Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από τον Οκτώβριο του 1999 έως τον Οκτώβριο του 2004, ο Ρομάνο Πρόντι παραμένει ένα από τα μεγάλα πολιτικά κεφάλαια της προηγούμενης γενιάς των ευρωπαϊστών. Το όραμά του από τότε δεν έχει αλλάξει.

Ο 78χρονος Πρόντι, όμως, δεν είναι μόνο οραματιστής παλαιάς κοπής. Είναι και ένας ρεαλιστής ηγέτης. Υπό τη δική του εποπτεία μπήκε η Ευρώπη στην εποχή του ευρώ και διευρύνθηκαν τα μέλη της από 15 σε 25. Τον ρεαλισμό του σήμερα εκφράζει με την πίστη του στην ιδέα της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων. «Δεν είναι η ιδανική λύση, αλλά είναι ο μόνος τρόπος για να προχωρήσει η Ευρώπη», αναφέρει.

Η φωνή του σήμερα ακούγεται κριτική. Παράλληλα, όμως, δηλώνει αισιόδοξος. Και εμφανίζεται σίγουρος ότι, παρά τις αντίρροπες δυνάμεις, η Ιστορία θα αναγκάσει μια ημέρα τους Ευρωπαίους να υλοποιήσουν το παλιό του όραμα: η Ευρώπη του μέλλοντος, επιμένει, δεν έχει άλλη λύση από το να γίνει ομοσπονδία.

Στις 25 Μαρτίου η ενωμένη Ευρώπη γιορτάζει τα 60 της χρόνια. Εσείς, γνωρίζοντας πολύ καλά αυτή τη διαδρομή και το εσωτερικό του ευρωπαϊκού μηχανισμού, τι ακριβώς θα γιορτάζατε;

Κατ’ αρχάς θα έλεγα ότι θα πρέπει να αντικαταστήσουμε τη λέξη «γιορτάζει» με τη λέξη «θυμάται». Η Ευρώπη θυμάται. Γιατί η σημερινή δεν είναι μια συγκυρία που επιτρέπει τους πολλούς εορτασμούς, ακόμη και αν ιστορικά το σχέδιο της ενωμένης Ευρώπης ήταν και παραμένει πολύ σημαντικό και θετικό όχι μόνο για την ίδια την ήπειρο, αλλά για ολόκληρη για την ανθρωπότητα. Ασφαλώς δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ή να κλείσουμε τα μάτια απέναντι στα επιτεύγματα της Ευρώπης. Σήμερα, όμως, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα διέρχεται μια μεγάλη και βαθιά κρίση. Σύμβολο αυτής της κρίσης είναι ο τρόπος που χειρίστηκαν οι ευρωπαίοι εταίροι την ελληνική περίπτωση. Χειρότερα δεν θα μπορούσε να γίνει: ένας ολόκληρος λαός είδε ταπεινωμένος την αγοραστική δύναμη να καταβαραθρώνεται. Κι αυτό, με μια σχέση που διαμορφώθηκε όχι ανάμεσα στην Αθήνα και στις Βρυξέλλες, αλλά στην Αθήνα και στο Βερολίνο.

Εκτός από τη διαχείριση της ελληνικής κρίσης, ποια θα λέγατε ότι ήταν τα άλλα μεγάλη λάθη της σημερινής Ευρώπης και των ηγετών της;

Και είναι μια σειρά από λάθη που οδήγησαν στην αναβίωση του εθνικισμού. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμβολο της υπερεθνικής εξουσίας, παρέδωσε τα σκήπτρα της στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σύμβολο της εθνικής εξουσίας. Οταν αφυπνίζεται η εθνική εξουσία, γίνεται σαφές ότι οι ελέφαντες, δηλαδή τα μεγάλα κράτη, μετράνε περισσότερο από τα ποντίκια. Αν τώρα λάβετε υπόψη σας την πολιτικοοικονομική κρίση της Γαλλίας και την αυτοκτονία της Βρετανίας με το δημοψήφισμα για το Brexit, τότε καταλαβαίνετε ότι ουσιαστικά η ευρωπαϊκή πολιτική εξαρτάται από τις αποφάσεις της Γερμανίας.

Η σημερινή Ευρώπη είναι πολύ διαφορετική από την Ευρώπη που διευθύνατε εσείς ως πρόεδρος της Κομισιόν;

Πάρα πολύ, θα έλεγα. Την εποχή εκείνη η Κομισιόν προωθούσε το κοινό συμφέρον και ο έλληνας επίτροπος είχε την ίδια ισχύ και δύναμη φωνής με τον γάλλο ή τον βρετανό επίτροπο. Η μεταφορά αυτής της εξουσίας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο άλλαξε τη φυσιογνωμία της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ασφαλώς, αισθανόμασταν και τότε το ειδικό βάρος που είχε κάθε κράτος – μέλος στο εσωτερικό της ένωσης. Αλλά στις συζητήσεις ήμασταν όλοι ίσοι. Σήμερα δεν υπάρχει αυτή η ισορροπία. Να είμαι σαφής, δεν λέω ότι φταίει η Γερμανία γι’ αυτό, μπορεί κάποιος να της πιστώνει αυτή τη νέα ισορροπία. Αλλά πάντως δεν είναι αυτή η Ευρώπη που ονειρευόμουν εγώ τότε.

Και μάλλον δεν είναι ούτε η Ευρώπη που ονειρεύονταν πολλοί ευρωπαίοι πολίτες σήμερα. Οι πολίτες δεν αγαπούν αυτήν την Ευρώπη.

Ακούστε, οι πολίτες δεν αγαπούν την εξουσία. Σκεφτείτε τους Σκωτσέζους που θέλουν να το σκάσουν από το Λονδίνο, τους Καταλανούς που ονειρεύονται την ανεξαρτησία τους από την Ισπανία, τον ιταλικό ή τον γαλλικό εθνικολαϊκισμό. Υπάρχει κι ένα αντιευρωπαϊκό συναίσθημα σε όλα αυτά; Σε κάποιες περιπτώσεις, ναι. Αλλά το μίσος γενικά εκφράζεται απέναντι στην εξουσία, όχι μόνο απέναντι στην Ευρώπη. Και είναι ένα μίσος που ωθεί κάποιους πολίτες να θέτουν σε αμφισβήτηση ακόμη και τις ίδιες τις δημοκρατικές δομές.

Είναι μια λύση η Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων; Εχετε δηλώσει ένθερμος υποστηρικτής με τη φράση «επιτέλους». Γιατί;

Είναι τουλάχιστον εδώ και τρία χρόνια που έχω υποστηρίξει ότι αυτό πρέπει να είναι το επόμενο βήμα για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Είναι μια ρεαλιστική διέξοδος. Δεν είναι η ιδανική λύση, αλλά είναι ο μόνος τρόπος για να προχωρήσει η Ευρώπη χωρίς να είναι αναγκαία η ομοφωνία όλων. Είναι ασφαλώς ένας ατελής μηχανισμός, αλλά αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κάτι άλλο που θα μπορούσε να εξασφαλίσει την συνέχιση της ευρωπαϊκής πορείας. Κι έπειτα, η Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων δεν είναι κάτι καινούργιο. Η ζώνη του ευρώ, αλλά και η ζώνη της Συνθήκης Σένγκεν είναι δυο εξέχοντα παραδείγματα τού πώς προχώρησαν τα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης με διαφορετικές ταχύτητες μεταξύ τους.

Κάποια από τα μικρότερα κράτη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, έχουν εκφράσει τις ενστάσεις τους ή και την ανησυχία τους γι’ αυτό το σχέδιο των πολλών ταχυτήτων.

Κατ’ αρχάς να ξεκαθαρίσουμε ότι η Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων είναι το μικρότερο κακό. Καμιά φορά είσαι υποχρεωμένος να επιλέξεις αυτό. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν μπορεί να υπάρξει Ευρώπη πολλών ταχυτήτων χωρίς δυο προϋποθέσεις. Η μία είναι ότι χρειάζεται ένας αριθμός κρατών για να έχει υπόσταση μια ένωση – θα έλεγα ότι είναι απαραίτητα τουλάχιστον εννέα, με λιγότερα δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει. Η δεύτερη, ότι η πόρτα θα είναι πάντα ανοικτή για όλες τις άλλες χώρες που δεν θα ξεκινήσουν με την ίδια ταχύτητα, αλλά κάποια στιγμή στη συνέχεια θα θελήσουν να ενταχθούν σε αυτήν την ένωση. Αυτό σημαίνει ότι οι πολλές ταχύτητες δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να μετατραπούν σε εργαλείο αποκλεισμού.

Τι θα λέγατε, ωστόσο, στον έλληνα Πρόεδρο της Δημοκρατίας που δήλωσε ότι οι πολλές ταχύτητες δεν συμβαδίζουν με το ευρωπαϊκό ιδεώδες;

Θα συμφωνούσα μαζί του. Η Ευρώπη που είχαμε στο μυαλό μας παλαιότερα ήταν διαφορετική από τη σημερινή. Αλλά στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία βρισκόμαστε σήμερα, είναι ασύγκριτα καλύτερα να κάνουμε αυτό από το να μην κάνουμε τίποτα. Τα μικρότερα κράτη, όπως είναι η Ελλάδα, θα μπορούν να συμμετάσχουν στη μία ή την άλλη ένωση, σύμφωνα με τα συμφέροντά τους, τις επιθυμίες τους και τις πολιτικές τους αποφάσεις. Το σημαντικό, επαναλαμβάνω, είναι να μείνει η πόρτα ανοικτή, να μην δημιουργηθεί μια κλειστή λέσχη ισχυρών, στην οποία η πρόσβαση θα είναι σχεδόν απαγορευμένη.

Φοβηθήκατε ποτέ την πλήρη κατάρρευση; Εχει υπάρξει κάποια στιγμή που έχετε σκεφτεί ότι η ενωμένη Ευρώπη μπορεί μια μέρα να πάψει να υπάρχει;

Κατηγορηματικά, όχι. Αυτό που φοβάμαι είναι ότι η Ευρώπη μπορεί να παραλύσει, όχι να καταρρεύσει. Και δεν φοβάμαι την κατάρρευση επειδή όταν η Ευρώπη φτάνει στο χείλος της αβύσσου, επικρατεί η σύνεση. Οι ίδιοι οι λαοί αντιλαμβάνονται ότι η αναγκαιότητα μιας ενωμένης Ευρώπης δεν έχει εκλείψει. Βρισκόμαστε σε μια ιστορική περίοδο κατά την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα θα επιχειρήσουν να χωρίσουν τον κόσμο. Είναι μια μεγάλη ιστορική αλλαγή η οποία δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορους τους Ευρωπαίους. Κι αυτό με κάνει να αισιοδοξώ σε βάθος χρόνου. Από την άλλη πλευρά, αυτή τη χρονιά δεν μπορεί να περιμένει κανείς και πολλά πράγματα. Είναι μια χρονιά εκλογών. Και σε εκλογικές χρονιές σπανίως λαμβάνονται μεγάλες αποφάσεις. Από τις γερμανικές εκλογές και μετά νομίζω ότι η Ευρώπη θα αρχίσει να εργάζεται και πάλι πάνω σε ένα σχέδιο, στο οποίο πιθανότατα δεν θα συμμετέχουν όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, αλλά μόνο κάποια από αυτά. Η ευρωπαϊκή κοινή άμυνα θα είναι πιστεύω το πρώτο βήμα. Υπάρχουν, όμως και άλλα πεδία, όπως η ενέργεια και η έρευνα, στα οποία ένας ορισμένος αριθμός κρατών μπορεί να προχωρήσει μαζί.

Το δικό σας ιδεώδες παραμένει μια ομοσπονδιακή Ευρώπη;

Ως τελικός στόχος, αναμφίβολα ναι. Ασφαλώς κάτι τέτοιο είναι αδύνατον να γίνει σήμερα. Αλλά στο τέλος η Ιστορία θα μας υποχρεώσει να ενωθούμε σε μια ομοσπονδιακή κατεύθυνση. Η Ευρώπη πρέπει να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη οντότητα για να υπάρξει ως μέγεθος στον σύγχρονο κόσμο και να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.