Δεν θέλω να αλλάξει ο κόσμος, για να μπορώ να εξεγείρομαι εναντίον του. Το είχε πει σε μια συνέντευξή του ο Ζαν Ζενέ. Αλλά θα μπορούσε, αν διέθετε τον αυτοσαρκασμό, να το έχει πει ο Αλέξης Τσίπρας.

Ο Πρωθυπουργός δεν θέλει να αλλάξει ο Σόιμπλε για να μπορεί να εξεγείρεται εναντίον του –όπως χθες που έφτασε να μιλάει για την ψυχή του γερμανού υπουργού Οικονομικών. Οπως τις τελευταίες δέκα ημέρες που προκάλεσε και συντήρησε την αναδραματοποίηση της διαπραγμάτευσης. Οπως τα δύο-παρά-κάτι τελευταία χρόνια που κυβερνά.

Ο Τσίπρας έχει ανάγκη έναν Σόιμπλε. Η αντίδραση του Βερολίνου στις μονομερείς εξαγγελίες του Πρωθυπουργού έγινε δεκτή από την κυβέρνηση στην Αθήνα ως «πάσα». Ως μοχλός για να ενεργοποιηθούν τα δοκιμασμένα ρητορικά μοτίβα που οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχουν καλλιεργήσει ήδη από την περίοδο που βρίσκονταν στην αντιπολίτευση: ο δημοψηφισματικός διχασμός. Ο αντιγερμανισμός. Η αυτοθυματοποίηση.

Ολα αυτά έχουν εφαρμοστεί σε διαφορετικό βαθμό οξύτητας από τον Ιανουάριο του 2015. Μόνο που τότε το σκηνικό ήταν άλλο. Τότε ο μεγάλος φόβος για τον Τσίπρα ήταν η αριστερή παρένθεση. Φόβος και φόβητρο μαζί, καθώς επικαλούνταν τον κίνδυνο της παρένθεσης στο εσωτερικό, για να συσπειρώσει το κόμμα του και το εκλογικό του ακροατήριο.

Δεκαέξι μήνες μετά τη δεύτερη εκλογική του νίκη, ο Τσίπρας μπορεί να επαίρεται ότι νίκησε το σενάριο της παρένθεσης. Εχει ήδη καταφέρει να μείνει στην εξουσία τόσο ώστε η κυβέρνησή του να έχει αφήσει το ιστορικό της αποτύπωμα. Σήμερα ο μεγάλος φόβος είναι ο φόβος της φούσκας. Ο φόβος ότι θα επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις που δείχνουν τον ΣΥΡΙΖΑ να κινείται χαμηλότερα από το 15% –με τάση περαιτέρω υποχώρησης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα ήταν το ταχύτερο πολιτικό success story της Μεταπολίτευσης. Ταχύτερο ακόμη και από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου που χρειάστηκε μια οκταετία μέχρι να κατακτήσει την εξουσία. Ομως, ο κυβερνών ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύει να εξελιχθεί τώρα στο ταχύτερο fail story, καθώς αντιμετωπίζει το φάσμα της συρρίκνωσης σε μεγέθη που δεν θα του επιτρέπουν να διεκδικήσει ρόλο σταθερής δύναμης του πολιτικού συστήματος.

Επιστροφή στην Πολωνία

Ολο το ρεπερτόριο που ξεδίπλωσε τις τελευταίες δύο εβδομάδες ο Πρωθυπουργός δείχνει επίγνωση του φόβου του ξεφουσκώματος. Η επιλογή του είναι να προσπαθήσει να σαγηνεύσει το παλαιό του ακροατήριο με τους τρόπους που το είχε συγκινήσει αρχικώς. Με τη ρητορική της διπλής ρήξης. Στο εξωτερικό με τους δανειστές και στο εσωτερικό με το «σύστημα» –τα συστημικά κόμματα και, βεβαίως, τα συστημικά media.

Είναι η επίδειξη συνδικαλιστικής ζέσης κατά των δανειστών ενταγμένη στη γνωστή χορογραφία του συμβιβασμού; Αγριεύει ο Τσίπρας για να τονώσει το φρόνημα των βουλευτών του, πριν τους ζητήσει να σηκώσουν το βάρος της αξιολόγησης; Ή έχει ακόμη, παρά τις προηγούμενες συνθηκολογήσεις, ανοιχτό στο μυαλό του το ενδεχόμενο μιας σύγκρουσης με την Ευρώπη;

Το βέβαιο είναι ότι δεν θα είχε λόγο να προκαλέσει ο ίδιος εκλογές. Μέσω της όξυνσης, διατηρεί όλες τις επιλογές του ανοιχτές. Το ακόμη πιο βέβαιο είναι ότι οι κλυδωνισμοί με την τρόικα θα συνδυαστούν με την αναζωπύρωση των μετώπων στο εσωτερικό.

Η απόφαση του ΣτΕ για τις τηλεοπτικές άδειες είχε εξαναγκάσει την κυβέρνηση σε ένα συναινετικό διάλειμμα για τη συγκρότηση του ΕΣΡ. Τώρα, και υπό την πίεση που δέχονται από την τελμάτωση της διαπραγμάτευσης, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επιστρέφουν δριμύτεροι στην πολωνική συνταγή. Στη συνταγή που ακολουθεί με εκπληκτική ομοιότητα η ευρωσκεπτικιστική κυβέρνηση της Βαρσοβίας: απόπειρα ποδηγέτησης της Δικαιοσύνης και στοχοποίηση όσων δικαστών αντιστέκονται. Δαιμονοποίηση των ΜΜΕ και προσπάθεια ελέγχου της λειτουργίας τους. Καταγγελία των πολιτικών αντιπάλων ως «προδοτικών» έναντι της ΕΕ.

Τσίπρας «πουλάει» Τσίπρα

Η αλήθεια είναι ότι σε αυτές τις πρακτικές η κυβέρνηση ωριμάζει. Το έδειξε στον τρόπο με τον οποίο προσπάθησε να παγιδεύσει στη Βουλή την αντιπολίτευση, στις ψηφοφορίες για το βοήθημα στους συνταξιούχους και την αναστολή της αύξησης του ΦΠΑ στα νησιά. Το έδειξε και στην περίπτωση του ΔΟΛ, όπου δοκίμασε μια πιο σύνθετη τακτική. Προσπάθησε να ντύσει τις παρεμβάσεις της με έναν δημόσιο λόγο που αναφερόταν στη μοίρα των εργαζομένων. Καμία σχέση δηλαδή με τη δημόσια αντιπαράθεση με τους δημοσιογράφους, που είχε επιλέξει ο Πρωθυπουργός τον περασμένο Σεπτέμβριο στη ΔΕΘ.

Ομως, αυτό το προπέτασμα αποδείχτηκε πολύ λίγο για να κρύψει την ανάγκη των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να πιστωθούν την κρίση στα μεγάλα ΜΜΕ ως δικό τους πλήγμα κατά της «διαπλοκής». Η ανάγκη αυτή δεν φάνηκε μόνο στον παρορμητικό πανηγυρισμό του προέδρου των ΑΝΕΛ, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο ανέδειξε την κρίση η κομματική εφημερίδα του ΣΥΡΙΖΑ και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός.

Ο Τσίπρας πάντως επιστρατεύει το τελευταίο όπλο που διαθέτει: τον Τσίπρα. Η μονοπρόσωπη καμπάνια του κάθε άλλο παρά αυτονόητη επιλογή είναι για έναν πολιτικό αρχηγό που κινείται σε «πολικά» ποσοστά αποδοχής στις σφυγμομετρήσεις. Ο Πρωθυπουργός το ρισκάρει, παρά τον αυξημένο κίνδυνο των επικοινωνιακών ατυχημάτων, όπως το πρόσφατο της Κρήτης. Και παρά το γεγονός ότι ορισμένοι ισχυρίζονται πως υπονομεύει τον εαυτό του με την άστατη σκηνική του παρουσία.

Δεν έχει αλλάξει το έργο. Εχει αλλάξει το κοινό.