Τέσσερα βασικά προαπαιτούμενα για βιώσιμο χρέος ενόψει και της Συνόδου Κορυφής της 15ης Ιουνίου παρουσιάζει σε άρθρο του ο Ευάγγελος Βενιζέλος.

«Η κρίσιμη μικρή φράση ότι τα μέτρα για το χρέος θα εφαρμοστούν μετά το τέλος του προγράμματος «εάν είναι αναγκαία», αποτυπώνει τον εγκλωβισμό της χώρας. Το μεγάλο πρωθύστερο. Η κυβέρνηση συμφώνησε ήδη σε πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, τουλάχιστον μέχρι και το 2022. Μετά και για δεκαετίες ολόκληρες, αυτά θα είναι μικρότερα αλλά υψηλά, καθώς η συζήτηση κινείται στη ζώνη μεταξύ 2% και 2,6% του ΑΕΠ. Δέχθηκε συνεπώς η κυβέρνηση εκ προοιμίου τα εμπροσθοβαρή υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που λειτουργούν αντιαναπτυξιακά, με άλλοθι τη «νεοταξική» θεωρία των επιδοματικών αντιμέτρων την οποία προσδιόρισε ο ίδιος ο κ. Τσίπρας με τη φόρμουλα: 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα, συν 1% υπερβάλλον του υψηλού πλεονάσματος, μείον 1% τα αντίμετρα, ίσον 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα» τονίζει στην Καθημερινή.

Όπως αναφέρει τα βήματα που θα πρέπει να γίνουν είναι τα εξής:

  • Μία μελέτη βιωσιμότητας του χρέους, η οποία θα λαμβάνει υπόψη την τεχνογνωσία του ΔΝΤ αλλά με τη σφραγίδα του ESM
  • Μεσοπρόθεσμη εξομάλυνση της καμπύλης των τόκων.
  • Ορθή προβολή των χρηματοδοτικών αναγκών για τόκους και χρεολύσια
  • Παρέμβαση στο σύνολο των επίσημων δανείων.

«Αυτές οι παρεμβάσεις θα επιτρέψουν μία σοβαρή διαπραγμάτευση για το πρωτογενές πλεόνασμα και την «ανταλλαγή» δημοσιονομικού χώρου αναπνοής, με μεταρρυθμίσεις που βοηθούν την αναπτυξιακή εκτίναξη. Χρειάζεται συνολική εθνική πολιτική εξόδου από την κρίση και επανόδου στην κανονικότητα και την ισοτιμία μιας χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Θεμέλιο της πολιτικής αυτής είναι μία ολοκληρωμένη στρατηγική διαχείρισης του δημοσίου χρέους» καταλήγει.