Είναι ένα βήμα προς το άγνωστο ή προς το κενό; Μένει να φανεί. Η Τερίζα Μέι, πάντως, υπέγραψε χθες το πρωί την επιστολή με την οποία ζητεί κι επίσημα την έναρξη της διαδικασίας της εξόδου της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η επιστολή επιδόθηκε λίγες ώρες αργότερα στα χέρια του προέδρου της ΕΕ Ντόναλντ Τουσκ από τον εκπρόσωπο της Βρετανίας στην ΕΕ σερ Τιμ Μπάροου. Και η βρετανίδα πρωθυπουργός ξεκαθάριζε από το βήμα του Κοινοβουλίου της χώρας της ότι δεν υπάρχει πλέον επιστροφή. «Το Ηνωμένο Βασίλειο αφήνει την Ευρωπαϊκή Ενωση. Είναι μια ιστορική στιγμή από την οποία δεν υπάρχει επιστροφή» είναι η φράση που η Τερίζα Μέι θα ήθελε πιθανότατα να μείνει στην Ιστορία μαζί με την πόζα της υπογραφής.

Η επιστολή επιδόθηκε εννέα μήνες μετά το δημοψήφισμα με το οποίο βρετανοί πολίτες εκφράστηκαν υπέρ της αποχώρησης της χώρας τους από την ενωμένη Ευρώπη. Και ανοίγει έναν διετή κύκλο διαπραγματεύσεων, στο τέλος του οποίου θα φανεί επίσης ποιος θα βγει κερδισμένος: η Βρετανία, η ΕΕ ή κάποιος τρίτος; Γιατί μπορεί οι πρωταγωνιστές να είναι δύο, αλλά οι παίκτες είναι πολύ περισσότεροι. Αναλυτές που επικαλούνται οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» επισημαίνουν ότι η Ρωσία και η Κίνα αναμένουν κέρδη από το διαζύγιο τόσο για κοινούς όσο και για διαφορετικούς λόγους –για τη Μόσχα, για παράδειγμα, η αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι μπορεί να δει τη φωνή της να ενισχύεται στην Ευρώπη.

Στον αντίποδα, η κυβέρνηση του Λονδίνου έχει μπροστά της έναν πραγματικό γολγοθά, τον οποίο καλείται να ανεβεί η Τερίζα Μέι με μια δύσκολη διαπραγμάτευση για όλο το πλέγμα των βρετανοευρωπαϊκών σχέσεων, ενώ την ίδια ώρα θα πρέπει να συγκρατήσει τις φυγόκεντρες δυνάμεις που αναπτύσσονται στο Ηνωμένο Βασίλειο –η Σκωτία ζητά ήδη να προχωρήσει σε δεύτερο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της, ενώ και η Βόρεια Ιρλανδία δεν βλέπει με καθόλου καλό μάτι το κλείσιμο των συνόρων με τη μητέρα Ιρλανδία, τα οποία ήταν ορθάνοιχτα έως τώρα χάρη στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Πόσο θα κλείσουν τα σύνορα; Και σε αυτό το ερώτημα απάντηση δεν υπάρχει. Στην εξασέλιδη επιστολή ο τόνος είναι θετικός. Παράλληλα, όμως, αναγνωρίζεται πως η επίτευξη μιας αμοιβαία επωφελούς συμφωνίας αποτελεί μια πρόκληση. «Πιστεύουμε ότι είναι απαραίτητο να συμφωνήσουμε τους όρους της μελλοντικής μας συνεργασίας μαζί με εκείνους της αποχώρησής μας από την ΕΕ» γράφει η Μέι στον Τουσκ, προσθέτοντας ότι το Λονδίνο προσβλέπει σε μια καλή συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την ΕΕ. «Εάν όμως αποχωρήσουμε από την Ευρωπαϊκή Ενωση χωρίς συμφωνία, τότε το σημείο εκκίνησης των εμπορικών μας σχέσεων θα πρέπει να είναι οι κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου» προστίθεται.

Στην ίδια επιστολή, η Τερίζα Μέι διαβεβαιώνει ότι σέβεται τις τέσσερις θεμελιώδεις ελευθερίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και δεσμεύεται ότι δεν θα επιχειρήσει να εφαρμόσει επιλεκτικά τμήματα των ευρωπαϊκών συνθηκών μετά την οριστικοποίηση του Brexit. «Κατανοούμε και σεβόμαστε τη θέση σας ότι οι τέσσερις ελευθερίες ενιαίας αγοράς [σ.σ. απρόσκοπτη κυκλοφορία ανθρώπων, αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων] είναι αδιαίρετες και δεν μπορεί να υπάρξει επιλεκτική εφαρμογή. Γνωρίζουμε επίσης ότι οι βρετανικές εταιρείες στις συναλλαγές τους με την ΕΕ θα πρέπει να συμμορφώνονται στους κανόνες που έχουν συμφωνηθεί από τα όργανα στα οποία δεν ανήκουμε πλέον» αναφέρει.

«Μας λείπετε ήδη. Ευχαριστούμε, αντίο!» ήταν η φράση που εκστόμισε ο Ντόναλντ Τουσκ παραλαμβάνοντας την επιστολή και θα βρει τη δική της θέση στην Ιστορία. Εως αύριο ο πρόεδρος του ΕΕ θα έχει αποστείλει στα 27 κράτη – μέλη της Ενωσης το προσχέδιο του οδικού χάρτη των διαπραγματεύσεων. Η πρόταση θα συζητηθεί στις Βρυξέλλες από τους μόνιμους εκπροσώπους των κρατών – μελών. Ο πρόδρος της Ευρωκοινοβουλίου Αντόνιο Ταγιάνι έσπευσε να ξεκαθαρίσει από την πλευρά του ότι η Βρετανία θα πρέπει να έχει την πλήρη στήριξη των 27 σε εκείνη την περίπτωση, καθ’ όλα απίθανη σε αυτή τη φάση, που αλλάξει γνώμη και θελήσει να παραμείνει στην Ενωση. Διεμήνυσε επίσης ότι χωρίς συμφωνία για τα δικαιώματα των ευρωπαίων πολιτών που ζουν στη Βρετανία δεν μπορεί να υπάρξει ούτε συνολική συμφωνία, ενώ η επόμενη προειδοποίηση ήταν ότι η βρετανική κυβέρνηση θα πρέπει να σεβαστεί όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις συμφωνίες που έχει υπογράψει έως την τελευταία ημέρα που θα είναι μέλος της ΕΕ.

Στο μεταξύ, διαβεβαιώσεις για μια κατά το δυνατόν ομαλή έξοδο έδωσε και η Ανγκελα Μέρκελ. Αναφερόμενη στους Γερμανούς και λοιπούς ευρωπαίους πολίτες που ζουν στη Βρετανία, η γερμανίδα καγκελάριος δήλωσε πως η κυβέρνησή της θα εργαστεί εντατικά προκειμένου οι επιπτώσεις στην καθημερινότητα των πολιτών αυτών να είναι οι μικρότερες δυνατές. Ανέφερε ακόμη ότι έλαβε τη διαβεβαίωση της Τερίζα Μέι σε τηλεφωνική συνομιλία που είχαν προχθές ότι η στάση του Λονδίνου θα είναι εποικοδομητική κατά τις διαπραγματεύσεις, ενώ η ίδια η καγκελάριος διαβεβαίωσε από την πλευρά της ότι η στάση της ΕΕ θα είναι δίκαιη.

Από τα συμφραζόμενα προκύπτει ότι οι διαπραγματεύσεις ξεκινούν σε ένα κλίμα εκφρασμένης καλής θέλησης, αλλά ουσιαστικά αμοιβαίας δυσπιστίας. Με άλλα λόγια, χθες ξεκίνησε μια σκληρή παρτίδα πόκερ. Και σε αυτά τα δυο χρόνια που θα διαρκέσει θα δοκιμαστούν οι αντοχές όλων.

Οι διαπραγματεύσεις δεν θα είναι εύκολες

Σφιχτό χρονοδιάγραμμα

Και οι δυο πλευρές συμφωνούν πάντως ότι το χρονοδιάγραμμα για την επίτευξη της συμφωνίας είναι «σφιχτό» –απλώς «σφιχτό» για το Λονδίνο, «διαολεμένα σφιχτό» για το Βερολίνο. «Είναι ένα σφιχτό χρονοδιάγραμμα για να επιτύχουμε τη συμφωνία για τη μελλοντική μας σχέση» ανέφερε η Τερίζα Μέι στο Κοινοβούλιο. «Το χρονοδιάγραμμα είναι διαολεμένα σφιχτό. Αναρωτιόμαστε καμιά φορά αν στο Λονδίνο έχουν πραγματικά αντιληφθεί τις συνέπειες, ιδίως για τη βρετανική οικονομία» ανέφερε ο Μάρτιν Σέφερ, εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών.

Ο ίδιος ο γερμανός ΥΠΕΞ Ζίγκμαρ Γκάμπριελ προειδοποίησε ότι οι διαπραγματεύσεις δεν θα είναι εύκολες. «Οι διαπραγματεύσεις σίγουρα δεν θα είναι εύκολες για καμία πλευρά» δήλωσε. «Τα αρνητικά αισθήματα είναι κατανοητά. Για πολλούς είναι δύσκολο να καταλάβουν, ιδιαίτερα σε αυτές τις ταραχώδεις εποχές, πώς μπορεί κάποιος να πιστεύει ότι θα είναι καλύτερα μόνος του. Αλλά αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση για τον καθορισμό της μελλοντικής μας σχέσης», απευθύνοντας παράλληλα την έκκληση στο Λονδίνο να «μείνουμε φίλοι».