Οταν τον Φεβρουάριο του 1959 συζητείτο η Συμφωνία της Ζυρίχης στο Λάνκαστερ Χάουζ, στο Λονδίνο, ο Μακάριος δικαιολογημένα ήγειρε θέμα για το δικαίωμα επέμβασης των εγγυητριών δυνάμεων, σε σχέση φυσικά με την Τουρκία.

Ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Ζορλού απάντησε προς τον Ευάγγελο Αβέρωφ ως εξής:

–Νομίζετε ότι αν χτυπηθούν οι Ελληνες και οι Τούρκοι, θα πάμε στην Κύπρο; Ομως, να ξέρετε, αν γίνει πραξικόπημα θα επέμβουμε.

Μετά την ένταξη της Κύπρου στα Ηνωμένα Εθνη η νομική υπηρεσία του Οργανισμού γνωμάτευσε ότι η «αναφορά σε «ανάληψη δράσης» σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ανάληψη στρατιωτικής δράσης».

Αργότερα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δήλωνε ότι «η Συνθήκη Εγγυήσεως μόνον εξ ιδίου αμαρτήματος μπορεί να ενεργοποιηθεί».

Στα τέλη του Δεκεμβρίου του 1963, μετά την υποβολή των δεκατριών σημείων για τροποποίηση του Συντάγματος, εξερράγησαν οι διακοινοτικές ταραχές. Η Τουρκία, μετά τα γεγονότα που ακολούθησαν, απείλησε πολλές φορές με εισβολή, χωρίς όμως ποτέ να υλοποιήσει την απειλή της. Εκτιμούσε ότι οι διακοινοτικές ταραχές και οι διεθνείς συνθήκες δεν της το επέτρεπαν.

Υπήρχε κι ένας πρόσθετος αποτρεπτικός λόγος. Γενική ήταν η πεποίθηση ότι εισβολή στην Κύπρο θα σήμαινε ελληνοτουρκικό πόλεμο. Επί πρωθυπουργίας Γεωργίου Παπανδρέου, το 1964, μέσα στην έξαρση των διακοινοτικών συγκρούσεων, οι στρατιωτικοί γνωμάτευσαν ότι η Κύπρος είναι μακριά και ότι δεν θα μπορούσαν να την υπερασπισθούν σε περίπτωση εισβολής. Ο Γεώργιος Παπανδρέου έδωσε τη δική του απάντηση:

–Τότε να πάμε εμείς κοντά.

Ακολούθησε η αποστολή της ελληνικής μεραρχίας στην Κύπρο. Η ενίσχυση της άμυνας της Κύπρου άλλαζε τα δεδομένα και αν οι Ελλαδίτες αξιωματικοί δεν είχαν άλλες προτεραιότητες, η άμυνα της Κύπρου θα ήταν διασφαλισμένη.

Το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας στις 15 Ιουλίου 1974 άλλαξε τα δεδομένα. Εδωσε στην Τουρκία τη δικαιολογία για εισβολή αλλά και τη διεθνή ανοχή. Η εισβολή προκάλεσε τη μεγαλύτερη καταστροφή στη μακραίωνη ιστορία της Κύπρου, χωρίς να ακολουθήσει η οποιαδήποτε ελληνική στρατιωτική αντίδραση. Μια ουσιαστική παραίτηση από τον ρόλο του εγγυητή, που δεν είναι τίτλος αλλά δυνατότητα.

Η Συνθήκη Εγγυήσεως παραβιάστηκε και από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις. Η Βρετανία έμεινε παθητικός θεατής, η Ελλάδα έκανε το πραξικόπημα και η Τουρκία εισέβαλε και κατέλαβε το 37% του εδάφους της Κύπρου.

Η νέα συμφωνία. Τώρα, με τις συνομιλίες Αναστασιάδη – Ακιντζί φαίνεται να φθάνει το μακροχρόνιο κυπριακό πρόβλημα σε ένα τέρμα. Εσωτερικές, περιφερειακές και διεθνείς εξελίξεις ευνοούν τη σύναψη μιας νέας συμφωνίας. Εάν κατ’ ευχήν κλείσουν όλα τα κεφάλαια που αφορούν την εσωτερική πτυχή του Κυπριακού, τότε παραμένει ανοικτό μόνο το θέμα των εγγυήσεων. Αναγκαία η υπόμνηση ότι οι Συνθήκες Εγγυήσεως και Συμμαχίας, ενσωματωμένες στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποτελούν ένα από τα θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος. Η διαπραγμάτευση που θα ακολουθήσει με τις εγγυήτριες δυνάμεις και την Κύπρο θα πρέπει να διεξαχθεί στο ευρύτερο δυνατό διεθνές πλαίσιο. Ως ζητούμενο παραμένει η ανεύρεση ιδεών που να ικανοποιούν τις ανησυχίες τόσο των Ελληνοκυπρίων όσο και των Τουρκοκυπρίων. Θα πρέπει να αποφευχθούν διμερείς επαφές ή άλλες παράλληλες διαδικασίες. Τέτοιες ενέργειες συγκαλύπτουν, αν δεν ενισχύουν, την Τουρκία κι εγκυμονούν τον κίνδυνο της εκτροπής ή νέου επικίνδυνου αδιεξόδου. Η Κύπρος, για να επιβιώσει, χρειάζεται τη λύση. Το θέμα των εγγυήσεων δεν είναι μόνο θέμα στρατών. Είναι και πολιτικό. Συνδέεται με την κανονική λειτουργία του νέου κράτους. Η εξάρτηση και τυχόν αποτυχία στις διαπραγματεύσεις από πολυπραγμοσύνη τρίτων και παραγνώριση του ρόλου της Κύπρου θα έχει τελικό αποτέλεσμα τη διαιώνιση τόσο του συστήματος εγγυήσεων του 1960 όσο και την παραμονή του τουρκικού κατοχικού στρατού.

Ο Τάκης Χατζηδημητρίου είναι πρόεδρος του Ιδρύματος Κοινωνικοπολιτικών Μελετών (ΙΚΜΕ) της Κυπριακής Δημοκρατίας