Εντονες αναταράξεις στις ήδη τεταμένες σχέσεις μεταξύ των θεσμών προκάλεσε η προχθεσινή δημοσίευση στο μπλογκ του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου άρθρου των στελεχών του Πολ Τόμσεν και Μορίς Ομπστφελντ με τίτλο «Το ΔΝΤ δεν ζητά περισσότερη λιτότητα».

Το άρθρο σκίασε την έναρξη της διαπραγμάτευσης χθες το απόγευμα στο Χίλτον, ενώ είχε προηγηθεί η έντονη αντίδραση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, πίσω από την οποία είχε στοιχισθεί και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας. Κι αυτό γιατί τα στελέχη του Ταμείου αμφισβήτησαν, στο άρθρο τους την αξιοπιστία του ελληνικού προγράμματος υποστηρίζοντας ότι ο στόχος για 3,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα είναι υπερβολικός και επιβάλλει λιτότητα που δεν χρειάζεται, ενώ επιπλέον δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τα μέτρα που έχουν ήδη συμφωνηθεί. Τα μέτρα αρκούν μόνο για πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ κατά το ΔΝΤ, που θεωρεί επομένως ότι για να επιτευχθεί το 3,5% του ΑΕΠ, λείπουν μέτρα 4,2 δισ. ευρώ. Επιπλέον, οι δυο οικονομολόγοι υποστήριξαν ότι χρειάζονται διαρθρωτικές αλλαγές, ανεξαρτήτως του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος, και αυτές είναι η μείωση του αφορολογήτου και των συντάξεων. Ειδική αναφορά έκαναν επίσης και στην ανάγκη να απελευθερωθούν οι ομαδικές απολύσεις.

«Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί πιστεύουν ότι οι πολιτικές στο πλαίσιο του προγράμματος του ESM είναι συμπαγείς και μπορούν να επιτρέψουν στην Ελλάδα να επανέλθει στην ανάπτυξη και στις αγορές», ανέφερε στη χθεσινή ενημέρωση Τύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η εκπρόσωπός της Ανίκα Μπράιτχαρτ. «Η Ελλάδα», συνέχισε, «έχει ήδη εφαρμόσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις και είναι εντός τροχιάς για να εκπληρώσει τους συμφωνημένους δημοσιονομικούς στόχους». Και επεσήμανε με νόημα πως «όλοι οι θεσμοί πρέπει να αναγνωρίσουν αυτά τα επιτεύγματα».

Σε ανάλογο τόνο εκπρόσωπος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας δήλωσε, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, πως οι ευρωπαϊκοί θεσμοί εξεπλάγησαν με το άρθρο και πρόσθεσε ότι ο ESM στηρίζει τις θέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. «Ελπίζουμε ότι μπορούμε να επιστρέψουμε στην πρακτική της διεξαγωγής κατ’ ιδίαν διαπραγματεύσεων για το πρόγραμμα με την ελληνική κυβέρνηση», είπε ο εκπρόσωπος του ΕΣΜ, ασκώντας ευθεία κριτική στον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε το θέμα το Ταμείο επιλέγοντας τη δημοσίευση των θέσεών του αντί της διαπραγμάτευσης κατ’ ιδίαν με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Για τη διαπραγμάτευση, εξάλλου, η Μπράιτχαρτ είπε χθες ότι σύντομα μπορεί να επιτευχθεί μια συμφωνία «αν όλες οι πλευρές εμπλακούν στις συζητήσεις εποικοδομητικά». Η Επιτροπή, πρόσθεσε, είναι προσηλωμένη στον σκοπό αυτό.

Το θέμα του άρθρου τέθηκε και στην εναρκτήρια συνεδρίαση χθες μεταξύ των εκπροσώπων των θεσμών και της κυβέρνησης στο Χίλτον, με τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο να επισημαίνει, σύμφωνα με πληροφορίες, τη δυσαρέσκεια της ελληνικής πλευράς για τέτοιες κινήσεις εν μέσω διαπραγμάτευσης. «Δεν μπορεί η διαπραγμάτευση να γίνεται μέσω blogs», φέρεται να διαμήνυσε η ελληνική πλευρά. Η εκπρόσωπος του ΔΝΤ Ντέλια Βελκουλέσκου διευκρίνισε, κατά τις πληροφορίες, ότι σκοπός του Ταμείου δεν ήταν να διαπραγματευθεί μέσω του συγκεκριμένου άρθρου αλλά να καταγράψει τις απόψεις του.

ΔΙΑΨΕΥΣΕΙΣ. Στην καταγραφή αυτή απάντησαν, πάντως, χθες ευρωπαϊκοί κύκλοι με στοιχεία με τα οποία επιχειρούν να καταρρίψουν τα συμπεράσματα του Ταμείου ως προς τα δυο βασικά του επιχειρήματα. Οτι το αφορολόγητο στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλό και εξαιρεί τους μισούς Ελληνες από τη φορολογία και ότι οι συντάξεις είναι πολύ υψηλές φτάνοντας σε γερμανικά επίπεδα, χωρίς η χώρα να έχει γερμανική ανταγωνιστικότητα.

Ως προς το αφορολόγητο, οι ευρωπαϊκοί κύκλοι επισημαίνουν ότι ο ισχυρισμός είναι παραπλανητικός, καθώς επικεντρώνεται μόνο στον φόρο εισοδήματος, ενώ η συνολική φορολογική επιβάρυνση που περιλαμβάνει και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης είναι πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ. Για παράδειγμα, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ για το 2015, ένας οικογενειάρχης με δύο παιδιά και εισόδημα στο 67% του μέσου όρου έχει επιβάρυνση 15%, που είναι διπλάσια από της Πορτογαλίας και υπερτριπλάσια της Ισπανίας, της Ιρλανδίας και της ΕΕ. Σε ό,τι αφορά το αφορολόγητο, αυτό αυξήθηκε κατά 10% στην πρώτη αξιολόγηση και έφτασε τα 8.636 ευρώ για φορολογούμενο χωρίς παιδιά, πολύ κοντά σε αυτό της Ισπανίας (8.288) και της Γερμανίας (8.354) και χαμηλότερο από της Γαλλίας (9.690) και της Αυστρίας (11.000).

Σε ό,τι αφορά τις συντάξεις, αυτές κατά μέσο όρο το 2013 ήταν 1.233 ευρώ στη Γερμανία έναντι 846 ευρώ στην Ελλάδα. Δηλαδή, οι γερμανικές είναι κατά 45% υψηλότερες από τις ελληνικές. Μάλιστα, επισημαίνεται ότι ύστερα από την πρόσφατη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, οι νέες χορηγούμενες συντάξεις είναι σημαντικά χαμηλότερες.

ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΑΚΕΤΟ. Με αυτά τα δεδομένα, η διαπραγμάτευση ξεκίνησε χθες σε βαρύ κλίμα. Αυτό επιδεινώθηκε περαιτέρω από το κοινωνικό πακέτο που ετοιμάζεται να μοιράσει η κυβέρνηση σε χαμηλοσυνταξιούχους και στα νησιά που υποδέχονται πρόσφυγες χωρίς να έχει εκ των προτέρων συνεννοηθεί με τους θεσμούς όπως προβλέπεται στο Μνημόνιο.

Σύμφωνα με πηγές του υπουργείου Οικονομικών, συμφωνήθηκε ένα πρόγραμμα με στόχο να κλείσουν «όσο πιο πολλά μπορούμε» από τις εκκρεμότητες της αξιολόγησης και συγκεκριμένα το δημοσιονομικό κενό του 2017 και του 2018 και τα εργασιακά. Συνεπώς, ούτε το υπουργείο θεωρεί ότι μπορεί να κλείσει η αξιολόγηση σε αυτόν τον γύρο της διαπραγμάτευσης.