Ενα κορίτσι μόλις 17 ετών γυμνό, να πρέπει να τρέχει μέσα σε μια τεράστια ρόδα, σαν χάμστερ, ώστε να ανοίξει η καταπακτή που θα της ρίξει ζωοτροφή για να μπορέσει να επιβιώσει. Είναι το κορίτσι που τρεις μήνες αργότερα θα βρεθεί στραγγαλισμένο μέσα στο δάσος, πάνω σε φτερά κουκουβάγιας κι ανάμεσα σε μια πεντάλφα σχηματισμένη από κεριά.

Χρειάστηκε να διαβάσω δυο φορές αυτή τη σκηνή για να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς περιέγραφε ο συγγραφέας. Κι όταν έφτασα στην τελευταία σελίδα η πρώτη μου σκέψη ήταν «μα ποιο διεστραμμένο μυαλό μπορεί να σκέφτηκε κάτι τέτοιο». Με την περιέργεια και λίγο άγχος για το πώς μπορεί να είναι ο Σάμιουελ Μπιορκ, ο συγγραφέας του αστυνομικού μυθιστορήματος «Η κουκουβάγια», που ακολουθεί με εξίσου μεγάλη και διεθνή επιτυχία το πρώτο επιτυχημένο σε πωλήσεις βιβλίο του «Παγωμένος άγγελος», το οποίο έχει ήδη μεταφραστεί σε 30 γλώσσες (και τα δύο κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Διόπτρα), πήγα να τον συναντήσω το βροχερό πρωινό της Τρίτης στα φιλόξενα γραφεία της νορβηγικής πρεσβείας.

Ψηλός, αδύνατος, με γυαλιά και ευδιάθετος, έβαλε τα γέλια όταν μοιράστηκα μαζί του τη σκέψη μου. «Να σας πω την αλήθεια, κι εγώ κάθε φορά που το σκέφτομαι ανατριχιάζω. Μερικές φορές αναρωτιέμαι πώς το έγραψα» απαντά και παραδέχεται ότι δεν αξιοποιεί πληροφορίες από τις εφημερίδες και τις ειδήσεις για να στήσει την πλοκή των μυθιστορημάτων του. «Προτιμώ την έρευνα στη σκοτεινή πλευρά του Διαδικτύου», αλλά δεν αντιστέκεται, όπως παραδέχεται, και στις καλές αστυνομικές σειρές, τις οποίες όμως απολαμβάνει και δεν αξιοποιεί για να γράψει τα βιβλία του. «Είμαι μανιώδης με το «Wire». Είναι εθιστικό!».

Η βία πουλάει;

Ενα από τα βασικά ζητήματα που θίγονται στην «Κουκουβάγια» μεταξύ άλλων έχει να κάνει με τη βία εναντίον των γυναικών, θέμα που μοιάζει να έχει γίνει της μόδας στην αστυνομική λογοτεχνία. Τελικά η βία πουλάει; «Είναι ένα σοβαρό θέμα αυτό της κακοποίησης των γυναικών κι έχετε δίκιο ότι απασχολεί τελευταία τη λογοτεχνία, όμως προσωπικά δεν επηρεάστηκα από την τάση της εποχής, αλλά από τα προσωπικά μου βιώματα διότι η μητέρα μου εργαζόταν σε καταφύγιο κακοποιημένων γυναικών κι έχω ακούσει πολλές ιστορίες, έχω δει γυναίκες χτυπημένες, φοβισμένες και γι’ αυτό θέλησα να γράψω για το συγκεκριμένο θέμα».

Χαρακτηριστικό των βιβλίων του Σάμιουελ Μπιορκ είναι οι γρήγοροι διάλογοι μέσα από τους οποίους εξελίσσεται η υπόθεση, χωρίς εκτενείς και περίπλοκες περιγραφές. Τόσο που πολλές φορές νομίζεις ότι διαβάζεις σενάριο ταινίας. «Και γι’ αυτό «Η κουκουβάγια» θα γίνει τηλεοπτική σειρά και μάλιστα όχι μία φορά, αλλά δύο! Στη Σκανδιναβία θα δουλέψω κι εγώ πάνω στη μεταφορά του βιβλίου και είμαι ενθουσιασμένος. Η άλλη εκδοχή θα γίνει στο Χόλιγουντ. Νομίζω ότι θα αργήσει αρκετά κι ότι θα βασιστούν κυρίως στους χαρακτήρες, τη Μία Κρούγκερ και τον Χόλγκερ Μουνκ», τους δύο βασικούς ντετέκτιβ του δηλαδή.

Κατά τύχη

Οταν δεν είναι ο συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων Σάμιουελ Μπιορκ, συστήνεται ως Φρούντε Σάνερ Εϊεν και μεταξύ άλλων είναι εικαστικός, θεατρικός συγγραφέας και τραγουδοποιός. Αν έπρεπε να διαλέξει μια ιδιότητα από όλες, ποια θα ήταν; «Συγγραφέας χωρίς αμφιβολία. Αισθάνομαι ότι μέσα στα αστυνομικά μου μυθιστορήματα με κάποιον τρόπο βρήκαν θέση κι όλα τα υπόλοιπα με τα οποία ασχολούμαι» λέει και εξηγεί ότι οι γεμάτες μυστήριο κι ένταση ιστορίες του προέκυψαν κατά τύχη. «Μόλις είχα τελειώσει κάποιες μεταφράσεις του Σαίξπηρ κι επέστρεψα σε ένα βιβλίο –όχι αστυνομικό –που είχα αφήσει στη μέση. Οταν το ξανακοίταξα, αποφάσισα να το πετάξω. Ενιωθα να έχω βαρεθεί τα πάντα γύρω μου. Και τότε άκουσα για έναν διαγωνισμό αστυνομικού μυθιστορήματος. Είπα να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου και κόλλησα». Κάπως έτσι προέκυψε και η ιστορία με το ψευδώνυμο. «Ηθελα να μην επηρεαστεί ο κόσμος από τις υπόλοιπες δουλειές μου. Να δοκιμαστώ ως άγνωστος. Και πέτυχε. Ολοι έψαχναν να βρουν ποιος είναι ο Σάμιουελ Μπιορκ. Οταν όμως ήρθε η ώρα να μεταφραστεί το βιβλίο, ο ατζέντης μού ζήτησε το πραγματικό μου όνομα. Κι όταν αποκαλύφθηκε στη Νορβηγία η ταυτότητά μου, έγινε μεγάλο θέμα στις εφημερίδες. Σταματούσαν τη μητέρα μου στον δρόμο και τη ρωτούσαν αν είναι αλήθεια ότι είμαι ο μυστικός συγγραφέας».

Πιστεύει στο «φυτώριο» αστυνομικών συγγραφέων της Σκανδιναβίας με κορυφαία μέλη τούς Χένινγκ Μάνκελ, Στιγκ Λάρσον και Γιου Νέσμπο ή μήπως είναι ένα κατασκεύασμα τελικά; Κι εκείνος ποιον ρόλο έχει; «Υπάρχει μια πολύ καλή λογοτεχνική παράδοση στη Σκανδιναβία. Οι συγγραφείς καταφέρνουν να δουν ο καθένας από μια διαφορετική σκοπιά την αστυνομική λογοτεχνία, κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον, και μακάρι να αποδειχθεί συν τω χρόνω ότι είμαι μέλος κι εγώ αυτής της ομάδας» απαντά και δεν κρύβει την προτίμησή του στον Χένινγκ Μάνκελ, τον οποίο δεν κατάφερε να γνωρίσει, αλλά και στην Αγκαθα Κρίστι.

Η σχέση του με την Ελλάδα

«Η Ευρώπη έπρεπε να σας τείνει το χέρι κι όχι να σας τιμωρεί»

Κοιτάζει έξω από το παράθυρο ελαφρώς απογοητευμένος από τον καιρό, καθώς η Ελλάδα είναι ταυτισμένη με τον ήλιο. Ωστόσο δεν είναι η πρώτη φορά που βρίσκεται στη χώρα μας. «Ούτε θυμάμαι να σας πω πόσες φορές έχω έρθει. Για να είμαι ειλικρινής, έχω μεγαλώσει με την Ελλάδα διότι η μητέρα μου έχει εμμονή με τη χώρα σας. Σπούδασε εδώ Αρχαιολογία και Αρχιτεκτονική και στο σπίτι μας υπήρχαν παντού φωτογραφίες από αρχαίους ναούς, άκουγα από παιδί για τη φιλοσοφία, τη δημοκρατία. Κι αισθάνομαι πολύ ωραία που τα βιβλία μου έχουν αγαπηθεί από το ελληνικό κοινό. Είναι πολύ σημαντικό για μένα». Ομως έχει συναίσθηση ότι η χώρα βρίσκεται σε κοινωνική και οικονομική κρίση, αλλά και στο επίκεντρο του προσφυγικού προβλήματος, την ώρα που η δική του χώρα είναι αρνητική στην υποδοχή νέων προσφύγων; «Ναι, κι όλα αυτά είναι θλιβερά. Δεν συνηθίζω να σχολιάζω την πολιτική πραγματικότητα, όμως εδώ οφείλω να πω ότι έχουν γίνει πολλά λάθη από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η διαχείριση της κατάστασης δεν είναι σωστή. Η Ευρώπη έπρεπε να τείνει το χέρι στην Ελλάδα κι όχι να την τιμωρεί. Κάθε φορά που βλέπω ειδήσεις θυμώνω. Και θυμώνω πολύ».

Samuel Bjork

Παγωμένος άγγελος

Μτφ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη

Εκδ. Διόπτρα, 2015, σελ. 544

Τιμή: 17,60 ευρώ

Samuel Bjork

Η κουκουβάγια

Μτφ. Δέσποινα Παπαγρηγοράκη

Εκδ. Διόπτρα, 2016, σελ. 488

Τιμή: 16,60 ευρώ