Και αν η συζήτηση για τις τηλεοπτικές άδειες είναι ήδη ξεπερασμένη; Αν η σύγχρονη τεχνολογία ακυρώνει τη σημασία που η κυβέρνηση ήθελε να δώσει στο ζήτημα; Είναι δύο από τα ερωτήματα που θέτουν επιστημονικοί παρατηρητές, όπως ο Γιώργος Γκαντζιάς, καθηγητής Πολιτιστικής Πολιτικής και Διοίκησης στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο και ερευνητής των εξελίξεων στο οπτικοακουστικό πεδίο. «Ο,τι συζητείται σήμερα είναι ξεπερασμένο» υποστηρίζει. «Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης είναι μια απαρχαιωμένη ρυθμιστική αρχή η οποία έχει ως αρμοδιότητα, σύμφωνα με το Σύνταγμα, την έκδοση των ραδιοτηλεοπτικών αδειών και τη ρύθμιση του τηλεοπτικού περιεχομένου». Απόδειξη άλλωστε ότι αν και το ΕΣΡ «προσπάθησε να ρυθμίσει το αναλογικό τοπίο με βάση τις δυνατότητες που παρείχε η τεχνολογία της ραδιοτηλεοπτικής βιομηχανίας του 20ού αιώνα, το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό, καθώς καμία οριστική μόνιμη άδεια έχει εκδοθεί μέχρι σήμερα», παρατηρεί. «Οι τεχνολογικές εξελίξεις και η ανάπτυξη υπηρεσιών στον τομέα της ραδιοτηλεόρασης έχουν υπερκεράσει τη συζήτηση για τις τηλεοπτικές άδειες», υποστηρίζει ο καθηγητής, με συνέπεια «η αναλογική τεχνολογία της ραδιοτηλεοπτικής βιομηχανίας να αποτελεί παρελθόν το 2017 και οι όποιες συζητήσεις για το θέμα να στηρίζονται σε ανακύκλωση επιχειρημάτων για τον αριθμό έκδοσης τηλεοπτικών αδειών βάσει των αντιλήψεων του 20ού αιώνα».

Με αυτά ως δεδομένα ο Γ. Γκαντζιάς θεωρεί φυσιολογικό να δημιουργούνται πολιτικές οξύνσεις: «Για παράδειγμα, τα ρυθμιστικά αδιέξοδα του ΕΣΡ και τα αποτυχημένα επιχειρηματικά μοντέλα παραγωγής, διαχείρισης και ανάπτυξης ψηφιακού περιεχομένου των τηλεοπτικών προγραμμάτων οδηγούν στο κλείσιμο καναλιών, σε αναχρονιστικά μοντέλα προπαγάνδας και στο μετασχηματισμό των τηλεοπτικών σταθμών σε πομπούς αναμετάδοσης ειδήσεων του Διαδικτύου, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και επικοινωνίας και εντέλει στην αύξηση της ανεργίας. Με άλλα λόγια τα κανάλια στην Ελλάδα έχουν μεταλλαχτεί από μέσα μαζικής ενημέρωσης σε υποστηρικτικά μέσα μαζικής επικοινωνίας και μετάδοσης του ψηφιακού περιεχομένου του Ιντερνετ, των δικτύων κινητής τηλεφωνίας, των διεθνών κόμβων ηλεκτρονικού εμπορίου κ.ά.».

Στην πρόσφατη συνάντηση που οργάνωσε το ΕΣΡ με τις εμπλεκόμενες πλευρές (Ενωση ιδιωτικών καναλιών, ΕΕΤΤ, ΕΡΤ, Digea) για να ακούσει γνώμες και προτάσεις, η συζήτηση μπορεί να μην πέρασε στον αριθμό των αδειών, σύμφωνα με επίσημες διαβεβαιώσεις από το ΕΣΡ, αλλά στράφηκε γύρω από ζητήματα τεχνικά, κυρίως πολυπλεξίας (που όμως επηρεάζουν τον αριθμό των αδειών). Στη συνάντηση εκείνη οι εκπρόσωποι της Digea επιχείρησαν να προχωρήσουν την κουβέντα ένα βήμα πιο πέρα, επισημαίνοντας ότι θα πρέπει να έχει γίνει προηγουμένως η ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων μεταξύ των γειτονικών χωρών για τον διεθνή συντονισμό συχνοτήτων στα πλαίσια του 2ου ψηφιακού μερίσματος, ώστε να γνωρίζει η χώρα τον ακριβή αριθμό των συχνοτήτων που θα μπορέσει να διαθέσει για την τηλεόραση όταν αποκοπεί το 2ο ψηφιακό μέρισμα.

ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΤΗΛΕΘΕΑΣΗΣ. Από τα επιχειρήματα του Γιώργου Γκαντζιά δεν εξαιρείται η μέτρηση της τηλεθέασης. «Είναι αδρανοποιημένη ως προς την αξιοπιστία της διότι λειτουργεί κυρίως με τους κανόνες τηλεθέασης του περασμένου αιώνα», επισημαίνει ο καθηγητής. Την τρέχουσα περίοδο κατά την οποία η συζήτηση για τη ρύθμιση τουλάχιστον του τηλεοπτικού πεδίου μοιάζει να γίνεται με όρους «κολοκυθιάς» ως προς τον αριθμό των αδειών, στην Ευρώπη συντελούνται δραστικές αλλαγές. «Το ΕΣΡ έχει καθυστερήσει υπερβολικά να ρυθμίσει το ψηφιακό περιεχόμενο των ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων με βάση τις αρχές του δίκαιου ανταγωνισμού και της διασφάλισης του γενικού, δημόσιου, συμφέροντος στην αγορά του ψηφιακού ραδιοτηλεοπτικού τοπίου». Και τονίζει: «Για παράδειγμα διαμορφώνεται σταδιακά ένα σύστημα μηχανισμών ρύθμισης του ψηφιακού περιεχομένου στην Ευρωπαϊκή Ενωση, το οποίο δεν προσανατολίζεται στη ρύθμιση του οπτικοακουστικού τοπίου κάθε κράτους-μέλους μόνον. Κυρίως αποσκοπεί στην απλοποίηση των ρυθμιστικών κανόνων για τις πλατφόρμες μετάδοσης ψηφιακού περιεχομένου, όχι αποκλειστικά ραδιοτηλεοπτικού, στην υποχρέωση των μελών της ΕΕ να ενημερώνουν για τους παρόχους ψηφιακών υπηρεσιών που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους και να διατηρούν μια ενημερωμένη βάση δεδομένων για τη διασφάλιση της διαφάνειας». Διαμορφώνεται έτσι μια νέα εικόνα, διαφορετική από εκείνην που θέλει να συντηρεί η κυβέρνηση στην ελληνική τηλεοπτική πραγματικότητα.

Η συζήτηση για τις τηλεοπτικές άδειες χαρακτηρίζεται αναχρονιστική και η προσέγγιση είναι απολύτως ξεπερασμένη ακριβώς επειδή η αντίληψη αυτή θεωρεί ότι «το ψηφιακό περιεχόμενο των ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων δεν διαφέρει ουσιαστικά από τη λογική των κριτηρίων ρυθμιστικής πολιτικής της ραδιοτηλεόρασης του 20ού αιώνα, λέει ο Γ. Γκαντζιάς. Τα βασικά κριτήρια τότε ήταν οι περιορισμοί που έθετε η αναλογική τεχνολογία στη μετάδοση και την πρόσβαση των τηλεοπτικών προγραμμάτων. Με άλλα λόγια, ρυθμιστικές παράμετροι ήταν ο αριθμός συχνοτήτων και η οθόνη μια χρήσης, η οποία μας επέτρεπε παρακολούθηση απλώς και μόνον των τηλεοπτικών προγραμμάτων, ανάπτυξη μονοπωλιακών συστημάτων τηλεθέασης και διαφημιστικής αγοράς μόνον για την αναλογική τηλεόραση. Οι τεχνολογικές εξελίξεις πλέον έχουν μετατρέψει την τηλεοπτική συσκευή από απλή οθόνη μετάδοσης προγραμμάτων σε μια συσκευή με ποικίλες χρήσεις. Ο χρήστης δεν είναι απλός δέκτης, αλλά μπορεί μέσα από διάφορες υπηρεσίες και εφαρμογές να διαμορφώνει το περιεχόμενο, να αλληλεπιδρά».

Με αυτήν την πραγματικότητα ενώπιόν μας, ο καθηγητής υποστηρίζει ότι η κουβέντα για τις τηλεοπτικές άδειες «είναι άνευ περιεχομένου, διότι η τηλεόραση από οθόνη μετάδοσης τηλεοπτικών προγραμμάτων έχει μεταλλαχθεί σε ψηφιακή οθόνη πολλαπλών χρήσεων. Είναι δηλαδή ψηφιακός δέκτης τηλεοπτικών προγραμμάτων, ψηφιακή οθόνη υπολογιστή, τάμπλετ ή κινητό τηλέφωνο. Ο χρήστης μπορεί να δημιουργεί και να μεταδίδει ψηφιακό περιεχόμενο από πολλαπλές συσκευές σε πολλά δίκτυα». Επομένως, καταλήγει, η συζήτηση θα πρέπει να τεθεί σε νέα βάση και με αφορμή και με τα ερωτήματα που εγείρει κάθε νέα συσκευή ψηφιακής οθόνης για την ικανότητα του ρυθμιστή να εγγυάται την ασφάλεια του ψηφιακού περιεχομένου, διασφαλίζοντας το γενικό συμφέρον.