Τόσο το FBI όσο και η CIA έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα πως η Ρωσία διεξήγαγε μια εκστρατεία ηλεκτρονικής πειρατείας και παραπληροφόρησης προκειμένου να επηρεάσει τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές προς όφελος του Ντόναλντ Τραμπ. Ισως να μη μάθουμε ποτέ πόσο επιτυχημένη ήταν η κυβερνοεπιχείρηση της Ρωσίας, γνωρίζουμε όμως πως το Κρεμλίνο πήρε το αποτέλεσμα που ήθελε. Κακώς ανακήρυξε τον Ντόναλντ Τραμπ πρόσωπο της χρονιάς το περιοδικό «Time». Είναι σαφές πως αυτή ήταν η χρονιά του Βλαντίμιρ Πούτιν.

Η επίθεση στις ΗΠΑ ενδεχομένως να ήταν προάγγελος περαιτέρω εκλογικών παρεμβάσεων στην Ευρώπη, όπου οι αξιωματούχοι κάνουν τώρα αγώνα δρόμου ώστε να αποτρέψουν τις ρωσικές κυβερνοεπιχειρήσεις πριν από μια σειρά σημαντικών εκλογικών αναμετρήσεων το 2017, μεταξύ άλλων στην Ολλανδία, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Προηγούμενες κυβερνοεπιθέσεις στην Ευρώπη –στην Μπούντεσταγκ, στην Κομισιόν –παρουσιάζουν αλλόκοτες ομοιότητες με εκείνη που φέρεται να πραγματοποίησαν οι Ρώσοι στην Εθνική Επιτροπή του Δημοκρατικού Κόμματος στις ΗΠΑ.

Και οι κυβερνοεπιθέσεις είναι μόνο ένα στοιχείο ενός ευρύτερου υβριδικού πολέμου που διεξάγει η Ρωσία εναντίον της Δύσης. Η Μόσχα έχει επίσης προσφέρει στήριξη σε ακροδεξιά εθνικιστικά κόμματα και λαϊκιστικά κινήματα ανά την Ευρώπη, χορηγώντας για παράδειγμα δάνεια στο Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία ή προμηθεύοντας πολιτικούς του βρετανικού Κόμματος της Ανεξαρτησίας με θέσεις στο κρατικό τηλεοπτικό δίκτυο Russia Today σε ώρες µε υψηλή τηλεθέαση.

Ο Μπαράκ Ομπάμα δεσμεύτηκε επιτέλους να απαντήσει στην επίθεση του Πούτιν στην αμερικανική δημοκρατία, έπρεπε όμως να είχε κάνει περισσότερα –και να είχε αναλάβει δράση πολύ νωρίτερα. Θα ήταν ανόητο να περιμένουν οι Ευρωπαίοι βοήθεια από την επόμενη κυβέρνηση Τραμπ. Ο επικεφαλής σύμβουλος στρατηγικής του Τραμπ, Στίβεν Μπάνον –πρώην πρόεδρος του αμερικανικού «alt-right» ιστοτόπου παραπληροφόρησης Breitbart News –έχει προσφερθεί ανοιχτά να βοηθήσει τη Λεπέν να κερδίσει τις γαλλικές προεδρικές εκλογές την ερχόμενη άνοιξη.

Επίσημες ρωσικές πηγές ομολογούν πως μόνο φέτος δαπάνησαν 1,2 δισ. ευρώ σε μιντιακές εκστρατείες στο εξωτερικό. Χιλιάδες ιστότοποι ψευδών ειδήσεων έχουν εμφανιστεί στην ΕΕ, πολλοί από αυτούς ασαφούς ιδιοκτησίας: ο αριθμός των ιστοτόπων παραπληροφόρησης διπλασιάστηκε το 2014 στην Ουγγαρία∙ στην Τσεχία και τη Σλοβακία, κάπου 42 νέοι ιστότοποι ρυπαίνουν πλέον το ενημερωτικό οικοσύστημα της ΕΕ. Και, λιγότερο κρυφά, το Κρεμλίνο έχει δαπανήσει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια στη χρηματοδότηση προπαγανδιστικών εργαλείων –όπως το πρακτορείο «ειδήσεων» Sputnik –την ώρα που η ρωσική οικονομία καταρρέει. Οι εκστρατείες παραπληροφόρησης της Ρωσίας είναι περίπλοκες και πολυεπίπεδες, κοινή αποστολή τους είναι ωστόσο να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη στις δυτικές δημοκρατικές αρχές.

Τόσο η ΕΕ όσο και το ΝΑΤΟ πρέπει να διδαχθούν από τις αμερικανικές εκλογές, να ενισχύσουν τη συλλογική κυβερνοάμυνα της Ευρώπης και να πιέσουν τα κράτη-μέλη να πράξουν το ίδιο σε εθνικό επίπεδο. Στο πολιτικό επίπεδο, πρέπει να πούμε στον Πούτιν πως οι έξωθεν παρεμβάσεις σε εθνικές εκλογές θα έχουν σοβαρές αρνητικές συνέπειες για τα ρωσικά οικονομικά συμφέροντα. Πέραν της κυβερνητικής δράσης, ο ιδιωτικός τομέας και οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειες ελέγχου της ακρίβειας και της αξιοπιστίας των online ειδήσεων. Το ισχυρότερο μέσο άμυνας της Ευρώπης είναι η ελευθεροτυπία της.

Οι δυτικές δημοκρατίες έχουν εισέλθει σε μια περίοδο αστάθειας και η Ρωσία δεν παίζει πλέον σύμφωνα με τους κανόνες που ίσχυαν ακόμα και τις πιο σκοτεινές ημέρες του Ψυχρού Πολέμου. Ο Πούτιν διεξάγει ενεργά έναν υβριδικό πόλεμο εναντίον της Δύσης, τον οποίο μόλις αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε. Είναι καιρός να υπερασπιστούμε τις αξίες μας.

Ο Γκι Φέρχοφστατ, πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου, ηγείται τηςΣυμμαχίας Φιλελευθέρων και Δημοκρατών για την Ευρώπη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.