, της δίνουν ένα άνετο προβάδισμα περίπου δεκατεσσάρων ποσοστιαίων μονάδων. Βέβαια, έχουμε δει τις δημοσκοπήσεις να διαψεύδονται παταγωδώς τα τελευταία χρόνια. Η Ανγκελα Μέρκελ εμπνέει, ωστόσο, εμπιστοσύνη και ασφάλεια στους Γερμανούς. Επειδή οι Γερμανοί είναι ένας λαός που δεν αρέσκεται σε πειραματισμούς ούτε στην πολιτική ούτε στην οικονομία, είναι πιθανότερο να προτιμήσουν τη σιγουριά της Μέρκελ από την όποια απροσδιόριστη ελπίδα για αλλαγή, που θα μπορούσε να τους προσφέρει ο Μάρτιν Σουλτς.

Οταν η Ανγκελα Μέρκελ αποφάσισε να δεχτεί έναν μεγάλο αριθμό προσφύγων στην Γερμανία, ακολούθησαν οι διαδηλώσεις και οι συγκρούσεις με την ακροδεξιά οργάνωση Pegida. Τότε πολλοί, και μέσα στη Γερμανία, είχαν υποστηρίξει ότι οι πολιτικές συνέπειες για την ίδια θα ήταν πολύ σοβαρές. Οι εξελίξεις μάλλον τους διαψεύδουν.

Ας μην αδικούμε, όμως, τον Σουλτς. Οι Σοσιαλδημοκράτες αδυνατούν να πείσουν τους Γερμανούς. Περνούν, μετά την ηγεσία του Γκέρχαρντ Σρέντερ, μια περίοδο κρίσης και δεν αρκεί ο Σουλτς για να την εξαλείψει. Η διαφορά των δεκατεσσάρων ποσοστιαίων μονάδων ανάμεσα στους Χριστιανοδημοκράτες και τους Σοσιαλδημοκράτες στις δημοσκοπήσεις αρκεί για να το πιστοποιήσει.

Υπάρχει, ωστόσο, και ένα άλλο στοιχείο που ενισχύει καθοριστικά την υποψηφιότητα της Μέρκελ. Η Ανγκελα Μέρκελ είναι η πρωθυπουργός η οποία οδήγησε τη Γερμανία στην ηγεσία της ΕΕ. Το γεγονός αυτό, έστω και αν οφείλεται, εν μέρει, σε συγκυρία, έχει ιδιαίτερη σημασία για τον μέσο γερμανό πολίτη, που βλέπει τη χώρα του να ανεβαίνει στη ηγεσία της Ευρώπης μετά τις συντριπτικές ήττες των προγόνων του σε δυο παγκόσμιους πολέμους.

Το εντυπωσιακό, πάντως, για κάποιον, που παρακολουθεί συστηματικά την προεκλογική περίοδο στη Γερμανία είναι η ανακύκλωση των ίδιων προσώπων. Αν εξαιρέσει κανείς τον Μάρτιν Σουλτς, ο οποίος μετακόμισε από το Ευρωκοινοβούλιο στο γερμανικό πολιτικό σύστημα, τα μόνα νέα πρόσωπα ανήκουν στο AfD,στο κόμμα της Ακρας Δεξιάς που κατεβαίνει για πρώτη φορά στις ομοσπονδιακές εκλογές.

Ολα τα υπόλοιπα κόμματα ανακυκλώνουν τους ίδιους πολιτικούς και τους ίδιους υποψήφιους. Μια περίπτωση σαν εκείνη του Εμανουέλ Μακρόν ο οποίος μπήκε σφήνα στο πολιτικό σύστημα της Γαλλίας είναι αδιανόητη για τη Γερμανία, το πολιτικό σύστημα και τους ψηφοφόρους της.

Αυτή είναι μια από τις κυριότερες αιτίες της στασιμότητας που επικρατεί στην Ευρώπη υπό την ηγεσία της Γερμανίας. Οι Γερμανοί, πολιτικοί και πολίτες, ταυτίζουν συχνά τη στασιμότητα με τη σταθερότητα. Προτιμούν τη διαχείριση της στασιμότητας από την περιπέτεια της αλλαγής.

Πάντως, το μόνο ερώτημα στη Γερμανία δεν είναι ποιο κόμμα θα κερδίσει τις εκλογές. Το κρίσιμο ερώτημα είναι ποιο σκηνικό θα διαμορφωθεί στην ομοσπονδιακή Βουλή μετά τις εκλογές. Αυτό είναι ένα ζήτημα που χρειάζεται εξήγηση.

Το γερμανικό εκλογικό σύστημα αποκλείει τις μονοκομματικές κυβερνήσεις. Ολες οι κυβερνήσεις από την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν κυβερνήσεις συνασπισμού. Στην απερχόμενη Βουλή τα κόμματα ήταν πέντε: οι Χριστιανοδημοκράτες με τους μόνιμους εταίρους τους, τους Χριστιανούς Κοινωνιστές της Βαυαρίας, οι Σοσιαλδημοκράτες, οι Πράσινοι και η Αριστερά.

Θεωρείται, ωστόσο, βέβαιο ότι οι εκλογές θα αυξήσουν τα κόμματα στην προσεχή Βουλή από πέντε σε επτά, με την προσθήκη των Φιλελευθέρων, οι οποίοι δεν είχαν κατορθώσει να εκλεγούν στην απερχόμενη Βουλή, και του ακροδεξιού AfD, Εναλλακτική για τη Γερμανία.

Αν εξαιρέσουμε τα δυο μεγάλα κόμματα, τα ποσοστά όλων των υπολοίπων κυμαίνονται μεταξύ 7% και 10%. Η αύξηση του αριθμού των κομμάτων στην Βουλή θα σημαίνει αναλογικά λιγότερες έδρες στο κάθε κόμμα.

Ενας μεγάλος συνασπισμός των Χριστιανοδημοκρατών με τους Σοσιαλδημοκράτες, όπως στην προηγούμενη τετραετία, αν και δεν μπορεί να αποκλεισθεί, δεν φαίνεται, ωστόσο, να είναι επιθυμητός ούτε από το ένα κόμμα ούτε από το άλλο.

Συνεπώς, είναι πολύ πιθανό, σύμφωνα με τους γερμανούς αναλυτές, να μην αρκεί στους Χριστιανοδημοκράτες και τους Κοινωνιστές εταίρους τους ένα κόμμα για να κάνουν κυβερνητικό συνασπισμό αλλά να απαιτηθούν δύο.

Αυτό θα έχει ενδεχομένως ως συνέπεια μια μεγαλύτερη διάρκεια διαπραγματεύσεων, αλλά και έναν μεγαλύτερο χρόνο εκκρεμότητας όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και στην ΕΕ.