Στον έβδομο της Χρήστου Λαδά 3, στο βάθος δεξιά, πιθανώς στο κομμάτι που ήταν στην πραγματικότητα στον αριθμό 5, αφού τα κτίρια ήταν συνενωμένα σε διάφορους ορόφους, βρισκόταν το γραφείο του Στάθη Ευσταθιάδη. Στη γυάλινη πόρτα υπήρχε ένα χειρόγραφο σημείωμα με τα χαρακτηριστικά τεράστια πεζά του γράμματα: «Προσοχή: το γραφείο ψύχεται πολύ» έλεγε το χαρτί, υπογραμμισμένο με κόκκινο σε πλήρη αντιστοιχία με το σαρδόνιο ύφος που αγαπούσε ενίοτε να υιοθετεί ο διάσημος ένοικός του. Πράγματι η ατμόσφαιρα εντός του γραφείου δεν υπερέβαινε χειμώνα ή καλοκαίρι τους 18 βαθμούς – που τις κρύες ημέρες του χειμώνα μπορεί να ήταν και 16. Οι επιλογές κλασικής μουσικής που έντυναν ηχητικά τον χώρο ήταν εκλεκτικές – αλλά δεν βοηθούσαν και πολύ στη θέρμανση.

Ζωντανός μύθος

Αεικίνητος, με τα λευκά πουκάμισα, κοντομάνικα το καλοκαίρι, και τις μακριές αμερικανικού στυλ γραβάτες του, ο Ευσταθιάδης ήταν ένας ζωντανός μύθος. Ο τρόπος που κρατούσε το ακουστικό του τηλεφώνου ή που συνιστούσε προς ανάγνωση ένα δημοσίευμα της «International Herald Tribune» ή που υποδείκνυε μια λεπτομέρεια σε ένα τηλεγράφημα ξένου πρακτορείου παραπέμπει στην κλασική φιγούρα του μεγάλου δημοσιογράφου της χρυσής εποχής του Τύπου. Ηταν επίσης ένας άνθρωπος που, με την κοφτή λακωνική του έκφραση, έλεγε πάντα πράγματα που έμεναν στο μυαλό σου. Συνήθως με αναπάντεχο τρόπο. Ηταν το χιούμορ, ο σαρκασμός, η ευγένεια και, τελικά, ένας διεισδυτικός κοσμοπολιτισμός που είχε να κάνει με μια δημοσιογραφική καριέρα η οποία, τα χρόνια εκείνα, προκαλούσε δέος. Είχε πάντα γυρίσει από κάπου – συνήθως από τη Νέα Υόρκη ή τη Βιέννη όπου του άρεσε να πηγαίνει ή από κάποιο επίσημο ταξίδι. Ή είχε να φύγει για κάπου, για τις Βρυξέλλες ή το Πακιστάν! Ηταν ο άνθρωπος του «Συγκροτήματος» στις ΗΠΑ – μια εμβληματική φυσιογνωμία που έβγαινε από τον αντιδικτατορικό αγώνα και την ταραγμένη πολιτική ιστορία του Μεταπολέμου.

Είναι ίσως δύσκολο να καταλάβει κανείς σήμερα τι θα πει να είσαι ανταποκριτής στις ΗΠΑ στην προ CNN εποχή. Ο κόσμος δεν ήταν τότε ένα παγκόσμιο χωριό. Οι ελάχιστοι δημοσιογράφοι που κινούνταν στη διεθνή σκακιέρα ήταν ημίθεοι της δημόσιας ζωής – σπανίως, δε, ήταν Ελληνες. Και ο Ευσταθιάδης ήταν ένας από αυτούς! Δεν ήταν υψηλόσωμος – το εντελώς αντίθετο, ήταν σχεδόν σπιθαμιαίος –, αλλά εξέπεμπε παρουσία και ενέργεια με έναν ήρεμα κεφάτο, λίγο παιχνιδιάρικο τρόπο – το εντελώς ανάποδο του ναπολεόντειου συνδρόμου. Θυμάμαι να τον έχω δει παιδί μαζί με τον πατέρα μου στο πεζοδρόμιο της Χρήστου Λαδά, στο παλιό κτίριο με τις μαρμάρινες σκάλες, σε κάποιο σύντομο πέρασμά του από την Αθήνα της δεκαετίας του ‘70, έχοντας επιστρέψει από την Αμερική. Σου έμενε η ματιά του, έξυπνη και περίεργη, πίσω από τα γυαλιά.

Στάθης ή Eust

Τον γνώρισα πολλά χρόνια αργότερα, εργαζόμενος εγώ πια στο «Βήμα». Για ένα διάστημα, στο τέλος της δεκαετίας του ’90, συγκατοίκησα μαζί του στο γραφείο του έβδομου ορόφου – που εψύχετο πολύ –, όταν ο Γιάννης Καρτάλης έπρεπε να μετακινηθεί προαγόμενος σε διευθυντή σύνταξης. Επελέγην μάλλον γιατί ήμουν ο μόνος εκ των πολιτικών συντακτών που δεν κάπνιζε και πιθανώς λόγω της συστολής που θα με έκανε αβλαβή συγκάτοικο. Η αλήθεια είναι ότι, πίσω από την ευγένεια που έδειχνε σε όλους, με συμπαθούσε κάπως – με τον ανοξείδωτο τρόπο του. Μια φορά είχαμε συμπέσει στις θυρίδες αλληλογραφίας του «Βήματος» και μου είπε γελώντας: «Εσύ έχεις μέλλον – παρόν δεν έχεις…». Οταν βέβαια πήγα πρώτη φορά στην Αμερική, μου έδωσε συστατική επιστολή με φαρδιά πλατιά την υπογραφή του. Εκινείτο με την ίδια άνεση στα Ηνωμένα Εθνη και στις υψηλές πολιτικές σφαίρες της Αθήνας, γευμάτιζε με την ίδια φυσικότητα στο roof garden της Μεγάλης Βρεταννίας ή στη Νέα Υόρκη. Ηταν ο «Στάθης» για όλους τους έλληνες πρωθυπουργούς – πλην του νυν – όπως και για τους πολιτικούς ή τους διπλωμάτες. Ενώ για τους ξένους ήταν ο Eust – μια σύντμηση επωνύμου που είχε υιοθετήσει για χάρη των αγγλόφωνων συνομιλητών του.

Κανονικά δεν επιτρέπεται να γράφουμε για τους άλλους γράφοντας στην πραγματικότητα για τον εαυτό μας. Αλλά αυτό που με ευχαριστεί ιδιαίτερα, περιδιαβάζοντας στο Διαδίκτυο τα σχόλια συναδέλφων της γενιάς μου, είναι ότι ο καθένας έχει κάτι προσωπικό να αφηγηθεί για τον Στάθη Ευσταθιάδη. Σε ένα επάγγελμα όχι στερημένο από ματαιοδοξίες και ανταγωνισμούς, ήταν ευγενής, προσηνής, γενναιόδωρος και, τελικά, καθόλου ρηχός. Του άρεσε το κρύο, αλλά ήταν ένας άνθρωπος ζεστός. Μπορεί να ήταν συνομιλητής του Χρήστου Λαμπράκη ή να έβλεπε τους φακέλους των πρέσβεων πριν από τις μεταθέσεις τους – διότι ο εκάστοτε υπουργός ήθελε τη γνώμη του! –, αλλά αν εσύ ήθελες μια συμβουλή ή μια βοήθεια σε ένα ρεπορτάζ ή μια σύντομη ανάλυση για ένα θέμα της επικαιρότητας, μπορούσες να στραφείς σε αυτόν. Οχι, δεν επρόκειτο να κάνει τον μέντορα ή τον παράγοντα. Η βοήθεια ήταν στιγμιαία, η ματιά του ήταν πρωτότυπη και οι απόψεις του συχνά ανατρεπτικές. Αλλά ήξερε τι σου έλεγε και το ήξερες κι εσύ, γιατί ήταν άνθρωπος του κόσμου σε μια εποχή που ο κόσμος δεν ήταν όλος στο Internet – το οποίο ειρήσθω εν παρόδω έπαιζε στα δάχτυλα εξαρχής.

Στο γραφείο μέχρι τέλους

Πράγματι πήγαινε καθημερινά στο γραφείο του στο «Βήμα» – στον πέμπτο όροφο της Μιχαλοκοπούλου 80 – μέχρι και το φύλλο που κυκλοφόρησε την ήμερα του θανάτου του και όπου δημοσιεύτηκε άρθρο του. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς! Τον αναζητούσα συνήθως για να τον ρωτήσω κάτι – τελευταία φορά για τις πιθανότητες που έδινε να εκλεγεί ο Τραμπ στις ΗΠΑ. Ηξερα πως θα ήξερε. Μου επεσήμανε αιχμηρά ότι θα έπρεπε να ανησυχώ σοβαρά για αυτό το ενδεχόμενο. Και όταν η κουβέντα μας τελείωσε, μου είπε: «Μη βιαστείς να έρθεις να με ξαναδείς…». Του άρεσε πολύ να παίζει με τον χρόνο και να προκαλεί την ηλικία του, έστω κι αν φαινόταν εύθραυστος τα τελευταία χρόνια, όταν σταμάτησε πια τα ταξίδια.

Θέλω να πιστεύω ότι η έξοδός του από τη ζωή, σε μέρες τόσο παγερές, δεν συνδέεται με μια αίσθηση τέλους του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη που πολλοί εύχονται και θέλουν να δουν. Αλλά δεν είναι και σύμπτωση.