Περπάτησε βήμα προς βήμα στα προάστια του Παρισιού στα στενά των οποίων πέρασε ατελείωτες ώρες ο αμερικανός δημοσιογράφος Πάτρικ Κόρνγουελ για να εντοπίσει τους δουλεμπόρους. Κάθησε πολλές ώρες στην αμμουδιά για να νιώσει όπως η Τερέσε Βάλνερ όταν ξύπνησε στη δημοφιλή παραλία της Ταρίφα, στην Ανδαλουσία. Και θέλησε να μυρίσει τον αέρα της Νέας Υόρκης, εκείνον που μύριζε και η Αλίνα Σαρκάνοβα μέχρι τη στιγμή που αποφάσισε να αναζητήσει τον εξαφανισμένο σύζυγό της στην Ευρώπη. Διότι η Τόβε Αλστερνταλ, η σουηδέζα δημοσιογράφος, σεναριογράφος και θεατρική συγγραφέας δεν μπορεί –όπως μας εξηγεί –να γράψει αν δεν κάνει ως άλλος σκηνοθέτης, ρεπεράζ στους τόπους όπου κινούνται οι ήρωές της κι ας μοιάζει σχιζοφρενικό.

Ολα αυτά τα διαφορετικά σημεία πάνω στον χάρτη, στα οποία αποφάσισε να απλώσει την πλοκή του πρώτου της αστυνομικού μυθιστορήματος «Οι γυναίκες στην παραλία», ήταν άλλωστε κι ο λόγος που κατέληξε να βάλει την ιστορία που είχε στο μυαλό της στο χαρτί και όχι να την δει στη μεγάλη οθόνη, όπως αρχικά είχε σχεδιάσει. «Σκεφτόμουν ότι μια εταιρεία παραγωγής θα μου έδινε μια προκαταβολή ώστε να βγάλω τα προς το ζην. Μου απάντησαν ότι η ιδέα μου ήταν ωραία, αλλά πολύ δαπανηρή διότι απαιτεί γυρίσματα σε πολλές χώρες και το κόστος θα ξεπερνούσε τα τέσσερα εκατ. εν έτει 2006. Ετσι αποφάσισα να γράψω βιβλίο. Δεν είχα σκοπό όμως να γράψω αστυνομικό μυθιστόρημα ακολουθώντας τη σκανδιναβική παράδοση. Προέκυψε στην πορεία» λέει η 56χρονη συγγραφέας που βρέθηκε προ ημερών για πρώτη φορά στην Αθήνα με αφορμή το φεστιβάλ για την καταπολέμηση της εμπορίας και εκμετάλλευσης ανθρώπων Brake the Chain.

Παρά το γεγονός ότι δεν ξεκίνησε επί τούτου να γράφει αστυνομικά μυθιστορήματα, ήδη βρίσκεται υπό έκδοση το τέταρτο βιβλίο της στη Σουηδία, ενώ στις 21 Νοεμβρίου θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά το δεύτερο βιβλίο της «Θαμμένοι στη σιωπή». Τελικά τι συνέβη και παρέμεινε στο στρατόπεδο της αστυνομικής λογοτεχνίας; «Διαπίστωσα ότι μου άρεσε αυτός ο τρόπος για να διηγούμαι τις ιστορίες μου. Σαφώς και το έγκλημα ή ο φόνος αποτελούν την κινητήριο δύναμη της εξέλιξης της υπόθεσης, αλλά με γοητεύει το ότι όλοι αλλάζουν ταυτότητα, δεν ξέρεις ποτέ ποιος είναι ποιος. Μου αρέσουν οι κρυφές ιστορίες, αυτές για τις οποίες δεν έχει μιλήσει κανείς» εξηγεί και υποστηρίζει ότι αισθάνεται εξίσου κοντά στη σκανδιναβική και στην αγγλοσαξονική παράδοση και δηλώνει ένθερμη θαυμάστρια –μεταξύ άλλων –του Τζον Λε Καρέ.

Τι την ώθησε να καταπιαστεί με μια υπόθεση που διατηρεί έντονα τα στοιχεία της έρευνας κι ενώ ξεκίνησε ως ιδέα κινηματογραφικού σεναρίου, η πλοκή της αν και γρήγορη δεν είναι καταιγιστική αφήνοντας τον απαραίτητο χώρο να «χτιστούν» πιο ολοκληρωμένοι χαρακτήρες; Το δημοσιογραφικό μικρόβιο ή και μια ανομολόγητη ζήλεια προς την επιτυχημένη συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων Λίζα Μάρκλουντ, της οποίας τα βιβλία επιμελείται εδώ και χρόνια; «Επειδή υπήρξα επιμελήτρια των βιβλίων της Λίζας με την οποία είμαστε πολύ καλές φίλες, ανέβαλλα το να γράψω δικό μου βιβλίο. Να κάνω ακριβώς ό,τι έκανε η φίλη μου; Δεν ήθελα. Υποσυνείδητα όμως προφανώς κι έπαιξε ρόλο, όπως και το ότι είμαι δημοσιογράφος. Η ιδέα ήρθε από τις ειδήσεις. Ενας μαύρος νεκρός σε μια παραλία που κατακλύζεται από ανθρώπους από τις βόρειες χώρες, οι οποίοι θέλουν να απολαύσουν τον ήλιο στις διακοπές τους. Καθημερινό φαινόμενο. Δεν είναι και μεγάλο θέμα. Κανείς δεν μιλάει για αυτό. Σιωπή. Θέλησα να πάω βαθύτερα και να δω τι συμβαίνει».

Από το 2009 που εκδόθηκαν «Οι γυναίκες στην παραλία» μέχρι σήμερα, όμως, το προσφυγικό ζήτημα έχει επιδεινωθεί. Καθημερινά εκατοντάδες πρόσφυγες φτάνουν στην Ελλάδα και εγκλωβίζονται αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, την ώρα που χώρες όπως η Σουηδία αποφασίζουν να κλείσουν τα σύνορά τους. Δεν υπάρχει μια αντίφαση ανάμεσα στη στάση της χώρας της και σε όσα καταγράφει και ενδεχομένως επιχειρεί να καταγγείλει μέσα από το βιβλίο της;

«Σαφώς και υπάρχει. Οταν έγραψα αυτό το βιβλίο θεώρησα ότι υπήρχε λόγος, ότι ήταν ένα θέμα που έπρεπε να ειπωθεί εκείνη τη στιγμή. Δεν μπορούσε να περιμένει. Κι αποφάσισα να το δω από την οπτική μιας 20χρονης σουηδέζας και μιας αμερικανίδας με καταγωγή από την Ευρώπη, επειδή ήταν πιο κοντά σ’ εμένα, κι όχι τόσο από την πλευρά της Νιγηριανής που για μένα ήταν μια φανταστική ηρωίδα (σ.σ. είναι οι τρεις γυναίκες της παραλίας). Δεν μπορούσα να φανταστώ πώς θα εξελισσόταν η κατάσταση. Πιστεύω ότι χρειαζόμαστε τους πρόσφυγες στη Σουηδία. Εχουμε τόση ελεύθερη γη, έχουμε το περιθώριο να τους φιλοξενήσουμε. Δεν μπορώ όμως να είμαι πολύ αυστηρή με την κυβέρνηση της χώρας μου. Πιστεύω ότι πήραν αυτή την απόφαση για να κάνουν τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες να αντιδράσουν, αλλά τελικά κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Είναι πολύ δύσκολο θέμα. Πρέπει να βοηθήσουμε όλοι. Πρέπει να βρεθούν νόμιμοι τρόποι να φεύγει ο κόσμος από τη Συρία. Ο κόσμος δεν έχει επιλογή: ή πεθαίνει ή πληρώνει τα δίκτυα διακινητών ανθρώπων».

Η δυνατότητα της ενσυναίσθησης

«Στη λογοτεχνία μπορείς να προσποιηθείς ότι είσαι ένας άλλος»

Πιστεύει ότι η λογοτεχνία μπορεί να επηρεάσει την πολιτική πραγματικότητα; «Δεν μπορώ να ασκήσω πολιτική με ένα βιβλίο. Iσως όμως να κάνω τους αναγνώστες να αλλάξουν έστω και λίγο την οπτική τους για τα πράγματα. Την επόμενη φορά που θα δουν την καθαρίστρια στον διάδρομο να αναρωτηθούν ποια είναι η ιστορία της. Η λογοτεχνία είναι σημαντική διότι σου δίνει τη δυνατότητα της ενσυναίσθησης. Δεν μπορείς να είσαι ένας άλλος. Μπορείς να προσποιηθείς για λίγο ότι είσαι ένας άλλος και αυτό θα σε επηρεάσει». Oσο για το δεύτερο βιβλίο της που κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες; Υπόσχεται έντονες συγκινήσεις με φόντο τον τόπο καταγωγής της οικογένειας της συγγραφέως, ένα χωριό στον σουηδικό βορρά, όπου ο φόνος ενός παλαίμαχου σκιέρ με το ίδιο του το τσεκούρι θα ξεδιπλώσει ένα κουβάρι ιστοριών που φτάνουν στην εποχή του Στάλιν, σε διαψευσμένα όνειρα κι εμπλέκονται με τη ρώσικη μαφία.

Tove Alsterdal

Οι γυναίκες στην παραλία

Μτφ. Λύο Καλοβυρνάς

Μεταίχμιο 2016, σελ.: 432

Τιμή: 16,50 ευρώ

Tove Alsterdal

Θαμμένοι στη σιωπή

Μτφ. Λύο Καλοβυρνάς

Μεταίχμιο, 2016

Το βιβλίο πρόκειται να κυκλοφορήσει στα τέλη Νοεμβρίου